Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Γιούργκεν Χάμπερμας: Από εδώ και στο εξής πρέπει να συνεχίσουμε μόνοι μας ως Ευρώπη

© Photo: Gregori Saavedra / DER SPIEGEL
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας το καλοκαίρι έγινε 96 ετών. Όλο το δεύτερο μισό του 20ού Αιώνα και το πρώτο τέταρτο του 21ου, σφραγίζονται από το έργο του ως στοχαστή, απλωμένο σε όλο το φάσμα των κοινωνικών επιστημών. Αλλά και από την διαρκή παρουσία και δράση του ως πολίτη. Πολιτική παρουσία και δράση κριτική, επίμονη, άκρως παρεμβατική και επιδραστική, ως Γερμανός, ως Ευρωπαίος και ως πολίτης του κόσμου. Αλλά πάνω απ΄όλα ως Ευρωπαίος. Ο στοχαστής και επιστήμονας που έχει μέσα του, ζωντανεύει και σμιλεύει τις αρετές του πολίτη, κάνει τον άλλο Χάμπερμας διαρκώς όλο και καλύτερο πολίτη, ακόμη και στα 96 χρόνια του· και οι αρετές του πολίτη τροφοδοτούν τον στοχαστή διαρκώς, σ' όλη του την μακρά ζωή. Ο στοχασμός και η στάση του ως πολίτης δεν απολιθώνονται, δεν γερνούν μαζί με τα χρόνια του. Αλλάζουν και αυτές για να αντιμετωπίσουν την αέναα μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα ο πολίτης Χάμπερμας πάντα προσπαθεί να βλέπει πέρα από τις γραμμές των οριζόντων.
Ήδη το 2004 προειδοποίησε ότι το ρήγμα μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης άνοιξε. Είδε έγκαιρα ότι η Δύση διχάζεται. Ως προς τα διλλήμματα για την αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία σε συνδυασμό με την ρευστή κατάσταση στις ΗΠΑ, η στάση του Χάμπερμας χαρακτηρίστηκε στην αρχή, μεταξύ 2022 και 2023, από προσοχή, στοχαστικότητα και επιφυλακτικότητα. Συνοψιζόταν στο επιχείρημα ότι η Δύση (Ευρώπη και ΗΠΑ) έχει καλό λόγο για να προμηθεύει όπλα στην Ουκρανία, αλλά αυτό συνεπάγεται και κοινή ευθύνη για την περαιτέρω πορεία του πολέμου και αυξημένες διπλωματικές προσπάθειες για ειρήνευση.
Τότε, αυτή η επιφυλακτικότητα του Χάμπερμας επικρίθηκε πολύ. Ο Florian Illies στην εφημερίδα Die Zeit («Ευχαριστούμε Αμερική, όμως φτάνει πιά!») καταλόγισε στον Χάμπερμας ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τον μεταπολεμικό τρόπο σκέψης των Γερμανών, την ώρα που χρειάζεται «πλήρης χειραφέτηση» της Γερμανίας και της Ευρώπης όλης, ώστε «να αποσυνδεθούν πνευματικά από την Αμερική». Τώρα, με δεδομένη την πολιτική Τραμπ, η στάση του Χάμπερμας και στα δύο αυτά πεδία (ουκρανικό και διάσπαση της «Δύσης») αποδεικνύεται εύπλαστα προσαρμοστική και εξόχως διορατική. Με δεδομένες τις νέες εξελίξεις επί προεδρίας Τραμπ, τώρα πια, ως προς το δέον γενέσθαι, θεωρεί ως μόνη λύση «την ενίσχυση της επιρροής της ΕΕ, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να επιβληθεί στην παγκόσμια πολιτική και στην παγκόσμια κοινωνία ως αυτόνομος παράγοντας, ανεξάρτητος από τις ΗΠΑ και ανεξάρτητος από επιβλαβείς για το δικό της σύστημα συμβιβασμούς, με τις ΗΠΑ ή με άλλα αυτοκρατικά και αυταρχικά κράτη». Τώρα πια, ο Χάμπερμας γράφει την λέξη «Δύση» πάντα μέσα σε εισαγωγικά.
Έχοντας ξεγράψει τις ΗΠΑ μέχρι νεωτέρας, η βαθιά απαισιοδοξία του Χάμπερμας για το άν η ΕΕ θα τα καταφέρει, προέρχεται από «την διαρκή ενδυνάμωση του δεξιού λαϊκισμού» στις χώρες-μέλη, κυρίως όμως από την καταδικαστική αξιολόγηση εκ μέρους του της πολιτικής της σημερινής γερμανικής κυβέρνησης. Μετά το πρόωρο τέλος της καγκελαρίας Σολτς-Χάμπεκ, «η τωρινή γερμανική κυβέρνηση [CDU/CSU/SPD] συνεχίζει την υποκριτική ευρωπαϊκή πολιτική την οποία ασκούσε η καγκελάριος Μέρκελ», γράφει ο Χάμπερμας. «Δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη ότι η σημερινή γερμανική κυβέρνηση λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα για να οδηγηθούμε σε μια EE ικανή να δρα στην παγκόσμια σκηνή». Αυτός ήταν ανέκαθεν ο κλασικός τρόπος των επιδραστικών πολιτικών παρεμβάσεων του Χάμπερμας, από την «Διαμάχη των Ιστορικών» για τον ναζισμό μέχρι την κρίση της Ευρωζώνης 2008-2015. Προσπαθεί να καταπολεμά το «εσφαλμένο όλον» αποκαλύπτοντας αίτια ή ρίζες του, τα οποία δηλητηριάζουν επικίνδυνα τον δημόσιο βίο στη Γερμανία. Είναι κλήση σε συναγερμό και ταυτόχρονα ένα είδος πολιτικού «εξορκισμού του Κακού».
Γ. Ρ.
Jürgen Habermas, Von hier an müssen wir alleine weitergehen, Süddeutsche Zeitung, 20.11.2025, αποθηκευμένο και εδώ 
μια άλλη μετάφραση στα ελληνικά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα, σήμερα 13.12.2025
 
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε εντός των ευρωπαϊκών πληθυσμών και ως έναυσμα, μεταξύ άλλων, για να κατανοήσουν, έστω και καθυστερημένα, ότι στην παγκόσμια κατάσταση έχει συμβεί βαθιά και ουσιώδης αλλαγή. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή προετοιμαζόταν εδώ και πολύ καιρό με την καθοδική πορεία των ΗΠΑ, της υπερδύναμης του 20ού Αιώνα. Ένα προειδοποιητικό σημάδι ήταν οι σπασμωδικές και ραγδαίες μεταβολές στις διαθέσεις και νοοτροπίες της αμερικανικής κοινωνίας των πολιτών μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Αυτή την μεταβολή των νοοτροπιών ενός πληθυσμού ανασφαλούς και φοβισμένου, την υποδαύλισε ακόμη περισσότερο η ρητορική της τότε κυβέρνησης υπό τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον Νεότερο (George W. Bush) και τον αδίστακτα επιθετικό Αντιπρόεδρό του [Ντικ Τσένεϊ].
Όλοι φαινόταν να αισθάνονται ως άμεση απειλή τους κινδύνους της διεθνούς τρομοκρατίας. Στην πορεία της προπαγάνδισης υπέρ του πολέμου κατά του Σαντάμ Χουσεΐν και του Ιράκ, ο οποίος παραβίαζε το διεθνές δίκαιο, εκείνη η αλλαγή στις νοοτροπίες ριζοσπαστικοποιήθηκε και εδραιώθηκε. Από θεσμικής πλευράς, τούτη η αλλαγή επηρέασε κατά πρώτο λόγο το κομματικό σύστημα των ΗΠΑ. Όμως ήδη από την προηγούμενη δεκαετία του 1990, είχαν αλλάξει εκ θεμελίων τόσο η πολιτική πρακτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος υπό την ηγεσία του Νιουτ Γκίνγκριτς (Newt Gingrich), όσο και η κοινωνική σύνθεση των υποστηρικτών του κόμματος. Ωστόσο, οι τάσεις προς έναν πιο βαθύ και, όπως φαίνεται τώρα, πολύ δύσκολα αναστρέψιμο μετασχηματισμό του όλου πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, επικράτησαν μόνον αφότου ο Πρόεδρος Ομπάμα απογοήτευσε τις ελπίδες για μια ριζική αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Η Κίνα θέλει μια σινοκεντρική παγκόσμια τάξη πραγμάτων
Εν τω μεταξύ, η αποδυνάμωση της διεθνούς θέσης της πρώην μοναδικής υπερδύναμης είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Αυτό το σηματοδότησε για άλλη μια φορά η Σύνοδος Κορυφής APEC στη Νότια Κορέα στα τέλη Οκτωβρίου 2025. Οι ολοένα και πιο αβέβαιοι σύμμαχοι των ΗΠΑ επιδιώκουν τώρα και συμφωνίες με άλλους γείτονες, οι οποίοι είναι πιο ουδέτεροι ή εξαρτώνται πιό πολύ από την Κίνα. Και μετά την πρόωρη αποχώρηση από την Σύνοδο του Αμερικανού Προέδρου, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για γρήγορες συμφωνίες παρά για την μακροπρόθεσμη σταθερότητα της αμερικανικής επιρροής, λέγεται ότι  αυτός που έδωσε τον τόνο ήταν ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, με την υποστήριξή του για μια πολυπολιτισμική παγκόσμια κοινωνία υπό την Κινεζική ηγεσία.
Ήδη από τότε που η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, οι οξυδερκείς κυβερνήσεις της είχαν πάντα ως στόχο να καταστήσουν την χώρα τους κορυφαία οικονομική δύναμη. Αλλά μόνον μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Σι Τζινπίνγκ το 2012, ως δηλωμένος στόχος άρχισε να προβάλλεται με μια ορισμένη «αμυντική επιθετικότητα», το να αντικατασταθεί το φιλελεύθερο παγκόσμιο εμπορικό καθεστώς με μια Σινοκεντρική τάξη πραγμάτων στην παγκόσμια πολιτική. Με τo εγχείρημα του «Δρόμου του Μεταξιού» («Belt and Road Initiative»), η Κίνα επιδίωξε εδώ και καιρό μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους και στόχους για την πολιτική της ασφάλειας. Οι μεγαλύτεροι επωφελημένοι ήταν η Ρωσία, το Πακιστάν, η Μαλαισία και η Ινδονησία. Όμως η Κίνα είναι μάλλον τώρα και ο μεγαλύτερος χρηματοδότης για τις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες. Η διεθνής μετατόπιση ισχύος αντικατοπτρίζεται γενικά στο γεγονός ότι, από γεωπολιτική άποψη, οι αποφασιστικές συγκρούσεις θα επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην  Νοτιοανατολική Ασία.
Θα είναι ενδιαφέρον να στρέψουμε την προσοχή μας στο πώς η άνοδος του Trump στην εξουσία θα επηρεάσει την εσωτερική πολιτική της Ταϊβάν. Όμως, άν δούμε πέρα από τούτο το σημείο ανάφλεξης, αυτοί που είναι αντιμέτωποι εδώ, δεν είναι μόνον η Κίνα και οι περιφερειακοί σύμμαχοί της αφενός, οι ΗΠΑ και τα κράτη της περιοχής τα οποία κλίνουν προς την Δύση, κυρίως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία, αφετέρου. Στην άμεση γειτονία, και η Ινδία αναπτύσσει τώρα τις δικές της φιλοδοξίες για παγκόσμια ισχύ. Επιπλέον, η μετατόπιση της γεωπολιτικής ισχύος αντικατοπτρίζεται όχι μόνον στην περιοχή του Ειρηνικού, αλλά και στην άνοδο μεσαίων δυνάμεων, όπως είναι η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και η Σαουδική Αραβία, οι οποίες με αυτοπεποίθηση αποσκοπούν σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία.
Στις ΗΠΑ είναι εν εξελίξει η δημοκρατικά νομιμοποιημένη αποδόμηση της παλαιότερης δημοκρατίας στον κόσμο.
Εν τω μεταξύ πολλά τέτοια ανερχόμενα κράτη επιδιώκουν την ένταξη στην χαλαρή, διευρυμένη πλέον, συμμαχία BRICS. Το τέλος της δυτικής ηγεμονίας διαφαίνεται επίσης από τις βαθιές γεωοικονομικές αλλαγές στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων της παγκόσμιας οικονομίας, αυτήν που είχαν καθιερώσει οι ΗΠΑ μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.  Αυτό δεν σημαίνει ότι τούτη η βασισμένη σε κανόνες τάξη πραγμάτων του παγκοσμίου εμπορίου, η οποία τώρα πιέζεται ασφυκτικά και από τον Τραμπ, όπως φαίνεται και στην ενδιαφέρουσα διαμάχη για την προμήθεια σπάνιων γαιών, θα μπορούσε απλώς να εκμηδενιστεί. Όμως οι για λόγους πολιτικής της ασφάλειας περιορισμοί στο παγκόσμιο εμπόριο έχουν γίνει πια συνήθης πρακτική· και αυτό που απεικονίζει καλύτερα τούτη την νέα κατάσταση είναι η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης της Γερμανίας, του πρωταθλητή εξαγωγέα στον κόσμο, να στηρίξει με κρατικές επιχορηγήσεις την διεθνώς μη ανταγωνιστική χαλυβουργία της.
Άν και αυτές οι μετατοπίσεις στη γεωπολιτική ισχύ είναι εμφανείς εδώ και αρκετό καιρό, άν και ήδη όταν άρχισε ο πόλεμος στην Ουκρανία η επανεκλογή του Τραμπ δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να αποκλείεται, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να κατανοήσουν μετά την εισβολή της Ρωσίας ότι αυτή η σύγκρουση, δεδομένου ότι δεν απετράπη το ξέσπασμά της, έπρεπε οπωσδήποτε να επιλυθεί κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του Τζο Μπάιντεν. Εν τω μεταξύ, εν μέσω της δεύτερης θητείας Τραμπ, συμβαίνει αυτό που είχε διακηρυχθεί και προταθεί εδώ και καιρό στο μανιφέστο του Heritage Foundation: Μια μη αναστρέψιμη αποδόμηση του πιο παλιού καθεστώτος φιλελεύθερης δημοκρατίας, ακολουθώντας ένα μοντέλο το οποίο έχουμε ήδη δει στην Ευρώπη: Στην Ουγγαρία και σε άλλες χώρες.
Προφανώς, αυτά τα νέου τύπου αυτοκρατικά καθεστώτα δεν μπορούν να αναχθούν στις ειδικές συνθήκες μιας αποδόμησης αποτυχημένων μετασοβιετικών μορφών εξουσίας. Αντίθετα, είναι οι πρόδρομοι της δημοκρατικά νομιμοποιημένης αποδόμησης της παλαιότερης δημοκρατίας στον κόσμο και της ταχείας εγκαθίδρυσης και επέκτασης μιας τεχνοκρατικά διοικούμενης ελευθεριακής-καπιταλιστικής (libertär-kapitalistischen) μορφής εξουσίας.
Η ολιγοψυχία μιας κοινωνίας των πολιτών ανίκανης να αντισταθεί και παθητικής
Αυτό που βλέπουμε τώρα στις ΗΠΑ είναι το ίδιο
[με τις αποδομήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης]. Είναι μια μετάβαση από ένα «σύστημα» σ’ ένα άλλο, όχι απλώς έρπουσα και σταδιακή, αλλά αθόρυβη και δυσδιάκριτη, άν λάβουμε υπόψη ότι απέναντι της είχε μια αντιπολίτευση σε κατάσταση παράλυσης μάλλον. Οι τελευταίες ή οι προτελευταίες δημοκρατικές εκλογές ήταν το εδώ και πολύ καιρό προαναγγελθέν ξεκίνημα προς μια ταχεία, αυθαίρετη-αυτοκρατική διαστολή μιας εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είναι νόμιμη και ταυτόχρονα  εκκαθαρισμένη από αντιστάσεις.
Ο Τραμπ κάνει κατάχρηση αυτής της εξουσίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις αντιρρήσεις ενός δικαστικού συστήματος, το οποίο λειτουργεί στο κενό και σταδιακά υπονομεύεται και διαβρώνεται εκ των άνω προς τα κάτω.
Στην αρχή ο Πρόεδρος σφετερίσθηκε νομοθετικές εξουσίες από το Κογκρέσο με τις σκληρές δασμολογικές πολιτικές του και προσπάθησε να περιορίσει σταδιακά την ανεξαρτησία του Τύπου και του πανεπιστημιακού συστήματος. Στη συνέχεια εκφόβισε την αντιπολίτευση με την χωρίς λόγο χρήση της Εθνοφρουράς σε μεγάλες πόλεις, όπως το Λος Άντζελες, η Ουάσινγκτον και το Σικάγο. Η παρουσία της και μόνον σηματοδοτεί την ετοιμότητα της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει εναντίον των πολιτών της, εάν χρειαστεί, τον στρατό, τα υψηλότερα κλιμάκια του οποίου έχουν ήδη καταστεί συνεργάσιμα και υπάκουα. Ενώ εντός της ΕΕ, το κομματικό σύστημα και οι δημοκρατικές εκλογές εξακολουθούν να προστατεύονται ακόμη και σε αυτοκρατικά κράτη όπως η Ουγγαρία (ή, στο παρελθόν η Πολωνία), η μοίρα τους στις ΗΠΑ προς το παρόν είναι αβέβαιη.
Πραγματική αντίσταση, εάν υπάρχει κάτι τέτοιο στις ΗΠΑ, είναι μόνον η ανέξοδη και στρέφεται κατά του Ισραήλ
Μετά τις πρόσφατες, μεμονωμένες εκλογικές επιτυχίες των Δημοκρατικών, ο Τραμπ επικεντρώνεται τώρα στην περιθωριοποίηση και στην υποτίμηση της πολιτικής αντιπολίτευσης με καταγγελίες και δυσφήμιση. Στην εξωτερική πολιτική, όπως αποδεικνύουν οι αυθαίρετες στρατιωτικές ενέργειες του εναντίον λαθρεμπόρων στα ανοικτά των ακτών της Βενεζουέλας, αδιαφορεί και για το διεθνές δίκαιο. Σ΄ αυτήν την υφέρπουσα διαδικασία κατάληψης εξουσιών, η οποία όμως διεξάγεται με αποφασιστικότητα και στοχευμένα, το πιο εκπληκτικό και μέχρι στιγμής ανεξήγητο φαινόμενο είναι προπαντός η δειλία μιας κοινωνίας των πολιτών παραδομένης χωρίς καμια σχεδόν αντίσταση· για να μην αναφέρουμε την σιωπηρή προθυμία για προσαρμογή φοιτητών και καθηγητών, οι οποίοι, λίγο πριν, είχαν κορυφώσει στις πανεπιστημιουπόλεις τους την ανέξοδη αντίστασή τους ενάντια στην υποτιθέμενη αποικιακή δύναμη Ισραήλ.
Βέβαια, αυτά δεν τα λέω για να υπονοήσω ότι εμείς εδώ θα συμπεριφερόμασταν διαφορετικά [άν είχαμε το ίδιο πρόβλημα]. Το μόνο που θέλω να πω, είναι ότι δεν βλέπω, προς το παρόν, πειστικά σημάδια αντιστροφής της πορείας την οποία ακολουθούν οι ΗΠΑ· πρόκειται για πορεία προς ένα σύστημα κοινωνίας καθοδηγούμενο από  αυτοκρατική πολιτική, διαχειριζόμενο με τεχνοκρατικό τρόπο, αλλά οικονομικά ελευθεριακό (libertarian). Γιατί οι πιθανοί διάδοχοι του Τραμπ τείνουν να έχουν μια ακόμη πιο κλειστή «κοσμοαντίληψη» από τον παθολογικά ναρκισσιστικό Πρόεδρο, ο οποίος επικεντρώνεται σε βραχυπρόθεσμα προσωπικά «κέρδη» και αναγνωρίσεις και θα ήθελε μάλλον να είναι μεγιστάνας και βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης παρά πολιτικός με όραμα.
Για όλες αυτές τις σκέψεις, δεν μπορώ να διεκδικήσω κάποια εμπειρογνωμοσύνη πέρα από αυτήν ενός αναγνώστη εφημερίδας. Μου προκαλούν το ενδιαφέρον κυρίως υπό το πρίσμα του ερωτήματος τι σημαίνουν για την Ευρώπη αφενός η μετατόπιση γεωπολιτικής ισχύος και αφετέρου η εδώ  και καιρό δρομολογημένη πολιτική διάσπαση της Δύσης όπως την ξέραμε μέχρι τώρα. Για τα περαιτέρω, θεωρώ ως δεδομένο, ότι, με λίγες εξαιρέσεις, οι κυβερνήσεις της ΕΕ και των κρατών-μελών της προς το παρόν εξακολουθούν να έχουν την σταθερή βούληση να τηρούν τα κανονιστικά θεμέλια των συνταγμάτων τους και τις αντίστοιχες καθιερωμένες πρακτικές. Αυτό οδηγεί στον πολιτικό στόχο της ενίσχυσης της επιρροής της ΕΕ, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να επιβληθεί στην παγκόσμια πολιτική και στην παγκόσμια κοινωνία  ως αυτόνομος παράγοντας, ανεξάρτητος από τις ΗΠΑ και ανεξάρτητος από επιβλαβείς για το δικό της σύστημα συμβιβασμούς, με τις ΗΠΑ ή με άλλα αυτοκρατικά και αυταρχικά κράτη.
Ωστόσο, όσον αφορά την συνέχεια του πολέμου στην Ουκρανία, «εμείς» - αν μου επιτρέπεται να μιλήσω υπό αυτή την ευρωπαϊκή οπτική γωνία -   εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε την υποστήριξη των ΗΠΑ, άν μη τι άλλο επειδή δεν διαθέτουμε τις απαραίτητες τεχνολογίες εναέριας επιτήρησης. Χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ, η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να κρατήσει σταθερό το μέτωπο του πολέμου. Όμως, τούτες οι Ηνωμένες Πολιτείες, τώρα πια δεν διατηρούν σε ισχύ τον ρόλο τους ως νόμιμου βάσει του διεθνούς δικαίου υποστηρικτή της Ουκρανίας, όπως είχαν διακηρύξει επί Μπάιντεν, και στην καλύτερη περίπτωση προμηθεύουν στην Ουκρανία όπλα πληρωμένα από την Ευρώπη (δηλαδή, de facto και από την Γερμανία). Έτσι έχουν γίνει ένας απρόβλεπτος εταίρος για τους συμμάχους τους.
Ήδη εξαιτίας αυτού του λόγου, έχουμε και εμείς συμφέρον από την πλευρά μας ως ΕΕ, για μια ταχεία κατάπαυση του πυρός όπως την επιδιώκει η Ουκρανική ηγεσία. Αυτό έχει μια δυσάρεστη συνέπεια για την Ευρώπη, την οποία δεν έχει ακόμη αντιμετωπίσει κατάλληλα. Η ΕΕ δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί πολιτικά από το παθητικό, κατά κάποιο τρόπο αποσυρμένο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, παρόλο που αυτό συνεπάγεται ότι «η Δύση» εξακολουθεί να ενεργεί συλλογικά, αλλά από κανονιστική άποψη δεν μιλάει πλέον με μία φωνή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξαναγκάζει την ΕΕ να διατηρεί μια συμμαχία με τις ΗΠΑ εντός ενός ΝΑΤΟ, το οποίο, λόγω της δρομολογημένης αλλαγής καθεστώτος του σημαντικότερου και μέχρι τώρα ηγετικού μέλους του, δεν μπορεί πλέον να επικαλείται αξιόπιστα τα ανθρώπινα δικαιώματα για να δικαιολογεί την στρατιωτική υποστήριξη του προς την Ουκρανία.
Όποιος άκουσε την πρόσφατη ομιλία του Τραμπ ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ πρέπει να παραδεχτεί ότι η ρητορική του διεθνούς δικαίου, την οποία επικαλέστηκε η τότε ενωμένη Δύση από την πρώτη ημέρα της σύγκρουσης, δικαιολογώντας έτσι την υποστήριξή της προς το θύμα της εισβολής Ουκρανία, έχει καταστεί άχρηστη. Από αυτή την αθλιότητα, αλώβητη μένει μόνον εκείνη η ομάδα των 30, αρχικά, κρατών, η οποία, εκτεινόμενη και πέρα από την ΕΕ, αλλά ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ και με επικεφαλής την Γαλλία και την Μεγάλη Βρετανία, ενώθηκαν για να υποστηρίξουν την Ουκρανία. Είναι επομένως ακούσια – ελπίζω - ειρωνικό το γεγονός, ότι αυτή η συγκεκριμένη ομάδα κρατών αυτοονομάστηκε απερίσκεπτα «Συνασπισμός των Προθύμων». Είναι το ίδιο όνομα, υπό το οποίο ο Τζορτζ Μπους ο Νεώτερος, με τη βοήθεια του τότε Βρετανού Πρωθυπουργού
[Τόνυ Μπλερ], αλλά ενάντια στην αντίσταση της Γαλλίας και της Γερμανίας, συσπείρωσε έναν συνασπισμό για να στηρίξει την παράνομη εισβολή του στο Ιράκ.
Η Άνγκελα Μέρκελ αγνόησε ψυχρά την Γαλλία. Πόσο υποκριτικά ήταν όλα εκείνα τα λόγια της! Και
πόσο υποκριτικά εξακολουθούν να είναι αυτά που ακούγονται τώρα!
Μετά από αυτό το περίγραμμα της νέας, αλλαγμένης κατάστασης στην διχασμένη Δύση, άς έλθουμε στο πραγματικό μου ερώτημα: Πόσο ρεαλιστικό είναι να επιδιώξουμε περαιτέρω πολιτική ενοποίηση της ΕΕ με στόχο να αναγνωρίζεται εντός της παγκόσμιας κοινότητας όχι μόνον ως ένας από τους πιο οικονομικά σημαντικούς εμπορικούς εταίρους, αλλά και ως παράγοντας ανεξάρτητος, πολιτικά αυτοδύναμος και ικανός να δρα;
Αν και τα νεότερα κράτη-μέλη στην ανατολική ζώνη της ΕΕ είναι εκείνα που με τις πιο δυνατές φωνές ζητούν επανεξοπλισμό της Ευρώπης, εντούτοις είναι τα λιγότερο πρόθυμα να περιορίσουν την εθνική τους κυριαρχία για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια από κοινού ενδυνάμωση. Με αυτό το δεδομένο, και επιπρόσθετα με δεδομένο ότι θα μείνει έξω από αυτό το εγχείρημα και η εθνική κυβέρνηση της Μελόνι, η πρωτοβουλία θα πρέπει να προέλθει από τις  δυτικές χώρες του πυρήνα της Ένωσης· και σήμερα, κατά πρώτο λόγο από την Γερμανία, άν λάβουμε υπόψη την τωρινή αδυναμία της Γαλλίας. Για τον σκοπό αυτό, την ώθηση μπορεί να δώσει η επιχειρούμενη οικοδόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.
Tο Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο έχει πλέον εγκρίνει τα κεφάλαια για μια σημαντική επέκταση και αναδιοργάνωση του Ομοσπονδιακού Στρατού, αν και δεν θα ασχοληθώ εδώ με την δικαιολόγηση, η οποία βασίζεται στην υπόθεση της απειλής από μια επικείμενη επίθεση της Ρωσίας κατά του ΝΑΤΟ, πράγμα που εγείρει ερωτήματα. Όμως η τωρινή γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει την οικοδόμηση του «ισχυρότερου στρατού στην Ευρώπη» υπό τους όρους των υφιστάμενων Συνθηκών της ΕΕ, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση εντός του πλαισίου των εξουσιών του εθνικού κράτους. Με αυτόν τον τρόπο, η τωρινή γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει την υποκριτική ευρωπαϊκή πολιτική την οποία ασκούσε η καγκελάριος Μέρκελ: Ενώ η ρητορική της ήταν πάντα φιλοευρωπαϊκή, τις τελευταίες δεκαετίες απέρριπτε διάφορες γαλλικές πρωτοβουλίες για στενότερη οικονομική ολοκλήρωση, με πιο πρόσφατη την πιεστική πρωτοβουλία του Εμμανουέλ Μακρόν αμέσως μετά την εκλογή του στην γαλλική Προεδρία.
Όμως και τα ευρωομόλογα είναι προϊόντα του διαβόλου για τον Καγκελάριο Μερτς, ο οποίος στο θέμα αυτό είναι φτυστός ο Σόιμπλε, λες και είναι γιός του. Δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη ότι η γερμανική κυβέρνηση λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα για να οδηγηούμε σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση ικανή να δρα στην παγκόσμια σκηνή.
Ασφαλώς, με δεδομένη την διαρκή ενδυνάμωση του δεξιού λαϊκισμού σε όλες τις χώρες μας, ένα τέτοιο, για πολύ καιρό παραμελημένο, βήμα προς την περαιτέρω ολοκλήρωση της ΕΕ, και επομένως προς την ικανότητά της να δρα σε παγκόσμιο επίπεδο, θα έβρισκε ακόμη λιγότερη αυθόρμητη υποστήριξη από όση έβρισκε πριν. Οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες τάσσονται υπέρ της αποκέντρωσης ή της αποδόμησης της ΕΕ, ή τουλάχιστον υπέρ του περιορισμού των εξουσιών των Βρυξελλών, είναι ισχυρότερες από κάθε άλλη φορά, ακόμη και στα πιο πολλά δυτικά κράτη-μέλη της ΕΕ. Γι αυτόν τον λόγο, θεωρώ πιθανό ότι η Ευρώπη θα είναι λιγότερο ικανή από κάθε άλλη φορά να αποσυνδεθεί από την μέχρι τώρα ηγέτιδα δύναμη, τις ΗΠΑ. Όμως, το άν υπ’ αυτές τις συνθήκες θα καταφέρει να διατηρήσει τα κανονιστικά πρότυπα της και την, μέχρι στιγμής, δημοκρατική και φιλελεύθερη ταυτότητα της, θα είναι τότε η μεγαλύτερη πρόκληση για την ίδια.
Στο τέλος μιας ζωής μάλλον ευνοημένης από πολιτική άποψη, δεν μου είναι εύκολο να αποδεχτώ το καταληκτικό συμπέρασμα, το οποίο, παρ΄ όλα αυτά, εύχομαι να μην επαληθευτεί: Η περαιτέρω πολιτική ολοκλήρωση, τουλάχιστον του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή μας όσο είναι σήμερα. Και ποτέ δεν φάνηκε τόσο απίθανο να πραγματοποιηθεί, όσο φαίνεται τώρα.
 
Αυτό το κείμενο είναι το χειρόγραφο της διάλεξης που έδωσε ο Γιούργκεν Χάμπερμας στις 19 Νοεμβρίου σε ένα συμπόσιο για την κρίση των δυτικών δημοκρατιών στο Ίδρυμα Siemens στο Μόναχο, ελαφρώς αναθεωρημένο για την εφημερίδα Süddeutsche Zeitung.
Από το επίμετρο του Kurt Kister στο ίδιο τεύχος της εφημερίδας Süddeutsche Zeitung,
 Κουρτ Κίστερ: Χάμπερμας και Ευρώπη - Ένα κείμενο για το μέλλον

Kurt Kister: Habermas und Europa - Ein Text für die Zukunft, Süddeutsche Zeitung, 20.11.2025
 
Οι πολιτικές παρεμβάσεις είναι χαρακτηριστικές του μακρού επιδραστικού έργου του φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας. Τούτη η νέα παρέμβαση του για την Ευρώπη, όπως πάντα, έχει ύφος νηφάλιο. Όμως το περιεχόμενο του καλεί σε συναγερμό.
 
[...] Το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ, μολονότι δεν είναι ο ένας και οριστικός, είναι πάντως ένας απολογισμός του πώς είδε ο Χάμπερμας τούτο το τέταρτο του 21ου Αιώνα, κατά το οποίο η Ευρώπη αποδυναμώθηκε· και αυτό συνέβη όχι μόνον επειδή η «Δύση» έχει χάσει το νόημα της, όπως ο Χάμπερμας ήδη ανέλυσε στην συλλογή δοκιμίων του 2004 Der gespaltene Westen (Η Διχασμένη Δύση) [...]
[...] Περιγράφει με νηφαλιότητα πώς οι ΗΠΑ, υπό τον Τραμπ, αποσύρονται από την Δυτική κοινότητα αξιών. Η «Δύση», την οποία, με κάμποση γενναιοδωρία, θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε ως ένα μετα-εθνικό εγχείρημα, υπάρχει τώρα, με εξαίρεση τον Καναδά, μόνον στην Ευρώπη.
Είναι πιθανό, επισημαίνει επίσης ο Χάμπερμας, ότι ο «παθολογικά ναρκισσιστής» τωρινός ένοικος του Χρυσού Οίκου δίπλα στον ποταμό Ποτόμακ, θα είναι απλά και μόνον ο πρώτος μιας σειράς διαδόχων με ακόμη πιο κλειστή κοσμοαντίληψη. Ακόμη κι αν ο Χάμπερμας δεν το γράφει έτσι, υπάρχουν πολλά που συνηγορούν ότι κάποιος σαν τον 41χρονο Τζ. Ντ. Βανς είναι πιο επικίνδυνος για το μέλλον της δημοκρατίας στις ΗΠΑ από τον σύντομα 80χρονο Ντόναλντ Τραμπ [...]
[...] Τον Απρίλιο του 2022 και τον Φεβρουάριο του 2023, ο Χάμπερμας πήρε θέση στην τότε έντονη συζήτηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, με δύο δοκίμια στην Süddeutsche Zeitung, τα οποία προκάλεσαν πολύ έντονες συζητήσεις. Μεταξύ άλλων, χαιρέτισε τη «σύνεση» και επιφυλακτική στάση του Καγκελάριου Σολτς για τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία, αλλά κατά βάση, δεν εξέφρασε αντίθεση στήν παροχή όπλων. Θεώρησε επίσης σημαντική μια άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων, εκτός των άλλων και επειδή η τότε κυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ είχε τοποθετηθεί σαφώς υπέρ της Ουκρανίας [άρα η στιγμή ήταν τότε ευνοική - και ποιός ξέρει τι θα γίνει αύριο στις ΗΠΑ...]. Αυτή η επιμονή για διαπραγματεύσεις ήταν το βασικό θέμα που δίχασε τις απόψεις στη συζήτηση γύρω από τις δηλώσεις του Χάμπερμας. Ενώ ορισμένοι κατηγορούσαν την Δύση, το ΝΑΤΟ ή και την Αμερική για έλλειψη προθυμίας για διαπραγματεύσεις, άλλοι επεσήμαναν ότι ο Πούτιν δεν ήθελε να διαπραγματευτεί, αλλά να συνεχίσει έτσι, χωρίς διαπραγμάτευση μέχρι να κερδίσει τον πόλεμο. Αυτό, εκτός των άλλων, έφερε πάλι στο προσκήνιο και την παλιά γερμανική συζήτηση μεταξύ της ηθικής της πεποίθησης και της ηθικής της ευθύνης [Max Weber] [...]
[...] Το πόσο έχει αλλάξει η κατάσταση μετά τον Μπάιντεν, είναι εμφανές από το γεγονός ότι οι άνθρωποι του Τραμπ κρατούν ίσες αποστάσεις μεταξύ Κιέβου και Μόσχας, για να μη πούμε κάτι χειρότερο. Αυτή η ίση απόσταση μετατρέπεται διαρκώς σε υποστήριξη [της Ουάσιγκτων] προς την Μόσχα, όπως αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από το γεγονός ότι η τελευταία «πρόταση ειρήνης», την οποία υποτίθεται ότι διαπραγματεύτηκαν η Μόσχα και η Ουάσινγκτον, προβλέπει σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις και περιορισμό της κυριαρχίας της Ουκρανίας  [...]
[...] Δυστυχώς, η Ευρώπη δεν βρίσκεται σε κατάσταση η οποία να παρέχει στήριγμα για πολλές ελπίδες. Ο Χάμπερμας επισημαίνει ότι και η Μέρκελ και τώρα ο Μερτς ακολούθησαν και ακολουθούν «υποκριτικές ευρωπαϊκές πολιτικές», πρώτα και κύρια απέναντι στη Γαλλία. Την απροθυμία να δοθεί προτεραιότητα στα ευρωπαϊκά συμφέροντα έναντι της «εθνικής κυριαρχίας» την βλέπουμε και στο γεγονός ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων δεν εξυπηρετεί την οικοδόμηση ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού. Συνολικά, βλέπουμε μια τάση προς «αποκέντρωση ή και αποδόμηση της ΕΕ». Αυτό αποδυναμώνει την Ευρώπη και εμποδίζει την αναγκαία αποσύνδεση από την άλλοτε κορυφαία δύναμη της Δύσης, τις ΗΠΑ.
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας είναι 96 ετών. Σε αυτή την ηλικία, όλοι κοιτάζουμε
πιο συχνά προς τα πίσω, παρά μπροστά, στο μέλλον· άν μη τι άλλο επειδή η ζωή πίσω μας διήρκεσε πολύ περισσότερο χρόνο από τον λοιπό χρόνο που μας απομένει να ζήσουμε. Αποκαλεί τον δικό του βιωμένο χρόνο «ζωή μάλλον ευνοημένη από πολιτική άποψη». Όμως φοβάται ότι οι επίγονοι του, στην Γερμανία, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ θα ζήσουν ζωή λιγότερο ευνοημένη.
Πρέπει να ειπωθεί και κάτι που υπερυψώνει αυτό το κείμενο πολύ πάνω ​​από την τωρινή
καθημερινότητα της Ευρώπης: Μόνον μία πλευρά αυτού του μελαγχολικού, αλλά πολύ ακριβούς και ευθύβολου στοχασμού, είναι είναι το αναδρομικό βλέμμα προς τα πίσω ενός ηλικιωμένου. Στην πραγματικότητα, στοχεύει πολύ βαθιά στο μέλλον. 
 
Ο Kurt Kister
είναι αρχισυντακτης της Süddeutsche Zeitung. Σπούδασε ιστορία, πολιτική επιστήμη και επικοινωνιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian του Μονάχου καθώς και στη Γερμανική Σχολή Δημοσιογραφίας. Διπλωματική εργασία με θέμα «η πολιτική για την ασφάλεια και η δημοσιογραφία». Ως σπουδαστής, ο Kister εργάστηκε ήδη στο τοπικό γραφείο της Süddeutsche Zeitung του Νταχάου, σε πρακτορεία ειδήσεων και στο κανάλι Tagesschau.
Από το 1983 εργάστηκε ως δημοσιογράφος για το τμήμα εσωτερικής πολιτικής της Süddeutsche Zeitung (θέματα ασφάλειας και άμυνας).. Από το  1991 έως το 1996, ο Κίστερ έκανε ρεπορτάζ από την Ουάσιγκτον ως ανταποκριτής της Süddeutsche Zeitung στις ΗΠΑ. Το 1996  επέστρεψε στο Μόναχο και έγινε επικεφαλής του τμήματος εξωτερικής πολιτικής. Το 1998 επέστρεψε στην εσωτερική πολιτική ως προιστάμενος του γραφείου της τότε πρωτεύουσας στη Βόννη. Από τον Αύγουστο του 1999 έως τον Δεκέμβριο του 2004 στο Βερολίνο. Το 2005, ο Κίστερ έγινε αναπληρωτής αρχισυντάκτης της Süddeutsche Zeitung και το 2011 διαδέχθηκε τον Χανς Βέρνερ Κιλτς ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το τέλος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς

Η Διακυβέρνηση στην ΕΕ - Στον καιρό του Ουκρανικού πολέμου και της κλιματικής κρίσης

Axel Springer SE, Politico, ρωσικό πετρέλαιο, ορυκτά καύσιμα

Axel Springer SE, Politico, ρωσικό πετρέλαιο, ορυκτά καύσιμα
«Στόλοι φαντάσματα» και η ελληνική «βαριά βιομηχανία»

Μαλθακότητα και δικαιωματισμός; Παρακμή της Δύσης; Ή κοινωνία των πολιτών χωρίς πολίτες;

Φιλελευθερισμός από φόβο για εποχές φόβου - Η περίπτωση της Τζούντιθ Σκλαρ

Φιλελευθερισμός από φόβο για εποχές φόβου - Η περίπτωση της Τζούντιθ Σκλαρ
Οι ουτοπικές φιλελεύθερες ιδεολογίες και η ταύτιση του πολιτικού ανταγωνισμού με τη «σχέση εχθρού και φίλου» (Καρλ Σμιτ) συνδημιούργησαν δυστοπία, «επικίνδυνο» κόσμο.

Το παλιό έχει πεθάνει, το καινούργιο μάς έχει γίνει πρόβλημα

Ο εγκλωβισμός στα όρια της οικονομίας: Φαντασιοπληξίες αριστερών ιδεολόγων

Ο ατυχής όρος «ακραίο Κέντρο». Στη Βρετανία και αλλού, κυρίως στην Ελλάδα

Υπάρχει ακόμη «άνθρωπος» και ανθρωπισμός; Φουκώ και Χάιντεγκερ ή Τσόμσκυ και Μαρκούζε;

Κρυμμένα μυστικά & αυταπάτες στη «ριζοσπαστική Αρiστερά» & στους επίδοξους Έλληνες Σοσιαλδημοκράτες

«Οι πολλοί», οι ελίτ και ο Λένιν. Υπενθύμιση του αυτονόητου

«Οι πολλοί», οι ελίτ και ο Λένιν. Υπενθύμιση του αυτονόητου
Πάντα οι μειοψηφίες - ξυπόλητες ή κομψά ντυμένες - «σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια απόλυτα»

Τα απομεινάρια μιας ημέρας του Ιουλίου 2015

Τα απομεινάρια μιας ημέρας του Ιουλίου 2015
   Ο βαρώνος Μινχάουζεν,
τo δημοψήφισμα, η υπνοβα-
 σία και το πολιτικό λάθος

Φράνσις Φουκουγιάμα: «Ζούμε σε εποχή πολιτικής αποσύνθεσης. Ωστόσο, πιστεύω ακόμη στην πρόοδο»

Πολιτική Δύση, πολιτισμική Δύση - Παλινόρθωση του Παλαιού Καθεστώτος στην εποχή των διακινδυνεύσεων;

Πολιτική Δύση, πολιτισμική Δύση - Παλινόρθωση του Παλαιού Καθεστώτος στην εποχή των διακινδυνεύσεων;
Προς εθνικούς «ιδιαίτερους δρόμους»; Ή θα ολοκληρωθεί πλανητικά το ημιτελές (και πολύ πρόφατο) επίτευγμα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία με συνταγματικά εγγυημένες ελευθερίες και δικαιώματα;

Ελλάδα 2009-2023, χρόνια πολιτικής δυσαρέσκειας (21.8.2023)

The 2024 state of the climate report: Perilous times on planet Earth

The 2024 state of the climate report: Perilous times on planet Earth
BioScience - American Institute of Biological Sciences/ University of Oxford

Our World in Data - CO₂ emissions

Kate Bush: Little Shrew - Η μικρή μυγαλή (ή «Η Χιονονιφάδα»)

Kate Bush: Little Shrew - Η μικρή μυγαλή (ή «Η Χιονονιφάδα»)
Ένα αντιπολεμικό animation

Mariana Mazzucato: A progressive green-growth narrative (Project Syndicate, Social Europe)

Χρίστος Αλεξόπουλος - Υπό κοινωνιολογικό πρίσμα (Μεταρρύθμιση)

Πώς στήνεται μια «πιο σοβαρή» Χρυσή Αυγή - Η προϊστορία του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία»

Πώς στήνεται μια «πιο σοβαρή» Χρυσή Αυγή - Η προϊστορία του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία»
Από τους σκληρούς νεοφιλελεύθερους ευρωσκεπτικιστές οικονομολόγους και επιχειρηματίες στον αντισυστημικό λαïκο-ναζισμό

Green European Journal

             

CO₂ and Greenhouse Gas Emissions

CO₂ and Greenhouse Gas Emissions
Our World in Data

2013: Η ελληνική κρίση μέσα στην ευρωπαϊκή. Είμαστε ακόμα ζωντανοί; (4.2.2013)

Verlyn Klinkenborg: Τι συμβαίνει στις μέλισσες και στις πεταλούδες (και σε άλλα όντα);

Verlyn Klinkenborg: Τι συμβαίνει στις μέλισσες και στις πεταλούδες (και σε άλλα όντα);
Γιατί οι άνθρωποι δεν το συνειδητοποιούν;

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου