Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

«Μαλθακότητα», «δικαιωματισμός»; Παρακμή της Δύσης;
Ή «κοινωνία των πολιτών» χωρίς πολίτες;

Πολλά και διαφορετικά πράγματα στη Δύση, ευρωπαϊκή και αμερικανική, που συνοψίζονται με τους συνεκδοχικούς όρους «μαλθακότητα», «δικαιωματισμός» ή απλά και μονολεκτικά παρακμή, είναι έργο συνόλων ανθρώπων, ή έργο «μαζών» σύμφωνα με την ορολογία της Χάννα Άρεντ, που ανήκουν σε μια γενεά. Ή μάλλον σε δύο, ίσως και τρεις. Λέξη-κλειδί: Baby-boomers, κατά τα θρυλούμενα.
Πέρα από τα αφηρημένα σχήματα υπερπολιτικοποιημένων στοχαστών και σχολιαστών (λόγου χάρη G. Agamben - αλλά και η ημεδαπή Σ. Τριανταφύλλου στην ίδια κατηγορία ανήκει), γι' αυτά τα πράγματα έχει γίνει λόγος λιγότερο ιδεολογικός, άρα πιο περιεκτικός, από στοχαστές με αισθητήρες ιστορικο-κοινωνιολογικούς. Λόγου χάρη Μarc Mazower: Οι νέοι και η περιβόητη «γενιά του 1968» - Οι baby boomers κατέστρεψαν το μέλλον των παιδιών τους 
Και προπαντός οι κοφτερές αναλύσεις του Christopher Lasch για το πολιτισμικό πλαίσιο του ναρκισσισμού.
Αξίζει ίσως μια ματιά και στην ανάλυση του γερμανικής καταγωγής Αμερικανού δημοσιογράφου Hannes Stein, ο οποίος εισάγει στη συζήτηση για τις ημέρες και έργα αυτού του ναρκισσιστικού πλήθους έναν άλλο συνεκδοχικό όρο: «Woodstock» (εδώ, σε γερμανική γλώσσα). Kι αυτός - σαν τον Mazower - εισάγει με έμφαση την πτυχή της διαγενεακής ανισότητας, δηλαδή έλλειμμα αλληλεγγύης ακραίας μορφής, τυραννία εις βάρος των νεότερων γενεών, ιδιοτέλεια.
Έτσι ξαναμπαίνει επίμονα από το παράθυρο ο οικονομικός παράγων, όσο και άν πολλοί, με τους ψυχολογισμούς τους ή με την υπερπολιτικοποίηση των πάντων, πασχίζουν να διώξουν από την πόρτα τη σχέση που έχει με την οικονομία και με τις επακόλουθες νοοτροπίες όλο αυτό το έργο των «εξειδικευμένων χωρίς πνεύμα και ηδονιστών χωρίς καρδιά» (Μαξ Βέμπερ). Αυτοί αποφεύγουν να το δούν ως ιστορικό φαινόμενο, αναποδογυρίζουν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος και ρίχνουν όλη την ευθύνη στη «μαλθακότητα», στις «γενεές της λούφας». Έτσι καίνε και τα χλωρά μαζί με τα ξερά, αλλά αποενοχοποιούν τον εμπρησμό και σιωπούν για το εύφλεκτο υλικό: την εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των κοινωνιών* μετά το 1970.
Ας δούμε λοιπόν αυτό το παρελθόν 30-40 χρόνων υπό επίκαιρη οπτική γωνία. Κατά τρόπο φαινομενικά παράδοξο, με το να ταράζεται τώρα η μετά τη δεκαετία του 1960 «ραστώνη» της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μας αποκαλύπτει ότι τα κανονιστικά της θεμέλια ήταν εξαρχής ασθενή. Γιατί όπως αποφαίνεται ο (παραδοσιακός;) Σοσιαλδημοκράτης συνταγματολόγος Ernst-Wolfgang Böckenförde, «Το φιλελεύθερο εκκοσμικευμένο κράτος τρέφεται και διατηρείται ζωντανό από προϋποθέσεις που δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτό το ίδιο». Λέει δηλαδή ο Μπεκενφέρντε, ότι το βιώσιμο ή μή μιας δημοκρατίας με ελευθερία εξαρτάται από προ-πολιτικές προϋποθέσεις: Από κοινωνικές αξίες, από ιδέες και κυρίως από νοοτροπίες που συνδέονται πιο πολύ με την παιδεία, με την ηθική και με τα ήθη μιας εποχής, ή ακόμη και την θρησκεία, παρά με την πολιτική.
Έρνστ-Β. Μπέκενφέρντε: «Η ελευθερία είναι μεταδοτική» - Όμως, «το κράτος πρέπει να θέτει και πραγματοποιεί με αξιοπιστία ηθικούς στόχους, λόγου χάρη την κοινωνική δικαιοσύνη». 
Στις μετά το 1970 δεκαετίες φάνηκε να διαλύονται και πάλι οι κοινωνικές τάξεις και να γίνονται «μάζες», όχι βίαια όπως στο Μεσοπόλεμο αλλά με νέους τρόπους, κυρίως με τη διόγκωση νέου τύπου μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, με την εξατομίκευση, με την εξάπλωση του κατά David Riesman «μοναχικού πλήθους»
Στο βιβλίο Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, ο Παναγιώτης Κονδύλης, εφαρμόζοντας το γενικό θεωρητικό σχήμα του (περιγραφική θεωρία της απόφασης), είδε στη διαδικασία αυτή τον «μικρόκοσμο της ιδιωτικότητας να μεγεθύνεται και διευρύνεται», να δίνει «τον μακρόκοσμο της ιστορίας, εφόσον και οι δύο διέπονται από τις ίδιες μορφές συμπεριφοράς, αρδεύονται από τις ίδιες ψυχοβιολογικές πηγές». Όμως, σ΄ αυτή τη διόγκωση της ιδιωτικής σφαίρας ωθούσαν κρίσεις και αλλαγές στην οικονομία και κοινωνία και την υποβοηθούσαν ενεργά δρώντες παράγοντες στο πεδίο της πολιτικής. Ας θυμηθούμε, λόγου χάρη, το απόφθεγμα της Μ. Θάτσερ «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους» και από την άλλη πλευρά ψευδοπολιτικές ονειροφαντασίες της νεο-αριστεράς του 1968 του τύπου «τα προσωπικά ζητήματα είναι πολιτικά».
Αυτή η στοχευμένη διόγκωση του μερικού, της ιδιωτικής ιδιαιτερότητας εις βάρος του καθολικού, έμεινε και στοιχειώνει την πολιτική διαμάχη. Π.χ. οι τωρινοί φιλελεύθεροι και η λεγόμενη πολιτισμική Αριστερά (βλ. και ενδο-ΣΥΡΙΖΑϊκές κριτικές μερίδες) προστρέχουν επίμονα σε υπερασπίσεις ιδιαιτεροτήτων για να τις προβάλλουν ως πιστοποιητικά προοδευτισμού και να καλύψουν την εκκωφαντική ανεπάρκειά τους στα θεμελιώδη ζητήματα. Αποδομητικές αερολογίες των ακαδημαϊκών εκφραστών ακραία εξατομικευμένων μεσοστρωματικών μικρόκοσμων, του τύπου μη βιολογικός «προσανατολισμός και ταυτότητα φύλου», υιοθετούνται εύκολα και χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για ψευδοπολιτική στοχευμένη σε ιδιαίτερες πελατείες εκλογέων (target groups), μειοψηφικές αλλά με δυσανάλογα ισχυρή επιρροή στα Μέσα ενημέρωσης και στην lifestyle ψευδοδημοσιότητα.  
Ο Κονδύλης σωστά έβλεπε σε όλα αυτά παρακμή της δημόσιας σφαίρας. Όμως, συνεπής με τη θεωρία του, υπερτόνισε ως υπερ-ιστορικό, ψυχοβιολογικό γενεσιουργό παράγοντα της πολιτικής συμπεριφοράς την αυτοσυντήρηση και διεύρυνση της ισχύος του υποκειμένου. Στην πραγματικότητα, αυτά προσαρμόζονταν στις εξωτερικές πιέσεις του συστήματος (δηλαδή της αγοράς και της πολιτικής εξουσίας, που «αποικίζουν» ολόκληρη τη ζωή και την κατακλύζουν με τα μέσα τους, το χρήμα και την εξουσία - βλ. Χάμπερμας). Η ιδιωτικότητα δεν γινόταν «εξωτερική μοίρα και εσώτερος νόμος της ύπαρξης», όπως έγραψε ο Κονδύλης, αλλά για τους λίγους ήταν πλεονέκτημα και ευκαιρία για ιδιοτελή επίθεση στα κοινά αγαθά και στη δημόσια σφαίρα, ενώ για τους πολλούς έγινε αναγκαστικό καταφύγιο σε εποχή πολιορκίας.
Στο τέλος, πολιτικοί από τις γενιές των baby-boomers, όταν βρέθηκαν στην εξουσία, αποσυνέδεσαν με λόγους και με πράξεις την δημοκρατία από αξιολογικές βάσεις. Όμως, όσο πιο πολλή εξουσία εν γένει διαθέτει μια κοινωνική ομάδα, τόσο πιο ισχυρή είναι και η ειδική εξουσία της να ορίζει τις έννοιες στη δημόσια σφαίρα ως όλον. Φυσικά, αυτή η σχέση ισχύει και αντιστρόφως. Έτσι, όσο περνούσε ο καιρός μετά το 1970, οι αρετές του πολίτη με τις διάφορες μορφές τους (λόγου χάρη του πολίτη-εργαζόμενου, του πολίτη-αστού, του πολίτη που μετέχει στην πόλιν και υπερασπίζεται τα κοινά) παρουσιάζονταν στα μάτια των πολλών ως έννοιες άνευ νοήματος. Χωρίς κοινωνικές τάξεις και χωρίς πολίτες, η πολιτική καταντά να έχει ρίζες στον αέρα.  
Όσο πιο πολύ απομακρύνεται η πολιτική από το προ-πολιτικό έδαφος (και για να ξαναπιάσουμε το Φρανκφουρτιανό νήμα, από τον βιόκοσμο των πολλών, δηλαδή τον απτό κόσμο της καθημερινής ζωής και τις σκέψεις του συνήθους πολίτη), τόσο πιο εύκολα γίνεται θύμα «πειρατείας». Και έτσι ξαναπιάνουμε το νήμα της συζήτησης για την ομηρία της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τις ελίτ: Οικονομικές, πολιτικές, τεχνοκρατικές, μιντιακές, ακαδημαϊκές. Πάντως, η ομηρία της δημοκρατίας από το 1 % συνέβη πράγματι υπό την προστατευτική αιγίδα ενός ευρέως, πλειοψηφικού ίσως, κοινωνικού αστερισμού της «μαλθακότητας», του «δικαιωματισμού», της ανταρσίας των ιδιωτών που «τα θέλουν όλα και τα θέλουν τώρα». 
Σύνολο χρήσιμων ηλίθιων; Μάλλον πολύμορφο σύνολο αδιάφορων για την κοινή τύχη και για το αόρατο μέλλον, μολονότι έχουν την ακριβώς αντίθετη γνώμη για τον εαυτό τους. Και δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία, που ευρύτατα κοινωνικά σύνολα, χωρίς να το κάνουν συνειδητά, υπέκυψαν στον πειρασμό να παύσουν να είναι πολίτες και να ξαναγίνουν ιδιώτες μόνον. Να παίξουν τον πιο ανησυχητικό και παράδοξο από τους παράδοξους ρόλους, τον ρόλο του απολιτικού ζώου.  
Το πολιτικό προσωπικό και οι πολιτικολογούντες κάθε είδους οσμίζονται γρήγορα το πνεύμα της εποχής και προσαρμόζονται αμέσως στις επιταγές του. Αυτό που ενώνει τους ανόμοιους και αντίπαλους - τους νέους φιλελεύθερους Χαγιεκιανούς με την μετά το 1980 πολιτισμική Αριστερά των ιδιαίτερων ταυτοτήτων, την καθιερωμένη Δεξιά/Κεντρο-δεξιά (που καταφεύγει σε μια τεχνοκρατία χωρίς πολιτική) με τους αντιεξουσιαστές της εποχής μας, ή την φιλελευθερίζουσα Σοσιαλδημοκρατία μετά τους κλασικούς Μπραντ - Πάλμε - Κράισκυ - Σμιτ με τους δεξιούς λαϊκιστές που τόσο τυφλά λατρεύουν το αποπολιτικοποιημένο έθνος και τον ηγέτη του - είναι μια ιδέα κοινή: Μια «κοινωνία πολιτών» χωρίς πολίτες και χωρίς αρετές του πολίτη· ή όπως με ακρίβεια την ονόμαζε ήδη το 1800 ο Χέγκελ, μια αστική κοινωνία (bürgerliche Gesellschaft) χωρίς πολιτική κοινωνία (politische Gesellschaft).
Στο κάτω κάτω της γραφής, λέει το ανομολόγητο αλλά κοινό δόγμα, ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε τώρα. Μετά από μας ο κατακλυσμός - η αλλαγή του κλίματος, διάολε· είτε είναι αληθινή, είτε είναι το κατά Τραμπ εμπορικό κόλπο των Κινέζων. Ούτως ή άλλως, οι απόγονοί μας θα πάνε στον διάολο, μαζί με τον πλανήτη όλο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Mariana Mazzucato: A progressive green-growth narrative (Project Syndicate, Social Europe)

Χρίστος Αλεξόπουλος - Υπό κοινωνιολογικό πρίσμα (Μεταρρύθμιση)

Green European Journal

             

Ελλάδα 2009-2023, χρόνια πολιτικής δυσαρέσκειας (21.8.2023)

Ελλάδα 2009-2023, χρόνια πολιτικής δυσαρέσκειας  (21.8.2023)

2013: Η ελληνική κρίση μέσα στην ευρωπαϊκή. Είμαστε ακόμα ζωντανοί; (4.2.2013)

Πώς στήνεται μια «πιο σοβαρή» Χρυσή Αυγή - Η προϊστορία του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία»

Πώς στήνεται μια «πιο σοβαρή» Χρυσή Αυγή - Η προϊστορία του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία»
Από τους σκληρούς νεοφιλελεύθερους ευρωσκεπτικιστές οικονομολόγους και επιχειρηματίες στον αντισυστημικό λαïκο-ναζισμό

Verlyn Klinkenborg: Τι συμβαίνει στις μέλισσες και στις πεταλούδες (και σε άλλα όντα);

Verlyn Klinkenborg: Τι συμβαίνει στις μέλισσες και στις πεταλούδες (και σε άλλα όντα);
Γιατί οι άνθρωποι δεν το συνειδητοποιούν;

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου