Η εισήγηση αυτή παρουσιάστηκε τον Απρίλιο του 2018 στο Institute for Human Sciences της Βιέννης. Βασίζεται σε υλικό από τα άρθρα του συγγραφέως “Lessons from the Populist Revolt” (Project Syndicate) και “Populism, Liberalism, and Democracy” (Philosophy and Social Criticism). Δημοσίευση υπό μορφή άρθρου: © Populism, Trump, and the future of democracy (9.5.2018), από όπου μεταφράστηκε στα ελληνικά.
Ο Michael Sandel, σήμερα ο πιό εκτιμώμενος από το κριτικό κοινό καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και πιθανότατα όλων των αμερικανικών πανεπιστημίων, υποστηρίζει το εξής: Η φιλελεύθερη άποψη περί δημοκρατίας «δεν διαθέτει τα κατάλληλα [...] εργαλεία και [...] αποθέματα συναισθηματικής νοημοσύνης», και γι' αυτό αδυνατεί να κατανοήσει βαθειά κίνητρα που πυροδοτούν την «εξέγερση των λαϊκιστών», όπως είναι «η πολιτισμική αποξένωση ή και ταπείνωση που αισθάνονται πολλοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης και της μεσαίας τάξης». Επίσης, «αρνείται να κατανοήσει τι σημαίνει η ύβρις της αξιοκρατίας/προσοντοκρατίας των ελίτ». Συνακόλουθα, οι φιλελεύθεροι πολιτικοί αδυνατούν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στους λαϊκιστές και εθνικιστές πολιτικούς και να αντιμετωπίσουν «μια πολιτική αποτυχία ιστορικών διαστάσεων».
Ποιές οι βαθύτερες αιτίες της πολιτικής ανεπάρκειάς τους; Οι φιλελεύθεροι αποφεύγουν «να εμπλέκουν στην πολιτική επιχειρήματα που αφορούν ηθικά περιεχόμενα». Αποφεύγουν να αξιολογούν διαφορετικές απόψεις περί το εύ ζήν και αυτή η ουδετερότητα «ισοπεδώνει τα ζητήματα της σημασίας, της ταυτότητας και του σκοπού». Έτσι δημιουργούν «κενό ή φτωχό δημόσιο λόγο και κενό δημόσιου νοήματος». Και ο Σαντέλ καταλήγει ως εξής:
Ο Michael Sandel, σήμερα ο πιό εκτιμώμενος από το κριτικό κοινό καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και πιθανότατα όλων των αμερικανικών πανεπιστημίων, υποστηρίζει το εξής: Η φιλελεύθερη άποψη περί δημοκρατίας «δεν διαθέτει τα κατάλληλα [...] εργαλεία και [...] αποθέματα συναισθηματικής νοημοσύνης», και γι' αυτό αδυνατεί να κατανοήσει βαθειά κίνητρα που πυροδοτούν την «εξέγερση των λαϊκιστών», όπως είναι «η πολιτισμική αποξένωση ή και ταπείνωση που αισθάνονται πολλοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης και της μεσαίας τάξης». Επίσης, «αρνείται να κατανοήσει τι σημαίνει η ύβρις της αξιοκρατίας/προσοντοκρατίας των ελίτ». Συνακόλουθα, οι φιλελεύθεροι πολιτικοί αδυνατούν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στους λαϊκιστές και εθνικιστές πολιτικούς και να αντιμετωπίσουν «μια πολιτική αποτυχία ιστορικών διαστάσεων».
Ποιές οι βαθύτερες αιτίες της πολιτικής ανεπάρκειάς τους; Οι φιλελεύθεροι αποφεύγουν «να εμπλέκουν στην πολιτική επιχειρήματα που αφορούν ηθικά περιεχόμενα». Αποφεύγουν να αξιολογούν διαφορετικές απόψεις περί το εύ ζήν και αυτή η ουδετερότητα «ισοπεδώνει τα ζητήματα της σημασίας, της ταυτότητας και του σκοπού». Έτσι δημιουργούν «κενό ή φτωχό δημόσιο λόγο και κενό δημόσιου νοήματος». Και ο Σαντέλ καταλήγει ως εξής:
«Τρεις δεκαετίες παγκοσμιοποίησης με οδηγό την αγορά και με κυριαρχία του τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού, έχουν καταστήσει κενό περιεχομένου τον δημοκρατικό δημόσιο λόγο· έχουν αποδυναμώσει τους απλούς πολίτες και τους έχουν αποστερήσει από μέσα ελέγχου και επιρροής. Πυροδοτούν τώρα μια λαϊκιστική αντίδραση που επιχειρεί να καλύψει την γυμνή και άδεια “πλατεία” του δημόσιου λόγου με έναν αυταρχικό, εκδικητικό εθνικισμό.Ο αναγνώστης μπορεί επίσης να δεί τη νέα σειρά βίντεο What Money Can't Buy του Institute for New Economic Thinking, με την οποία προωθείται η δημόσια συζήτηση για τα ηθικά και πολιτικά όρια της λογικής της αγοράς.
Για να αναζωογονήσουμε τη δημοκρατική πολιτική, πρέπει να βρούμε τρόπους για να ενδυναμώσουμε τον δημόσιο λόγο, να τον κάνουμε πιο ρωμαλέο από ηθική άποψη, τέτοιον που να τιμά και σέβεται τον πλουραλισμό με το να εμπλέκει στη συζήτηση τις διαφωνίες ηθικής φύσης, αντί να υπεκφεύγει».
Γ. Ρ.
Fritz Lang: Metropolis (1927) |
Οι ρίζες αυτής της δυσάρεστης κατάστασης ξεκινούν από τη δεκαετία του 1980. Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ ισχυρίστηκαν ότι το κράτος ήταν το πρόβλημα και οι αγορές ήταν η λύση. Όταν αυτοί έφυγαν από την πολιτική σκηνή, οι πολιτικοί της κεντρο-αριστεράς που τους διαδέχτηκαν - ο Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ, ο Τόνι Μπλερ στη Βρετανία, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία - μετρίασαν αυτή την πίστη στην αγορά, αλλά και την σταθεροποίησαν. Λείαναν τις αιχμηρές ακμές των αχαλίνωτων αγορών, αλλά δεν αμφισβήτησαν τη βασική παραδοχή της εποχής Ρέιγκαν/Θάτσερ: Ότι οι μηχανισμοί της αγοράς αποτελούν τα κύρια μέσα για την επίτευξη του κοινού καλού. Ευθυγραμμιζόμενοι με αυτή την πίστη, υποστήριξαν μια εκδοχή της παγκοσμιοποίησης που έχει ως κινητήρα και οδηγό την αγορά και ευλόγησαν την όλο και πιο έντονη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην οικονομία.
Στη
δεκαετία του 1990, η κυβέρνηση Κλίντον, ενεργώντας από κοινού με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, προώθησε τις παγκόσμιες εμπορικές συμφωνίες και την απορύθμιση του
χρηματοπιστωτικού κλάδου. Τα
οφέλη από αυτές τις πολιτικές τα καρπώθηκαν κυρίως όσοι βρίσκονται
στην κορυφή της κοινωνίας, αλλά οι Δημοκρατικοί δεν έκαναν τίποτε για να
αντιμετωπίσουν την όλο και βαθύτερη ανισότητα και την αυξανόμενη δύναμη
του χρήματος στην πολιτική. Έχοντας
απομακρυνθεί από την παραδοσιακή αποστολή του, να εξημερώνει τον
καπιταλισμό και να υποτάσσει την οικονομική ισχύ υπό τον έλεγχο της δημοκρατίας, ο [αμερικανικής εκδοχής] φιλελευθερισμός έχασε την ικανότητά του να εμπνέει.
Όταν εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή ο Μπαράκ Ομπάμα, όλα αυτά φάνηκαν να αλλάζουν. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2008, προσέφερε ένα άλλο μείγμα ως εναλλακτική λύση απέναντι στην διευθυντικού πνεύματος τεχνοκρατική γλώσσα, που είχε καταλήξει να είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του φιλελεύθερου δημόσιου λόγου. Ο Ομπάμα έδειξε ότι η προοδευτική πολιτική μπορούσε να μιλά μια άλλη γλώσσα, με ηθικές και πνευματικές στοχεύσεις.
Όμως η ηθική ενέργεια και ο ιδεαλισμός των αρετών του πολίτη που ενέπνευσε ο Ομπάμα ως υποψήφιος Πρόεδρος, δεν συνεχίστηκε στην προεδρία του. Αναλαμβάνοντας το αξίωμα του Προέδρου εν μέσω της οικονομικής κρίσης, διόρισε ως οικονομικούς συμβούλους τους ίδιους ανθρώπους που είχαν προωθήσει την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα χρόνια της προεδρίας Κλίντον. Με τη δική τους συμβουλή και ενθάρρυνση, διέσωσε τις [χρεωκοπημένες] τράπεζες και μάλιστα με τέτοιους όρους, ώστε αυτές οι τράπεζες δεν κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για τις συμπεριφορές που οδήγησαν στην κρίση, ούτε προσέφεραν λίγη βοήθεια στους απλούς πολίτες που είχαν χάσει τα σπίτια τους.
Η ηθική του φωνή έσβησε και ο Ομπάμα φάνηκε μάλλον να ασκεί πολιτική κατευνασμού της αναβράζουσας δημόσιας οργής εναντίον της Wall Street, και όχι να την εκφράζει. Η οργή για την πολιτική διασώσεων των τραπεζών δεν έσβησε με το πέρασμα του χρόνου και έρριξε τη σκιά της πάνω στην Προεδρία Ομπάμα· τελικά, έμελλε να τροφοδοτήσει ένα κλίμα λαϊκιστικής διαμαρτυρίας που εξαπλώθηκε σε όλο το πολιτικό φάσμα: Στα αριστερά με το κίνημα Occupy Wall Street και την υποψηφιότητα του Bernie Sanders στο Δημοκρατικό Κόμμα, στα δεξιά με το κίνημα Tea Party και την εκλογή του Trump.
Η λαϊκιστική εξέγερση στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και στην Ευρώπη είναι μια κίνηση ενάντια στις πολιτικές ελίτ των καθιερωμένων κομμάτων. Ωστόσο, τα πιο πασιφανή θύματα της ήταν τα φιλελεύθερα και τα κεντρο-αριστερά πολιτικά κόμματα: Το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στη Γερμανία (το οποίο κατέγραψε ιστορικά χαμηλό ποσοστό στις τελευταίες Ομοσπονδιακές εκλογές), το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, του οποίου το ποσοστό ψήφων έπεσε κάτω από το 20 %, και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας, ο προεδρικός υποψήφιος του οποίου έλαβε μόνον το 6 % των ψήφων στον πρώτο γύρο των εκλογών του περασμένου έτους.
Όταν εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή ο Μπαράκ Ομπάμα, όλα αυτά φάνηκαν να αλλάζουν. Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2008, προσέφερε ένα άλλο μείγμα ως εναλλακτική λύση απέναντι στην διευθυντικού πνεύματος τεχνοκρατική γλώσσα, που είχε καταλήξει να είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του φιλελεύθερου δημόσιου λόγου. Ο Ομπάμα έδειξε ότι η προοδευτική πολιτική μπορούσε να μιλά μια άλλη γλώσσα, με ηθικές και πνευματικές στοχεύσεις.
Όμως η ηθική ενέργεια και ο ιδεαλισμός των αρετών του πολίτη που ενέπνευσε ο Ομπάμα ως υποψήφιος Πρόεδρος, δεν συνεχίστηκε στην προεδρία του. Αναλαμβάνοντας το αξίωμα του Προέδρου εν μέσω της οικονομικής κρίσης, διόρισε ως οικονομικούς συμβούλους τους ίδιους ανθρώπους που είχαν προωθήσει την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα χρόνια της προεδρίας Κλίντον. Με τη δική τους συμβουλή και ενθάρρυνση, διέσωσε τις [χρεωκοπημένες] τράπεζες και μάλιστα με τέτοιους όρους, ώστε αυτές οι τράπεζες δεν κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για τις συμπεριφορές που οδήγησαν στην κρίση, ούτε προσέφεραν λίγη βοήθεια στους απλούς πολίτες που είχαν χάσει τα σπίτια τους.
Η ηθική του φωνή έσβησε και ο Ομπάμα φάνηκε μάλλον να ασκεί πολιτική κατευνασμού της αναβράζουσας δημόσιας οργής εναντίον της Wall Street, και όχι να την εκφράζει. Η οργή για την πολιτική διασώσεων των τραπεζών δεν έσβησε με το πέρασμα του χρόνου και έρριξε τη σκιά της πάνω στην Προεδρία Ομπάμα· τελικά, έμελλε να τροφοδοτήσει ένα κλίμα λαϊκιστικής διαμαρτυρίας που εξαπλώθηκε σε όλο το πολιτικό φάσμα: Στα αριστερά με το κίνημα Occupy Wall Street και την υποψηφιότητα του Bernie Sanders στο Δημοκρατικό Κόμμα, στα δεξιά με το κίνημα Tea Party και την εκλογή του Trump.
Η λαϊκιστική εξέγερση στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και στην Ευρώπη είναι μια κίνηση ενάντια στις πολιτικές ελίτ των καθιερωμένων κομμάτων. Ωστόσο, τα πιο πασιφανή θύματα της ήταν τα φιλελεύθερα και τα κεντρο-αριστερά πολιτικά κόμματα: Το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στη Γερμανία (το οποίο κατέγραψε ιστορικά χαμηλό ποσοστό στις τελευταίες Ομοσπονδιακές εκλογές), το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας, του οποίου το ποσοστό ψήφων έπεσε κάτω από το 20 %, και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας, ο προεδρικός υποψήφιος του οποίου έλαβε μόνον το 6 % των ψήφων στον πρώτο γύρο των εκλογών του περασμένου έτους.
Τα προοδευτικά κόμματα άς μην ελπίζουν πως θα ανακτήσουν την υποστήριξη των πολιτών στο μέλλον, παρεκτός και άν προηγουμένως ξανασκεφτούν την αποστολή τους και τον σκοπό της ύπαρξής
τους. Για να γίνει αυτό, πρέπει να διδαχτούν από την λαϊκιστική
διαμαρτυρία που τους εκτόπισε και πήρε τη θέση τους στην πολιτική αρένα·
όχι βέβαια με το να αντιγράψουν την ξενοφοβία και τον ξέχειλο εθνικισμό των λαϊκιστών, αλλά με το να πάρουν σοβαρά υπόψη τα δίκαια παράπονα με τα οποία συμπλέκονται αυτά τα άσχημα αισθήματα. Μια τέτοια επανεξέταση πρέπει να ξεκινήσει με την αναγνώριση ότι αυτά τα παράπονα δεν είναι μόνον οικονομικά, αλλά επίσης είναι ηθικής και πολιτισμικής φύσης· δεν αφορούν μόνον μισθούς και θέσεις εργασίας, αλλά επίσης κοινωνική εκτίμηση και σεβασμό.
Ιδού τέσσερα θέματα που πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά τα προοδευτικά κόμματα, άν θέλουν να ελπίσουν πάλι ότι θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον θυμό και τα πικρά παράπονα που θολώνουν σήμερα την πολιτική ατμόσφαιρα: Είναι η εισοδηματική ανισότητα, η ύβρις της «αξιοκρατίας»/προσοντοκρατίας [στο αγγλικό κείμενο: meritocratic hybris], η αξιοπρέπεια της εργασίας, ο πατριωτισμός και η κοινότητα του εθνικού κράτους [national community].
Ιδού τέσσερα θέματα που πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά τα προοδευτικά κόμματα, άν θέλουν να ελπίσουν πάλι ότι θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον θυμό και τα πικρά παράπονα που θολώνουν σήμερα την πολιτική ατμόσφαιρα: Είναι η εισοδηματική ανισότητα, η ύβρις της «αξιοκρατίας»/προσοντοκρατίας [στο αγγλικό κείμενο: meritocratic hybris], η αξιοπρέπεια της εργασίας, ο πατριωτισμός και η κοινότητα του εθνικού κράτους [national community].
Fritz Lang: Metropolis (1927) |
Όμως τώρα, αυτό το σύνθημα ηχεί ως υπόσχεση κενή περιεχομένου. Στη σημερινή οικονομία, δεν είναι εύκολο να ανέλθεις εισοδηματικά. Για τις ΗΠΑ, οι οποίες αρέσκονταν και αρέσκονται να υπερηφανεύονται για την ανοδική κοινωνική κινητικότητα, αυτό αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα. Παραδοσιακά, οι
Αμερικανοί ανησυχούσαν λιγότερο από τους Ευρωπαίους για την ανισότητα,
επειδή πίστευαν το εξής: Όποιο και να είναι το σημείο εκκίνησης του
καθενός στη ζωή, είναι δυνατόν, με σκληρή δουλειά, ο καθένας να ανέλθει
από τη σκληρή φτώχεια στα μεγάλα πλούτη. Όμως σήμερα, αυτή η πεποίθηση
έχει τεθεί εν αμφιβόλω. Οι Αμερικανοί που έχουν φτωχούς γονείς, τείνουν
να παραμένουν φτωχοί στον ενήλικο βίο τους. Από εκείνους που γεννιούνται σε οικογένειες που κατατάσσονται στο χαμηλότερο 20 % της εισοδηματικής κλίμακας,
το 43 % θα παραμείνει εκεί, στο ίδιο εισοδηματικό επίπεδο, και μόνον το
4 % θα καταλήξει στο εισοδηματικά κορυφαίο 20 %. Συγκριτικά με τις ΗΠΑ, είναι ευκολότερο να ξεφύγεις από τη φτώχεια άν ζεις στον Καναδά, στη Γερμανία, στη Σουηδία και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η ρητορική των ίσων ευκαιριών δεν εμπνέει όπως ενέπνεε κάποτε. Οι προοδευτικοί πρέπει να επανεξετάσουν την υπόθεση ότι η εισοδηματική κινητικότητα μπορεί να αντισταθμίσει τις ανισότητες. Πρέπει να επανεκτιμήσουν με άμεσο τρόπο και να αποκτήσουν επακριβή εποπτεία για τις ανισότητες δύναμης και πλούτου, αντί να επαναπαύονται και να καθησυχάζουν τη συνείδησή τους με σχέδια που υποτίθεται ότι βοηθούν τους ανθρώπους να σκαρφαλώσουν πιο ψηλά στη σκάλα, τη στιγμή που τα σκαλοπάτια της απομακρύνονται όλο και περισσότερο το ένα από το άλλο.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η ρητορική των ίσων ευκαιριών δεν εμπνέει όπως ενέπνεε κάποτε. Οι προοδευτικοί πρέπει να επανεξετάσουν την υπόθεση ότι η εισοδηματική κινητικότητα μπορεί να αντισταθμίσει τις ανισότητες. Πρέπει να επανεκτιμήσουν με άμεσο τρόπο και να αποκτήσουν επακριβή εποπτεία για τις ανισότητες δύναμης και πλούτου, αντί να επαναπαύονται και να καθησυχάζουν τη συνείδησή τους με σχέδια που υποτίθεται ότι βοηθούν τους ανθρώπους να σκαρφαλώσουν πιο ψηλά στη σκάλα, τη στιγμή που τα σκαλοπάτια της απομακρύνονται όλο και περισσότερο το ένα από το άλλο.
Fritz Lang: Metropolis (1927) |
Εκείνοι που βγαίνουν χαμένοι, είτε παραπονούνται ότι το σύστημα είναι χειραγωγημένο και «στημένο», ότι οι κερδισμένοι «κλέβουν στο παιχνίδι»
και ανεβαίνουν στην κορυφή με απάτη· είτε καταφεύγουν σε σκέψεις που
καταστρέφουν το ηθικό τους και την αυτοεκτίμήση τους, θεωρώντας ότι για
την αποτυχία φταίνε αυτοί οι ίδιοι, ότι απλώς δεν έχουν τις ικανότητες και την ορμή προς την επιτυχία.
Όταν αυτά τα αισθήματα συνυπάρχουν, πράγμα που συμβαίνει πάντα, δημιουργούν ένα καζάνι που βράζει, γεμάτο θυμό και πικρία εναντίον των ελίτ· αυτό το εκρηκτικό μίγμα είναι το καύσιμο που κινεί την λαϊκιστική διαμαρτυρία. Αν και ο ίδιος είναι δισεκατομμυριούχος, ο Ντόναλντ Τραμπ κατανοεί αυτή τη δυσαρέσκεια και την εκμεταλλεύεται. Σε αντίθεση με τον Μπαράκ Ομπάμα και την Χίλαρι Κλίντον, που μιλούσαν διαρκώς για «ευκαιρίες», ο Τραμπ ελάχιστες φορές αναφέρει αυτή τη λέξη. Αντ' αυτού, οξύνει τα πνεύματα μιλώντας διαρκώς για κερδισμένους και χαμένους.
Όταν αυτά τα αισθήματα συνυπάρχουν, πράγμα που συμβαίνει πάντα, δημιουργούν ένα καζάνι που βράζει, γεμάτο θυμό και πικρία εναντίον των ελίτ· αυτό το εκρηκτικό μίγμα είναι το καύσιμο που κινεί την λαϊκιστική διαμαρτυρία. Αν και ο ίδιος είναι δισεκατομμυριούχος, ο Ντόναλντ Τραμπ κατανοεί αυτή τη δυσαρέσκεια και την εκμεταλλεύεται. Σε αντίθεση με τον Μπαράκ Ομπάμα και την Χίλαρι Κλίντον, που μιλούσαν διαρκώς για «ευκαιρίες», ο Τραμπ ελάχιστες φορές αναφέρει αυτή τη λέξη. Αντ' αυτού, οξύνει τα πνεύματα μιλώντας διαρκώς για κερδισμένους και χαμένους.
Οι
φιλελεύθεροι και οι προοδευτικοί υπερεκτιμούν τόσο πολύ το πτυχίο
του κολλεγίου (τόσο ως διαβατήριο κοινωνικής προόδου, όσο και ως τη βάση για κοινωνική εκτίμηση και σεβασμό), ώστε δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον προσβλητικό αντίκτυπο, την ύβρι που μπορεί να
δημιουργεί η αξιοκρατία/προσοντοκρατία και την σκληρή καταδικαστική κρίση που αυτή επιβάλλει σε όσους
δεν έχουν πάει στο κολλέγιο. Τέτοιες στάσεις και τρόποι σκέψης οικοδομούν τον πυρήνα της λαϊκιστικής αντίδρασης και της νίκης του Τραμπ.
Ένα
από τα βαθύτερα πολιτικά σχίσματα στην σημερινή αμερικανική πολιτική, χωρίζει εκείνους που έχουν πτυχίο κολλεγίου από εκείνους που δεν έχουν. Για
να το επουλώσουν, οι Δημοκρατικοί πρέπει να κατανοήσουν ποιές στάσεις
απέναντι στην αξία/στα προσόντα και στα έργα των ανθρώπων
αντικατοπτρίζει το σχίσμα αυτό.
Fritz Lang: Metropolis (1927) |
Η αξιοπρέπεια της εργασίας:
Η απώλεια θέσεων εργασίας εξαιτίας της τεχνολογίας και η μεταφορά
θέσεων εργασίας σε άλλες χώρες ή σε εξωτερικούς συνεργάτες, συνδυάζεται
με την εντύπωση ότι η κοινωνία τρέφει λιγότερο σεβασμό για το είδος της
εργασίας που κάνει η εργατική τάξη. Καθώς η οικονομική δραστηριότητα
έχει μετατοπιστεί από την κατασκευή πραγμάτων προς τη
διαχείριση χρημάτων, καθώς η κοινωνία παρέχει αφειδώς δυσανάλογα υψηλές
αμοιβές στους διαχειριστές των hedge funds και στα τραπεζικά στελέχη
της Wall Street, η εκτίμηση που παρέχεται στην εργασία με την παραδοσιακή της έννοια έχει γίνει εύθραυστη και αβέβαιη.
Είναι ενδεχόμενο οι νέες τεχνολογίες να διαβρώσουν ακόμη περισσότερο την αξιοπρέπεια της εργασίας. Ορισμένοι οραματιστές της Silicon Valley προσδοκούν την έλευση μιας εποχής στην οποία τα ρομπότ και η
τεχνητή νοημοσύνη θα καταστήσουν αχρείαστες πολλές από τις σημερινές θέσεις
εργασίας. Για να διευκολύνουν την έλευση ενός τέτοιου μέλλοντος, προτείνουν να λαμβάνουν όλοι ένα βασικό εισόδημα. Αυτό
που κάποτε αιτιολογούνταν ως ένα δίχτυ ασφαλείας για όλους τους πολίτες,
προσφέρεται τώρα ως ένας τρόπος για να γίνει πιο ήπια η μετάβαση σε έναν
κόσμο χωρίς εργασία. Το
αν ένας τέτοιος κόσμος είναι μια προοπτική που αξίζει να την καλωσορίσουμε ή πρέπει να
της αντισταθούμε, θα είναι ερώτημα κεντρικό για την πολιτική τα
επόμενα χρόνια. Για να αντιμετωπίσουν σε βάθος όλες τις πτυχές του, τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να αναμετρηθούν
με το νόημα της εργασίας και να προβληματισθούν σοβαρά για το ποιά είναι η θέση της εργασίας στον προβληματισμό περί το εύ ζήν.*
Fritz Lang: Metropolis (1927) |
Όσοι εργαζόμενοι πιστεύουν ότι η χώρα τους ενδιαφέρεται περισσότερο για φτηνά αγαθά και για φθηνή εργασία, παρά για τις προοπτικές απασχόλησης των δικών της ανθρώπων, αισθάνονται προδομένοι. Αυτή η αίσθηση της προδοσίας συχνά εκφράζεται με τρόπο δύσμορφο και μισαλλόδοξο: Με μίσος κατά των μεταναστών, με κραυγαλέο εθνικισμό που δαιμονοποιεί τους μουσουλμάνους και άλλους «ξένους», με τη ρητορική του τύπου «να ξαναπάρουμε στα χέρια μας τη χώρα μας» [Brexit].
Οι φιλελεύθεροι απαντούν με το να καταδικάζουν τη ρητορική του μίσους και με εμμονή στα αγαθά του αμοιβαίου σεβασμού και της πολυπολιτισμικής αλληλοκατανόησης. Όμως αυτή η απάντηση που διέπεται από θέσεις αρχών, αν και είναι έγκυρη, αποτυγχάνει να δώσει απαντήσεις σε ένα σημαντικό σύνολο ερωτημάτων που σιωπηρά εμπεριέχονται στα παράπονα και στις καταγγελίες των λαϊκιστών: Ποια σημασία έχουν από ηθική άποψη - αν έχουν κάποια σημασία - τα σύνορα μεταξύ των εθνικών κρατών; Μήπως το κάθε συγκεκριμένο κράτος οφείλει να προσφέρει περισσότερα στους δικούς του πολίτες, σε σύγκριση με αυτά που οφείλει στους πολίτες άλλων χωρών; Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, πρέπει άραγε να καλλιεργούμε τις ιδιαίτερες ταυτότητες των εθνικών κρατών ή, αντίθετα, να αποσκοπούμε σε ένα κοσμοπολιτικό ήθος που νοιάζεται για την ανθρωπότητα σε οικουμενικό επίπεδο;
Αυτά τα ερωτήματα μπορεί να φαίνονται δυσανάλογα δύσκολα για τις δυνατότητές μας και να μας παραλύουν· και απέχουν έτη φωτός από τα μικροπράγματα με τα οποία ασχολούμαστε σήμερα στις πολιτικές συζητήσεις. Όμως η λαϊκιστική ανταρσία έρχεται να μας υπενθυμίσει πόσο μεγάλη ανάγκη ανανέωσης του δημοκρατικού δημόσιου διαλόγου υπάρχει, άν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων ηθικής και πολιτισμικής φύσης.
Fritz Lang: Metropolis (1927) |
Αναζωογόνηση του δημόσιου διαλόγου
Κάθε προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τέτοια ζητήματα και να επαναπροσδιορίσουμε
τους όρους του δημοκρατικού δημόσιου διαλόγου, σκοντάφτει σε ένα μεγάλο
εμπόδιο. Αυτό το εμπόδιο μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε μια αρχή που ο σύγχρονος φιλελευθερισμός θεωρεί κεντρική προϋπόθεση. Μας αναγκάζει να αμφισβητήσουμε την ιδέα ότι για να βαδίζουμε στον σωστό δρόμο που οδηγεί προς μια ανεκτική
κοινωνία, πρέπει να αποφεύγουμε να εμπλέκουμε στην πολιτική τα επιχειρήματα που αφορούν ηθικά περιεχόμενα.
Αυτή
η αρχή της αποφυγής, αυτή η επιμονή ότι οι πολίτες, όταν εισέρχονται στην «πλατεία» του δημόσιου λόγου, πρέπει να αφήνουν «απέξω» τις ηθικές
και πνευματικές τους πεποιθήσεις, είναι
πειρασμός πολύ ισχυρός. Φαίνεται ότι με αυτήν αποφεύγεται ο κίνδυνος να επιβάλλει η πλειοψηφία τις αξίες της στη μειοψηφία. Φαίνεται ότι με αυτήν αποτρέπεται το ενδεχόμενο, μια πολιτική που καταλήγει σε ηθική υπερθέρμανση, να οδηγήσει σε πολέμους θρησκευτικού τύπου. Φαίνεται ότι η αρχή αυτή προσφέρει μια στέρεη βάση για αμοιβαίο σεβασμό.
Όμως αυτή η στρατηγική της αποφυγής, αυτή η επιμονή στην φιλελεύθερη ουδετερότητα, είναι σφάλμα. Μας εμποδίζει να αντιμετωπίσουμε τα ηθικά και πολιτισμικά ζητήματα που τρέφουν την λαϊκιστική εξέγερση. Πώς είναι δυνατόν να εξετάσουμε το νόημα της εργασίας και τον ρόλο της ως προς το εύ ζήν, χωρίς να συζητάμε τις αντιλήψεις περί το εύ ζήν που είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους; Πώς είναι δυνατόν να σκεφτούμε σε βάθος για τη σωστή σχέση μεταξύ της ταυτότητας που έχει ως σημείο αναφοράς το εθνικό κράτος αφενός, και της οικουμενικής ταυτότητας αφετέρου, χωρίς να διερωτηθούμε για τις αρετές που εκφράζουν αυτές οι ταυτότητες και για τα καθήκοντα που εναποθέτουν στους ώμους μας;
Η φιλελεύθερη ουδετερότητα ισοπεδώνει τα ζητήματα της σημασίας, της ταυτότητας και του σκοπού, εξισώνοντάς τα σε θέματα δικαιοσύνης. Γι' αυτόν τον λόγο, αδυνατεί να κατανοήσει τονν θυμό και την πικρία που τρέφουν τη λαϊκιστική εξέγερση. Δεν διαθέτει τα κατάλληλα ηθικά και ρητορικά αποθέματα και εργαλεία, και δεν διαθέτει τα αποθέματα συναισθηματικής νοημοσύνης (sympathetic resources), που χρειάζονται για να κατανοήσει την πολιτισμική αποξένωση, έως και ταπείνωση, που αισθάνονται πολλοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης και της μεσαίας τάξης. Και αρνείται να κατανοήσει τι σημαίνει η ύβρις της αξιοκρατίας/προσοντοκρατίας των ελίτ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει οξύτατο αισθητήριο για την πολιτική της ταπείνωσης. Από την σκοπιά της οικονομικής δικαιοσύνης, ο λαϊκισμός του είναι ψεύτικος· είναι ένα είδος πλουτοκρατικού λαϊκισμού. Το σχέδιο του για τις πολιτικές υγειονομικής περίθαλψης ήταν επικεντρωμένο στην υποβάθμιση της υγειονομικής περίθαλψης πολλών από τους υποστηρικτές του που ανήκουν στην εργατική τάξη, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τεράστιες φορολογικές περικοπές υπέρ των πλουσίων. Αλλά όσοι επικριτές του επικεντρώνονται μόνον σ' αυτή την υποκρισία του, χάνουν τον στόχο.
Όταν απέσυρε τις ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού για την Αλλαγή του Κλίματος, ο Τραμπ χρησιμοποίησε το αναξιόπιστο επιχείρημα ότι το έκανε για να προστατεύσει τις αμερικανικές θέσεις εργασίας. Όμως η πραγματική αιχμή της απόφασής του αυτής, η πολιτική λογική της, εμπεριέχεται στην εξής, φαινομενικά άσχετη, παρατήρηση του: «Δεν θέλουμε να μας δουλεύουν άλλο και να γελούν μαζί μας, άλλες χώρες και άλλοι ηγέτες».
Στην πραγματικότητα, η απαλλαγή των ΗΠΑ από τα υποτιθέμενα βάρη της Συμφωνίας για την Αλλαγή του Κλίματος, δεν αφορούσε τις θέσεις εργασίας ή την ίδια την υπερθέρμανση του πλανήτη. Στον κόσμο των ιδεών του Τραμπ, στην πολιτική του φαντασία, αφορούσε την αποτροπή της ταπείνωσης. Αυτό έχει απήχηση στους ψηφοφόρους του Tραμπ, ακόμη και σε εκείνους που νοιάζονται για την κλιματική αλλαγή.
Για όσους, στη διάρκεια αυτών των τριών δεκαετιών παγκοσμιοποίησης με κινητήρα την αγορά, «έμειναν πίσω» στην κοινωνική κλίμακα, το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνον η στασιμότητα των μισθών και η απώλεια θέσεων εργασίας· είναι και η απώλεια κοινωνικής εκτίμησης. Το ζήτημα δεν είναι μόνον η αδικία. Είναι και η ταπείνωση.
Οι καθιερωμένοι φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί έχουν άγνοια αυτής της διάστασης της πολιτικής. Θεωρούν ότι το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης είναι απλώς ζήτημα διανεμητικής δικαιοσύνης. Υποθέτουν πώς το μόνο ζήτημα είναι το εξής: Όσοι επωφελήθηκαν από το παγκόσμιο εμπόριο, από τις νέες τεχνολογίες και από την επικυριαρχία του χρηματοοικονομικού τομέα στην όλη οικονομία, δεν έχουν αποζημιώσει επαρκώς εκείνους που έχουν βγει χαμένοι από αυτές τις νέες καταστάσεις.
Όμως αυτή η άποψη παρερμηνεύει τα λαϊκιστικά παράπονα. Επίσης, αντικατοπτρίζει ένα ελάττωμα της φιλοσοφίας του σύγχρονου φιλελευθερισμού για τον δημόσιο λόγο και για την πολιτική. Πολλοί φιλελεύθεροι κάνουν διάκριση μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού (ή laissez-faire, δηλαδή τον τρόπο σκέψης που έχει ως βάση την ελεύθερη αγορά) και του φιλελευθερισμού που εκφράζεται μέσω αυτού που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «φιλελεύθερο δημόσιο λόγο». Ο πρώτος είναι οικονομικό δόγμα, ενώ ο δεύτερος είναι μια αρχή πολιτικής ηθικής που επιμένει ότι το κράτος πρέπει να τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι σε αντιλήψεις περί το εύ ζήν ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
Παρά τη διάκριση αυτή, υπάρχει μια φιλοσοφική συνάφεια μεταξύ της εμπιστοσύνης στη λογική της αγοράς που τρέφουν οι νεοφιλελεύθεροι και στην αρχή της φιλελεύθερης ουδετερότητας. Η λογική της αγοράς είναι ελκυστική, διότι φαίνεται να προσφέρει έναν τρόπο επίλυσης διαφιλονικούμενων δημόσιων ζητημάτων, χωρίς να εμπλέκεται σε αμφισβητούμενες συζητήσεις σχετικές με το πώς ορίζεται η σωστή αξία των αγαθών. Όταν δύο άνθρωποι κάνουν μια συμφωνία αγοραπωλησίας, αποφασίζουν από μόνοι τους ποιά αξία πρέπει να προσδώσουν στα αγαθά που ανταλλάσσουν.
Ομοίως, η φιλελεύθερη ουδετερότητα είναι ελκυστική επειδή φαίνεται να προσφέρει έναν τρόπο καθορισμού και αιτιολόγησης των δικαιωμάτων, χωρίς να προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη αντίληψη περί το αγαθόν. Όμως η ουδετερότητα είναι ψευδής και στις δύο περιπτώσεις. Οι αγορές δεν είναι ουδέτερα από ηθική άποψη εργαλεία για τον προσδιορισμό του κοινού καλού. Και ο φιλελεύθερος δημόσιος λόγος δεν είναι ηθικά ουδέτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε τις αρχές της δικαιοσύνης.
Όμως αυτή η στρατηγική της αποφυγής, αυτή η επιμονή στην φιλελεύθερη ουδετερότητα, είναι σφάλμα. Μας εμποδίζει να αντιμετωπίσουμε τα ηθικά και πολιτισμικά ζητήματα που τρέφουν την λαϊκιστική εξέγερση. Πώς είναι δυνατόν να εξετάσουμε το νόημα της εργασίας και τον ρόλο της ως προς το εύ ζήν, χωρίς να συζητάμε τις αντιλήψεις περί το εύ ζήν που είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους; Πώς είναι δυνατόν να σκεφτούμε σε βάθος για τη σωστή σχέση μεταξύ της ταυτότητας που έχει ως σημείο αναφοράς το εθνικό κράτος αφενός, και της οικουμενικής ταυτότητας αφετέρου, χωρίς να διερωτηθούμε για τις αρετές που εκφράζουν αυτές οι ταυτότητες και για τα καθήκοντα που εναποθέτουν στους ώμους μας;
Η φιλελεύθερη ουδετερότητα ισοπεδώνει τα ζητήματα της σημασίας, της ταυτότητας και του σκοπού, εξισώνοντάς τα σε θέματα δικαιοσύνης. Γι' αυτόν τον λόγο, αδυνατεί να κατανοήσει τονν θυμό και την πικρία που τρέφουν τη λαϊκιστική εξέγερση. Δεν διαθέτει τα κατάλληλα ηθικά και ρητορικά αποθέματα και εργαλεία, και δεν διαθέτει τα αποθέματα συναισθηματικής νοημοσύνης (sympathetic resources), που χρειάζονται για να κατανοήσει την πολιτισμική αποξένωση, έως και ταπείνωση, που αισθάνονται πολλοί ψηφοφόροι της εργατικής τάξης και της μεσαίας τάξης. Και αρνείται να κατανοήσει τι σημαίνει η ύβρις της αξιοκρατίας/προσοντοκρατίας των ελίτ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει οξύτατο αισθητήριο για την πολιτική της ταπείνωσης. Από την σκοπιά της οικονομικής δικαιοσύνης, ο λαϊκισμός του είναι ψεύτικος· είναι ένα είδος πλουτοκρατικού λαϊκισμού. Το σχέδιο του για τις πολιτικές υγειονομικής περίθαλψης ήταν επικεντρωμένο στην υποβάθμιση της υγειονομικής περίθαλψης πολλών από τους υποστηρικτές του που ανήκουν στην εργατική τάξη, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τεράστιες φορολογικές περικοπές υπέρ των πλουσίων. Αλλά όσοι επικριτές του επικεντρώνονται μόνον σ' αυτή την υποκρισία του, χάνουν τον στόχο.
Όταν απέσυρε τις ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού για την Αλλαγή του Κλίματος, ο Τραμπ χρησιμοποίησε το αναξιόπιστο επιχείρημα ότι το έκανε για να προστατεύσει τις αμερικανικές θέσεις εργασίας. Όμως η πραγματική αιχμή της απόφασής του αυτής, η πολιτική λογική της, εμπεριέχεται στην εξής, φαινομενικά άσχετη, παρατήρηση του: «Δεν θέλουμε να μας δουλεύουν άλλο και να γελούν μαζί μας, άλλες χώρες και άλλοι ηγέτες».
Στην πραγματικότητα, η απαλλαγή των ΗΠΑ από τα υποτιθέμενα βάρη της Συμφωνίας για την Αλλαγή του Κλίματος, δεν αφορούσε τις θέσεις εργασίας ή την ίδια την υπερθέρμανση του πλανήτη. Στον κόσμο των ιδεών του Τραμπ, στην πολιτική του φαντασία, αφορούσε την αποτροπή της ταπείνωσης. Αυτό έχει απήχηση στους ψηφοφόρους του Tραμπ, ακόμη και σε εκείνους που νοιάζονται για την κλιματική αλλαγή.
Για όσους, στη διάρκεια αυτών των τριών δεκαετιών παγκοσμιοποίησης με κινητήρα την αγορά, «έμειναν πίσω» στην κοινωνική κλίμακα, το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνον η στασιμότητα των μισθών και η απώλεια θέσεων εργασίας· είναι και η απώλεια κοινωνικής εκτίμησης. Το ζήτημα δεν είναι μόνον η αδικία. Είναι και η ταπείνωση.
Οι καθιερωμένοι φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί έχουν άγνοια αυτής της διάστασης της πολιτικής. Θεωρούν ότι το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης είναι απλώς ζήτημα διανεμητικής δικαιοσύνης. Υποθέτουν πώς το μόνο ζήτημα είναι το εξής: Όσοι επωφελήθηκαν από το παγκόσμιο εμπόριο, από τις νέες τεχνολογίες και από την επικυριαρχία του χρηματοοικονομικού τομέα στην όλη οικονομία, δεν έχουν αποζημιώσει επαρκώς εκείνους που έχουν βγει χαμένοι από αυτές τις νέες καταστάσεις.
Όμως αυτή η άποψη παρερμηνεύει τα λαϊκιστικά παράπονα. Επίσης, αντικατοπτρίζει ένα ελάττωμα της φιλοσοφίας του σύγχρονου φιλελευθερισμού για τον δημόσιο λόγο και για την πολιτική. Πολλοί φιλελεύθεροι κάνουν διάκριση μεταξύ του νεοφιλελευθερισμού (ή laissez-faire, δηλαδή τον τρόπο σκέψης που έχει ως βάση την ελεύθερη αγορά) και του φιλελευθερισμού που εκφράζεται μέσω αυτού που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «φιλελεύθερο δημόσιο λόγο». Ο πρώτος είναι οικονομικό δόγμα, ενώ ο δεύτερος είναι μια αρχή πολιτικής ηθικής που επιμένει ότι το κράτος πρέπει να τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι σε αντιλήψεις περί το εύ ζήν ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
Παρά τη διάκριση αυτή, υπάρχει μια φιλοσοφική συνάφεια μεταξύ της εμπιστοσύνης στη λογική της αγοράς που τρέφουν οι νεοφιλελεύθεροι και στην αρχή της φιλελεύθερης ουδετερότητας. Η λογική της αγοράς είναι ελκυστική, διότι φαίνεται να προσφέρει έναν τρόπο επίλυσης διαφιλονικούμενων δημόσιων ζητημάτων, χωρίς να εμπλέκεται σε αμφισβητούμενες συζητήσεις σχετικές με το πώς ορίζεται η σωστή αξία των αγαθών. Όταν δύο άνθρωποι κάνουν μια συμφωνία αγοραπωλησίας, αποφασίζουν από μόνοι τους ποιά αξία πρέπει να προσδώσουν στα αγαθά που ανταλλάσσουν.
Ομοίως, η φιλελεύθερη ουδετερότητα είναι ελκυστική επειδή φαίνεται να προσφέρει έναν τρόπο καθορισμού και αιτιολόγησης των δικαιωμάτων, χωρίς να προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη αντίληψη περί το αγαθόν. Όμως η ουδετερότητα είναι ψευδής και στις δύο περιπτώσεις. Οι αγορές δεν είναι ουδέτερα από ηθική άποψη εργαλεία για τον προσδιορισμό του κοινού καλού. Και ο φιλελεύθερος δημόσιος λόγος δεν είναι ηθικά ουδέτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε τις αρχές της δικαιοσύνης.
Fritz Lang: Metropolis (1927) |
Κενός δημόσιος λόγος, κενό δημόσιου νοήματος
Το να διεξαγάγουμε τις δημόσιες συζητήσεις μας λες και είναι δυνατόν να ανατεθεί το έργο της ηθικής αξιολόγησης και κρίσης στις αγορές, δίκην «εξωτερικού συνεργάτη», ή στις διαδικασίες του φιλελεύθερου δημόσιου
λόγου, έχει δημιουργήσει έναν κενό, φτωχό δημόσιο λόγο και ένα κενό δημόσιου
νοήματος. Αυτούς τους δημόσιους χώρους που μένουν κενοί, έρχονται πάντοτε να τους γεμίσουν στενόκαρδες, μη ανεκτικές, αυταρχικές εναλλακτικές λύσεις - είτε με τη μορφή
θρησκευτικού φονταμενταλισμού, είτε με τη μορφή έντονου εθνικισμού.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Τρεις δεκαετίες παγκοσμιοποίησης με κινητήρα και οδηγό την αγορά και με κυριαρχία του τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού, έχουν καταστήσει απολύτως κενό περιεχομένου τον δημοκρατικό δημόσιο λόγο· έχουν αποδυναμώσει τους απλούς πολίτες και τους έχουν αποστερήσει από μέσα ελέγχου και επιρροής. Τώρα πυροδοτούν μια λαϊκιστική αντίδραση, που επιχειρεί να καλύψει την γυμνή και άδεια «πλατεία» του δημόσιου λόγου με έναν αυταρχικό, εκδικητικό εθνικισμό.
Για να αναζωογονήσουμε τη δημοκρατική πολιτική, πρέπει να βρούμε τρόπους και δρόμους για να ενδυναμώσουμε τον δημόσιο λόγο, να τον κάνουμε πιο ρωμαλέο από ηθική άποψη, τέτοιον που να τιμά και σέβεται τον πλουραλισμό με το να εμπλέκει στη συζήτηση τις διαφωνίες ηθικής φύσης, αντί να υπεκφεύγει αποφεύγοντάς τις. Δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε τις αυταρχικές πτυχές της λαϊκιστικής διαμαρτυρίας από τα δικαιολογημένα παράπονά της. Είναι όμως σημαντικό να προσπαθήσουμε. Το να κατανοήσουμε αυτά τα παράπονα και να δημιουργήσουμε πολιτική που ανταποκρίνεται σ' αυτά και δίνει απαντήσεις, είναι η πιο επείγουσα πολιτική πρόκληση της εποχής μας.
* Η διατύπωση του συγγαφέως «good life» είναι σωστότερο να μεταφράζεται στα ελληνικά ως «εύ ζήν», επειδή ο Σαντέλ, για να οικοδομήσει τα επιχειρήματά του, αντλεί απευθείας από την Αριστοτελική θεωρία περί πολιτικής και ηθικής. Συγκεκριμένα, στηρίζεται στην αξιολόγηση από τον Αριστοτέλη των διαφορετικών αντιλήψεων και πρακτικών με βάση την φύση του ανθρώπου ως πολιτικού ζώου και στην εξ ορισμού ένταξη του πολίτη στην πόλιν - δηλαδή σε μια πολιτική κοινότητα. Από κλασικές θεωρητικές πηγές, και ιδίως από τον Αριστοτέλη, αντλούν και άλλοι πολιτικοί επιστήμονες που υποστηρίζουν κοινοτιστικές (communitarian) - ή «νεοαριστοτελικές» - εκδοχές της θεωρίας της δημοκρατίας, όπως ο Άλιστερ Μακιντάιρ, ο Μάικλ Γουώλτσερ και ο Τσαρλς Ταίηλορ, αλλά και πολιτικοί επιστήμονες που υποστηρίζουν ρεπουμπλικανικές εκδοχές της θεωρίας της δημοκρατίας, με κορυφαία την Χάννα Άρεντ.
Αντίθετα, στοχαστές που υποστηρίζουν φιλελεύθερες εκδοχές της θεωρίας της δημοκρατίας, από τον Τζων Λοκ μέχρι τον Τζων Ρωλς, θεωρούν ως αφετηρία το ξεχωριστό άτομο, ως «φυσικό χώρο» του οποίου θεωρούν την αστική κοινωνία (civil society στον Λοκ, bürgerliche Gesellschaft στον Χέγκελ) και επικεντρώνονται στα ζητήματα μιας «εξωτερικής» σχέσης του ατόμου με την πολιτική και με το κράτος.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Τρεις δεκαετίες παγκοσμιοποίησης με κινητήρα και οδηγό την αγορά και με κυριαρχία του τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού, έχουν καταστήσει απολύτως κενό περιεχομένου τον δημοκρατικό δημόσιο λόγο· έχουν αποδυναμώσει τους απλούς πολίτες και τους έχουν αποστερήσει από μέσα ελέγχου και επιρροής. Τώρα πυροδοτούν μια λαϊκιστική αντίδραση, που επιχειρεί να καλύψει την γυμνή και άδεια «πλατεία» του δημόσιου λόγου με έναν αυταρχικό, εκδικητικό εθνικισμό.
Για να αναζωογονήσουμε τη δημοκρατική πολιτική, πρέπει να βρούμε τρόπους και δρόμους για να ενδυναμώσουμε τον δημόσιο λόγο, να τον κάνουμε πιο ρωμαλέο από ηθική άποψη, τέτοιον που να τιμά και σέβεται τον πλουραλισμό με το να εμπλέκει στη συζήτηση τις διαφωνίες ηθικής φύσης, αντί να υπεκφεύγει αποφεύγοντάς τις. Δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε τις αυταρχικές πτυχές της λαϊκιστικής διαμαρτυρίας από τα δικαιολογημένα παράπονά της. Είναι όμως σημαντικό να προσπαθήσουμε. Το να κατανοήσουμε αυτά τα παράπονα και να δημιουργήσουμε πολιτική που ανταποκρίνεται σ' αυτά και δίνει απαντήσεις, είναι η πιο επείγουσα πολιτική πρόκληση της εποχής μας.
* Η διατύπωση του συγγαφέως «good life» είναι σωστότερο να μεταφράζεται στα ελληνικά ως «εύ ζήν», επειδή ο Σαντέλ, για να οικοδομήσει τα επιχειρήματά του, αντλεί απευθείας από την Αριστοτελική θεωρία περί πολιτικής και ηθικής. Συγκεκριμένα, στηρίζεται στην αξιολόγηση από τον Αριστοτέλη των διαφορετικών αντιλήψεων και πρακτικών με βάση την φύση του ανθρώπου ως πολιτικού ζώου και στην εξ ορισμού ένταξη του πολίτη στην πόλιν - δηλαδή σε μια πολιτική κοινότητα. Από κλασικές θεωρητικές πηγές, και ιδίως από τον Αριστοτέλη, αντλούν και άλλοι πολιτικοί επιστήμονες που υποστηρίζουν κοινοτιστικές (communitarian) - ή «νεοαριστοτελικές» - εκδοχές της θεωρίας της δημοκρατίας, όπως ο Άλιστερ Μακιντάιρ, ο Μάικλ Γουώλτσερ και ο Τσαρλς Ταίηλορ, αλλά και πολιτικοί επιστήμονες που υποστηρίζουν ρεπουμπλικανικές εκδοχές της θεωρίας της δημοκρατίας, με κορυφαία την Χάννα Άρεντ.
Αντίθετα, στοχαστές που υποστηρίζουν φιλελεύθερες εκδοχές της θεωρίας της δημοκρατίας, από τον Τζων Λοκ μέχρι τον Τζων Ρωλς, θεωρούν ως αφετηρία το ξεχωριστό άτομο, ως «φυσικό χώρο» του οποίου θεωρούν την αστική κοινωνία (civil society στον Λοκ, bürgerliche Gesellschaft στον Χέγκελ) και επικεντρώνονται στα ζητήματα μιας «εξωτερικής» σχέσης του ατόμου με την πολιτική και με το κράτος.
Ο Michael Sandel είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Μαζί με τους Alasdair MacIntyre, Michael Walzer, Charles Taylor και άλλους, υποστηρίζει την πολιτική θεωρία του κοινοτισμού (Communitarianism),
στην οποία ενθέτει πολλές από τις κύριες ιδέες του Αριστοτέλη και
θεωρεί ότι ο πολίτης οφείλει να στοχάζεται ηθικά και να συμμετέχει
ενεργά στον δημόσιο διάλογο περί δικαιοσύνης.
Η ιστοσελίδα του στον ιστότοπο του Harvard University.
Είναι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας New York Times, του περιοδικού The New Republic και άλλων εντύπων.
Είναι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας New York Times, του περιοδικού The New Republic και άλλων εντύπων.
Στον ιστοχώρο Μετά την Κρίση:
Ο M. Σαντέλ μιλά στον Λούκας Παβλόφσκι της σπουδαίας πολωνικής επιθεώρησης Kultura Liberalna για τις δυσοίωνες επιπτώσεις μιας ελεύθερης αγοράς χωρίς φραγμούς, για τις συνέπειες των
αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων σε ΗΠΑ και Ευρώπη, για την σιωπηλή, αυτοκαταστροφική επανάσταση που
υφίστανται εδώ και δεκαετίες οι δυτικές δημοκρατίες: Από οικονομίες της αγοράς μετατρέπονται σε κοινωνίες της αγοράς.
Μάϊκλ Σαντέλ:→ Το χρήμα δεν τα αγοράζει όλα ←
Η
αγορά δεν είναι ουδέτερο εργαλείο, δεν μπορεί να ορίζει τι είναι σωστό
και τι εσφαλμένο, ούτε ποιος ο χαρακτήρας των αγαθών που παράγουμε
Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα βιβλία του:
Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα (Πόλις, 2016)
Ο φιλελευθερισμός και τα όρια της δικαιοσύνης (Πόλις, 2003)
Δικαιοσύνη (Πόλις, 2011), βλ. και παρουσίαση του Βασiλη Mουρδουκούτα (Καθημερινή)
Ενάντια στην τελειότητα (Αλεξάνδρεια, 2011)
Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα (Πόλις, 2016)
Ο φιλελευθερισμός και τα όρια της δικαιοσύνης (Πόλις, 2003)
Δικαιοσύνη (Πόλις, 2011), βλ. και παρουσίαση του Βασiλη Mουρδουκούτα (Καθημερινή)
Ενάντια στην τελειότητα (Αλεξάνδρεια, 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου