Κάποια ελάχιστα, στη μνήμη της Μαριάννας Δήτσα με το λαμπερό μυαλό και με την ψυχή που αντέχει, που ένοιωθε γιατί λυγίζει η ψυχή άλλων
Δυό αποσπάσματα από παλιά της γραπτά, για να έχουμε μια ιδέα τι λογής κοινωνικό και πολιτικό ον ήταν η Μαριάννα Δήτσα
1. Στο άρθρο «Τα αρχαία μας...», 1979,
στο περιοδικό ο Πολίτης (τεύχος 25, Μάρτιος - Απρίλιος 1979), με αφορμή την τότε εναντίωση αριστερών κομμάτων και του ΠΑΣΟΚ στην έκθεση ελληνικών αρχαιοτήτων σε μουσεία του εξωτερικού, μάς εφιστούσε την προσοχή στις «κάθε είδους εξάρσεις, πατριωτισμούς, λαϊκισμούς». Δηλαδή στους «αποπροσανατολισμούς από τα πραγματικά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, πάντοτε εν ονόματι του Λαού». Λόγια από το μακρινό 1979. Όμως είναι σαν να μιλούσε για το 2010, το 2015, το 2019, και σαν να μιλά για το 2023.
Η Μαριάννα Δήτσα, όλα αυτά τα χρόνια, από τότε, την εποχή της νεότητας της, μέχρι τώρα στο τέλος της ζωής της, βίωνε και συνειδητοποιούσε πλήρως και διαρκώς κάτι που μάλλον διαφεύγει από την κατανόηση πολλών: Ότι η πολιτική του λαϊκισμού αλλάζει διαρκώς φορείς, στοχεύσεις και προσχήματα, ωστόσο αλλάζει για να μένει ίδιο το αποτέλεσμα της. Να αποπροσανατολίζει και να εξαπατά. Ή και για να κάνει τη δουλειά της με ακόμη πιο αποτελεσματικό, δηλαδή με χειρότερο τρόπο. Πολλούς άλλους, και πολύ χειρότερους, «λεβέντικους σωβινισμούς» έσπειρε στην κοινωνία η ελληνική πολιτική - τόσο η δεξιά όσο και αυτή που αποκαλούμε προοδευτική ή αριστερή -, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από το 1979.
H Μαριάννα μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη όπου έμελλε να περάσει και τον ακαδημαϊκό εργασιακό της βίο. Επειδή ανατράφηκε τότε στην «περιπόθητη πόλη», αλλά και λόγω καταγωγής, ήταν κατεξοχήν παιδί της πολυεθνικής οριακής Ευρώπης. Αυτής που ήταν και παραμένει το πιο οικείο - δικό μας και των γειτόνων μας - κομμάτι Ευρώπης, παρόλο που οι φαντασιώσεις πολλών αυταπατώμενων απωθούν επίμονα τόσο την γεωγραφία όσο και την ιστορία.
Ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της πάλαι ποτέ Ομοσπονδιακής χώρας στην οποία γεννήθηκε η μεταστάσα, ο Κροάτης Μίροσλαβ Κρλέζα, αποκαλούσε αυτό το όριο της Ευρώπης «προπύργιο» της ηπείρου μας. Μόνον χάρις στις αντοχές της ταπεινής, άδικα υποτιμημένης krajna Europa των Βαλκανίων, αλλά και του Ευξείνου, της Ιβηρικής, του Καυκάσου, άντεξαν στα χτυπήματα της ιστορίας τα λαμπρά κέντρα της, τα «ένδοξα Παρίσια», η «ευτυχής Βιέννη»*. Όσο για τα νεότερα συμβάντα, ας μη ξεχνάμε ότι η συνταγματική, δηλαδή πολιτική επικύρωση της ευρωπαϊκής Ένωσης δεν σκόνταψε στα κομμουνιστικά ή Αψβουργιανά «κατάλοιπα» της Πολωνίας ή της Κροατίας, ούτε στους βαθείς Καθολικισμούς της Ιρλανδίας ή της Ισπανίας. Σκόνταψε στους αριστεροδεξιούς εθνικολαϊκιστές της φωτεινής Γαλλίας, με όλη τη laïcité τους. Σκόνταψε και στους πολύ φιλελεύθερους, πολύ «απελευθερωμένους», πολύ μεταμοντέρνους «πολυπολιτισμικούς» της Ολλανδίας. Εκείνο το καλοκαίρι του 2005, ο Έρασμος του Ρόττερνταμ ταράχτηκε πολύ μέσα στο μνήμα του.
Ανάμεσα στους κριτικούς μελετητές των λογοτεχνικών και ιδεολογικών πραγμάτων του ελληνικού 19ου αιώνα, της εποχής στην οποία ο Διαφωτισμός έκανε μια ακόμη απεγνωσμένη προσπάθεια να κερδίσει τον ελλαδικό χώρο (και, δυστυχώς, έφαγε τα μούτρα του), η Δήτσα, εκ γενετής ετερόχθων, μικτής καταγωγής, αναθρεμμένη στην μεταιχμιακή μητρόπολη του Βορρά την αναστατωμένη δεκαετία του '60, με σπουδές στο Αριστοτέλειο και στο Παρίσι, με διδακτορικό δίπλωμα της Σορβόννης, κατέχει επιφανή θέση. Τυχαίο;
Αλλά και στην πολιτική, τί πιο αναμενόμενο λογικά; Η Δήτσα δεν φοβόταν να πει τα αυτονόητα. «Έβαζε στη θέση τους» και τα απαραίτητα συνοδευτικά παντός λαϊκισμού: Τον «ταυτοτικό» αντιευρωπαϊσμό, τις μωροπερήφανες φοβίες μη τυχόν και κακοπάθει η γνήσια μας ταυτότητα, η εθνική ή όποια άλλη (π.χ. η αριστερή). Σκληρά και ακριβοδίκαια ειρωνευόταν τις στάσεις που εμφανίζονται ως προοδευτικές, αλλά είναι μόνον «ιδεολογήματα» και γι΄ αυτό «ξεφεύγουν» και αντιτίθενται σε κάθε εκσυγχρονισμό. Τα βλέπουμε και τώρα. Πάντα μπροστά μας, σαν κεφάλια Λερναίας Ύδρας που ξεπροβάλλουν από τον πολιτικό βάλτο.
Με όλα αυτά, η Μαριάννα Δήτσα εξακολουθεί να μας υπενθυμίζει ένα ανεκπλήρωτο πολιτικό καθήκον: Εκκρεμεί να αντιμετωπίσουμε καταπρόσωπο, ως δημοκρατικοί πολίτες, τον λαϊκισμό στην Ελλάδα (αλλά και παντού στην ευρωπαϊκή μας «κοινότητα πεπρωμένου»). Άλλωστε, «όσο θα ζούμε σε αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες θα υπάρχει πάντα και η “σκιά” τους, ο λαϊκισμός» (Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ). Και πάντα θα έχουμε «να κυνηγήσουμε τη βλακεία», όπως έλεγε ο Λε Κορμπυζιέ και μας υπενθύμιζε τακτικά ο Δημήτρης Φατούρος, φίλος της Μαριάννας, συνοδοιπόρος της στα ακαδημαϊκά πράγματα της Θεσσαλονίκης και στον μεταπολιτευτικό δημόσιο λόγο. Οι επισημάνσεις της παραμένουν desiderata, πράγμα που αποδεικνύει ότι τα λόγια της εκείνα δεν γράφτηκαν ματαίως. Δεν ήταν επιπόλαια, δεν είχαν σύντομη ημερομηνία λήξης· «όσα είπαμε παλιά, ισχύουν», όπως είχε γράψει ο Μάρκος Μέσκος. Όσο παλιώνουν, τόσο γίνονται όλο και πιο σημαντικά ζητούμενα και ευκταία· και για να γίνουν κάποτε πράξη, θέλουν δουλειά πολλή.
Γ. Ρ.
2. Στο άρθρο «Επιστροφή των Αρχαίων», 1984,
στο περιοδικό Δεκαπενθήμερος Πολίτης (τεύχος 7, 27 Ιανουαρίου 1984), έγραφε για το «οξύτατο (και σύνθετο) πρόβλημα» της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Επικεντρωνόταν στην ανάγκη να ξεφύγει η παιδαγωγική πρακτική που αφορά το πρόβλημα «Αρχαία Ελληνικά» από ιδεολογικούς ταυτοτισμούς για «εθνικά ιδεώδη» και «πεμπτουσίες της παράδοσης», στηριγμένους μάλιστα σε «λανθασμένες επιστημολογικές παρατηρήσεις», αλλά εξίσου και στην ανάγκη για «μια χειρονομία που πάει κόντρα στο μεγάλο ρεύμα της δημαγωγικής ευκολίας των καιρών μας». Δύσκολο το να μάθεις υποχρεωτικά τη γλώσσα των Αρχαίων Ελληνικών; Απαντά ευθέως: «Δύσκολη και υποχρεωτική είναι και η Άλγεβρα, ποιός όμως διανοήθηκε να την καταργήσει στα σχολεία»;
Η Μαριάννα Δήτσα δεν ήταν Κλασική Φιλόλογος αλλά Νεοελληνίστρια καθηγήτρια ΑΕΙ. Αλλά για το θέμα αυτό έγραφε ως παιδαγωγός. Η άποψη της είναι οργανική συνέχεια του ρεύματος που αποκαλείται κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης, όπως δημιουργήθηκε στη χώρα μας από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, από το 1910 και στη συνέχεια. Στο θέμα αυτό χαρακτηριστική ήταν η στάση του επιφανούς ιδρυτικού μέλους του Ομίλου, του Αλέξανδρου Δελμούζου.
Η Μαριάννα Δήτσα δεν ήταν Κλασική Φιλόλογος αλλά Νεοελληνίστρια καθηγήτρια ΑΕΙ. Αλλά για το θέμα αυτό έγραφε ως παιδαγωγός. Η άποψη της είναι οργανική συνέχεια του ρεύματος που αποκαλείται κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης, όπως δημιουργήθηκε στη χώρα μας από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, από το 1910 και στη συνέχεια. Στο θέμα αυτό χαρακτηριστική ήταν η στάση του επιφανούς ιδρυτικού μέλους του Ομίλου, του Αλέξανδρου Δελμούζου.
Μήπως η άποψη της Δήτσα στέκεται μακριά από τους κοινούς τόπους αυτού που προβάλλεται σήμερα ως «προοδευτική άποψη» - προοδευτική εκ πρώτης όψεως - για τη διδασκαλία των Αρχαίων; Έτσι φαίνεται. Όμως, αυτό που διακρίνεται ως σημαντικό περιεχόμενο, είναι μια αντίληψη που παίρνει τα μέτρα της με την αρμόζουσα σοβαρότητα, για να μη υποταχθεί και η εκπαίδευση, εν προκειμένω το κομμάτι της βασικής εκπαίδευσης που λέγεται Μέση και έχει ως μαθητές εφήβους, στο βολικό και ευκολοχώνευτο δέλεαρ της τεχνοκρατίας.
Με αυτή την κατόπιν αξιολόγησης των πραγματικών δεδομένων στάση της, η Δήτσα σε ανύποπτο χρόνο έπαιρνε μέτρα για να μπορεί η εκπαίδευση να εμμένει στην παιδαγωγική πρακτική. Και όχι να βολεύεται και να βολεύει, κάνοντας απλά και μόνον τον προπονητή για την καλλιέργεια «χρήσιμων» δεξιοτήτων (skills) ή για την προετοιμασία πανέξυπνων αποδοχέων έτοιμων «λύσεων» και «υποδείξεων» (hints), εκείνων που δίνονται από νέας εσοδείας λυσάρια και προωθούνται από την επικρατούσα πολιτική και την αγορά. Λόγου χάρη των λύσεων και υποδείξεων που προσδοκούμε, χαλαροί αλλά εναγωνίως, να μας χαρίζουν τζάμπα και χωρίς κόπο οι αλγόριθμοι της λεγόμενης τεχνητής νοημοσύνης.
Γ. Ρ.
ο επικήδειος του Παντελή Μπουκάλα, 4 Ιανουαρίου 2024
(από την εφημερίδα Η Εποχή, 7.1.2024)
Λιγοστεύουμε με κάθε οριστικό αποχαιρετισμό. Και δεν το εννοώ
αριθμητικά, αυτό είναι το προφανές. Θέλω να πω ότι λιγοστεύει ο καθένας
μέσα του, στον σκληρό πυρήνα της υπόστασής του. Νιώθει σαν να χάνεται
ένα μέρος του βιωμένου χρόνου του. Σαν να διαγράφεται ένα κεφάλαιο της
προσωπικής του βιογραφίας. Δεν θα μπορέσει να ξαναμιλήσει γι’ αυτό το
κεφάλαιο με τον άνθρωπο που το συγκατοίκησε πρωταγωνιστικά, που υπήρξε ο
συν-συγγραφέας του. Κι εμείς εδώ έχουμε αρκετές ή και πολλές σελίδες
του βίου μας που τις κατοίκησε και τις συν-συνέγραψε η αγαπημένη μας
Μαριάννα.
Η Μαριάννα της αιματικής ή της βαθιά πνευματικής συγγένειας. Η Μαριάννα
της ακριβής φιλίας. Η Μαριάννα Δήτσα της επιστήμης, της φιλολογίας και
της κριτικής. Αλλά και της ιδεολογικής εγρήγορσης μιας πολίτισσας με
σαφείς πάντοτε τις σκέψεις της, έτσι όπως τις υπεράσπιζε προφορικά ή τις
αποτύπωνε στο χαρτί των βιβλίων της και του Πολίτη.
Εκεί, στον Πολίτη, τη γνώρισα. Σ’ έναν ανθρώπινο χώρο που του
χρωστάω κάτι παραπάνω από τη μισή ζωή μου. Ξεφύλλισα αναδρομικά το
περιοδικό, ψηφιακά αρχειοθετημένο πλέον, με τη σκέψη να ακολουθήσω, έστω
επιτροχάδην, τα ίχνη μιας διαδρομής· της πνευματικής διαδρομής της
Μαριάννας. Και, αναπόφευκτα, κατέληξα να διαβάζω κείμενα και άλλων
αγαπημένων που μας λιγόστεψαν με τον θάνατό τους. Τσουγκρίζοντας μαζί
τους αόρατα ποτήρια, και καπνίζοντας και για λογαριασμό τους, έπιασα
σιγανή κουβέντα με τη Μαριάννα, αλλά και με τον Άγγελο, τον Άγγελο
Ελεφάντη, με τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, τον Δημήτρη Μαρωνίτη, τον Λεωνίδα
Λουλούδη, τον Γιάννη Δάλλα, τον Πάνο Μουλλά, τον Άρη Μπερλή, τον Γιώργο
Πάσχο. Κάποτε, όλοι αυτοί, κατανεμημένοι σε κύκλους επάλληλους γύρω από
το κέντρο, της Υπατίας ή της Κέκροπος, αν εξαιρέσουμε τον Άγγελο που
ήταν το ίδιο το κέντρο, σχημάτιζαν από κοινού, με τις διαφορές τους και
ακριβώς χάρη στις διαφορές τους, τον ηθικό, ιδεολογικό και αισθητικό
τόπο μιας επιθεώρησης πολιτικής παιδείας που άντεξε να κυκλοφορεί από
την άνοιξη του 1976 έως το 2008. Το πρώτο κείμενο της Μαριάννας
δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος, Ιούνιο του 1976. Ήταν μια κριτική,
όντως κριτική, για το βιβλίο του Πάνου Μουλλά Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος.
Από το τεύχος 32 και έπειτα, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο του 1980, πολλές σελίδες αφιερώνονται στον ένθετο Λογοτεχνικό Πολίτη, την επιμέλεια του οποίου μοιράζονταν η Μαριάννα και ο Διονύσης Καψάλης, αγαπημένος φίλος. Η ελπίδα του Λογοτεχνικού Πολίτη,
όπως ορίζεται στο προεξαγγελτικό σημείωμα: «Να συμβάλει στη δημιουργία
ερεθισμάτων και απόψεων ώστε να αρχίσουν να κλείνουν κάποια χάσματα: το
χάσμα ανάμεσα στον “πολίτη” και τον “ποιητή”, το χάσμα ανάμεσα στην
απόλαυση της λογοτεχνίας και τη γνώση της ιστορίας της, το μέγα χάσμα
της ανυπαρξίας λογοτεχνικής κριτικής καθώς κι εκείνο της οικειοποίησης
του γούστου μας από “αποδοτικά” μοντέλα». Ακόμα κι αν δεν έκλεισαν τα
χάσματα αυτά, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Λογοτεχνικού Πολίτη στο να λογίζεται ο Πολίτης,
ήδη τότε, ως το εμβληματικό περιοδικό της ανανεωτικής Αριστεράς. Ως ο
πλέον φιλόξενος αγωγός των ιδεών της. Πού κατέληξαν οι ιδέες αυτές ήταν
ένα πρόβλημα βασανιστικό και για τη Μαριάννα και για όλους εμάς τους
λυπημένους περιλειπόμενους.
Με τα βιβλία της και τις εισαγωγές της για τα λογοτεχνικά, κριτικά και γλωσσικά πράγματα του μετεπαναστατικού 19ου αιώνα, το Νεολογία και κριτική στον 19ο αιώνα. Νεόπλαστοι όροι από τη Συναγωγή του Σ.Α. Κουμανούδη και το Στο διάμεσο Διαφωτισμού και ρομαντισμού, το προοιμιακό δοκίμιό της στον Λουκή Λάρα
του Δημητρίου Βικέλα και τα κείμενά της στον τόμο για την Παλαιότερη
πεζογραφία μας των ετών 1830-1880· με τα δεκάδες ευθύβολα κριτικά
κείμενά της στον Πολίτη, και βέβαια με την αφιέρωσή της στην
πανεπιστημιακή εκπαιδευτική διαδικασία, η Μαριάννα υπερασπίστηκε με
πάθος και υπηρέτησε με βαθύτατη γνώση τη νεοελληνική λογοτεχνία, ποίηση
και πεζογραφία.
Σε κάθε οριστικό αποχαιρετισμό μάς βασανίζει το ερώτημα αν προλάβαμε να
δείξουμε στο πρόσωπο που αποχαιρετάμε πλήρη την αγάπη μας και ακέραιη
την εκτίμησή μας. Ούτε και σήμερα θα λάβει απάντηση το ερώτημα αυτό.
Ας υποθέσουμε, αγαπημένη μας Μαριάννα, ότι κάπου κάποτε θα ξανασυναντηθούμε. Δεν θα ’ναι αυτή η μοναδική μάταιη υπόθεσή μας.
H Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου γράφει για την Μαριάννα Δήτσα (Καθημερινή, 6.1.1024)
Έρευνα για αρθρογραφία και σχόλια της Μαριάννας Δήτσα στο ψηφιακό αρχείο του περιοδικού ο Πολίτης και του Δεκαπενθήμερου Πολίτη
...θα επανέλθουμε, παρουσιάζοντας ψηφίδες από το επιστημονικό έργο της
* «Alii bella gerunt, tu felix Austria nube» («Άλλοι κάνουν πολέμους, εσύ ευτυχισμένη Αυστρία κάνε γάμους»), το παλιό ρητό για τον Οίκο των Αψβούργων, ο οποίος από τον 12ο Αιώνα μεγάλωνε αργά και σταθερά την επικράτειά του όχι με πολέμους, αλλά με γάμους βασιλέων, με συμπεθεριάσματα των πιο ποικίλων δυναστειών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου