Την
1η Μαΐου 2018 πέθανε στο Βερολίνο ο Elmar Altvater, γεννημένος το 1938,
καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Ινστιτούτο Otto-Suhr του
Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ομότιμος από το 2004.
Ο πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος (δυστυχώς πολύ λίγο στα
Ελληνικά) Έλμαρ Αλτφάτερ ήταν ένας από τους ελάχιστους μελετητές που
συνδύασαν αρμονικά και ολιστικά σε άρτιο οικοδόμημα, δομικούς λίθους από
τον μαρξισμό των δύο κλασικών και στερεό ιστό από την οικολογία· τόσο
ως υψηλού επιπέδου επιστήμη, όσο και ως έμπρακτη πολιτική. Έρριχνε πάντα φως σε νέα ανεξερεύνητα τοπία· μια ιδέα μπορεί να πάρει κανείς ήδη από μια εποχή πρώιμη για τέτοιες σκέψεις στην Ελλάδα, στο περιοδικό Ο Πολίτης (1988, μετάφραση στα ελληνικά του σημαντικού μικρού δοκιμίου του «Οικολογία, οικονομία, χρόνος, χώρος»), και να συνεχίσει μέχρι το 2014 της βαθιάς κρίσης (το εκτενές άρθρο «Το πολιτικό ευρώ» περιέχεται στην ελληνική έκδοση του συλλογικού έργου Δημοκρατία ή Καπιταλισμός, τόμος Β'). Μεγάλο και διαρκές ήταν το ενδιαφέρον του για την κρίση στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη.
Δεύτερον: Από τις αρχές του 18ου αιώνα, ο Μπερνάρ Μαντεβίλ (Bernard Mandeville) στο έργο του The Fable of The Bees: or, Private Vices, Public Benefits [1703 - μείξη ποιητικής αλληγορίας και ερμηνευτικού πεζού] και ο Βολταίρος στο μυθιστόρημά του Candide, στο οποίο στοχοποιούσε τον Λάιμπνιτς, προσπάθησαν να αμαυρώσουν την υπερφίαλη και όντως παράλογη ιδέα μιας «καλύτερης από όλες τις δυνατές κοινωνίες». Φυσικά, η ειρωνεία και η γελοιοποίηση δεν ήταν ακόμη η «κριτική της πολιτικής οικονομίας», την οποία επεξεργάστηκε ο Μαρξ μόνον από τη δεκαετία του 1840 και μετά. Η πολιτική οικονομία, η οποία πρωτοεμφανίστηκε ως επιστήμη μαζί με την αστική τάξη, δεν προώθησε και δεν αναβάθμισε περαιτέρω το έργο της ώστε να γίνει και κριτική της πολιτικής οικονομίας· αντίθετα, ακολούθησε τον πιο εύκολο δρόμο και επέλεξε ως αρχή της το να αποδεσμεύσει κάθε τί το οικονομικό από τα κοινωνικά και πολιτικά του πλαίσια, καθώς επίσης να το αποδεσμεύσει από τις συγκρούσεις και τις πιέσεις να υπόκειται και αυτό στη δημοκρατική νομιμοποίηση, στις παραδόσεις και στα έθιμα. Έτσι προσαρμόστηκε ταιριαστά σ' αυτό το τοπίο που είναι σήμερα η επικρατούσα καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Η οικονομική επιστήμη (economics) μεταλλάχθηκε σε επιστήμη μιας αυτονομημένης οικονομίας της αγοράς (disembedded market economy), η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της έρευνας του Καρλ Πολάνυι (Karl Polanyi, 1978). Η οικονομική επιστήμη δεν θεωρούσε πλέον τον εαυτό της ως πολιτική οικονομία, όπως ήταν στο πρόγραμμα των κλασικών οικονομολόγων. Τώρα αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό και από θέση άμυνας - ως επίθεση εναντίον της - τους κανόνες που δικαιολογούνται με ηθικά κριτήρια και απομακρύνθηκε πάρα πολύ από μια υλιστική και διαλεκτική κριτική της πολιτικής οικονομίας, με την απόσταση να μεγαλώνει διαρκώς. Έτσι, ακόμη και η λέξη «οικονομία» («economy») [από το οίκος και νόμος], η οποία φέρνει στο νου το υλικό, άρα κοινωνικό και φυσικό περιεχόμενό της, τώρα εξαλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από «τα οικονομικά» («economics»). Σε όλη αυτή την ιστορία της αποδέσμευσης και αυτονόμησης, στη διάρκεια της οποίας κάθε έννοια της κοινωνίας, της πολιτικής, του πολιτισμού και της φύσης σβήστηκε βαθμιαία από «τα οικονομικά», εξαφανίστηκε επίσης και η κριτική της οικονομικής λογικής. Ως επακόλουθο, η κριτική εξέπεσε και από τα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, αφού η επιστήμη που είναι τώρα γνωστή υπό το όνομα «τα οικονομικά» έχει ξεριζωθεί και απομακρυνθεί εντελώς από το κοινωνικό της πλαίσιο. Η απελπιστική κατάσταση που επικρατεί στις οικονομικές σχολές των σημερινών πανεπιστημίων έχει λοιπόν πίσω της μια δική της, εξίσου θλιβερή ιστορία.
Σύμφωνα με την νεοκλασική εκδοχή της οικονομικής επιστήμης, η οποία δεν αποδέχεται περιορισμούς στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς συσσώρευση και υποστηρίζει τον περιορισμό των κοινών αγαθών και τον περιορισμό της ρύθμισης των οικονομικών διαδικασιών από το κράτος, η εξωτερίκευση (externalization) [του κόστους] είναι δομική αρχή, αναπόφευκτη στη σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία. Αυτό συνεπάγεται ότι οι προσπάθειες εσωτερίκευσης του «κοινωνικού κόστους» θα μπορούσαν να αποβούν επιτυχείς μόνον αν τεθεί υπό αμφισβήτηση η ορθολογικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή μόνον εάν θεωρηθεί ότι αυτή η κοινωνία πρέπει να αλλάξει. Η εξωτερίκευση (externalization) είναι λοιπόν μια εκδήλωση (την οποία οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να κατανοήσουν) του γεγονότος ότι η οικονομία της αγοράς παύει να είναι ενσωματωμένη στην κοινωνία και στη φύση, πράγμα που ο Μαρξ επέκρινε ως φετιχισμό. Αυτό τους εμποδίζει να κατανοήσουν ότι η κατάληψη του πλανήτη με σκοπό την καπιταλιστική (συνήθως εμπορική) αξιοποίηση που ονομάζεται «εξωτερίκευση» [του κόστους], δεν είναι τίποτε λιγότερο από ένα είδος «πεπτικής επεξεργασίας» της φύσης στον ακόρεστο, άπληστο «σωλήνα μεταβολισμού» της οικονομίας και της κοινωνίας.
Τρίτον: Στην Κεϋνσιανή εκδοχή της οικονομικής επιστήμης, που ακολούθησε τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, ο χώρος και ο χρόνος, άρα κατηγορίες [ή θεμελιώδεις έννοιες] που ανήκουν στον φυσικό κόσμο ανακαλύφθηκαν εκ νέου ως στοιχεία με μεγάλη σημασία για τους οικονομολόγους. Όμως αυτή η κατανόηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, δεδομένου ότι το κύριο ενδιαφέρον ήταν το πώς να αναγνωρίζουμε τις οικονομικές αστάθειες που προκύπτουν ως αποτελέσματα της αβεβαιότητας των επενδυτικών αποφάσεων και εμφανίζονται μπροστά μας σε χρόνο μέλλοντα. Μια επιχειρηματική απόφαση λαμβάνεται σε παρόντα χρόνο, με βάση δεδομένες βεβαιότητες, οι οποίες ανακύπτουν από χρονικές περιόδους που είναι ήδη παρελθόν. Ωστόσο, οι επιχειρηματικές προσδοκίες βασίζονται σε μελλοντικά έσοδα. Επομένως, οι επενδύσεις είναι πάντοτε και αναπόφευκτα «φορτωμένες» με διακινδύνευση και μπορεί να αποτύχουν, καθώς το μέλλον είναι άγνωστο και τα πράγματα μπορεί στο τέλος να εξελιχθούν με πολύ διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως είχε προγραμματίσει η οικονομική οντότητα που έλαβε τις επενδυτικές αποφάσεις. Αυτή η οικονομική οντότητα συγκρίνει τα εξωτερικά και εσωτερικά επιτόκια, επιτόκια της αγοράς που μπορούν να ρυθμιστούν από την κεντρική τράπεζα ώστε να κυμαίνονται εντός ορισμένων ορίων, καθώς και το ποσοστό του κέρδους, που εξαρτάται από την παραγωγικότητα και τα κόστη της εργασίας. Ωστόσο, οι επενδυτικές αποφάσεις στηρίζονται σε ιδιωτικούς υπολογισμούς που επικεντρώνονται στο κέρδος.
Τέταρτον: Σε αντίθεση με την κλασική οικονομική επιστήμη, με τα νεοκλασικά οικονομικά και με τον Κεϋνσιανισμό ή τις παραλλαγές του, στη «θερμοδυναμική» οικονομική επιστήμη κεντρικές κατηγορίες είναι η ύλη, η ενέργεια και οι μετασχηματισμοί τους, δηλαδή οι οικολογικές συνθήκες της παραγωγής, της κατανάλωσης και της κυκλοφορίας. Αυτά τα «θερμοδυναμικά οικονομικά» είναι η απάντηση που έδωσαν οικονομολόγοι που δεν ικανοποιούνται με τις νεοφιλελεύθερες και νεοκλασικές σχολές σκέψης, οι οποίες λησμονούν τη φύση ως παράγοντα. Επίσης στρέφονται και εναντίον της θεωρίας του Μαρξ, έχοντας, ωστόσο, ως βάση μια τρομερά κολοβωμένη ερμηνεία της μαρξικής ανάλυσης για τον τρόπο παραγωγής που βασίζεται στην αξία (και όχι στην ύλη, πράγματι).
Σήμερα, τα θερμοδυναμικά οικονομικά ή βιοϊοικονομικά αναφέρονται συνήθως σε σχέση με τον Ρουμάνο μαθηματικό και οικονομολόγο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν (Nicholas Georgescu-Roegen) και το βασικό έργο του, γραμμένο το έτος 1971. Οι μετασχηματισμοί της ύλης και της ενέργειας έχουν θεμελιώδη σημασία για την οικονομική ανάλυση και δεν πρέπει να αποκλείονται από αυτήν, δεδομένου ότι οι οικονομικές συναλλαγές συμβαίνουν στο διάστημα του χώρου και του χρόνου· επομένως, μια οικονομική επιστήμη που δεν λαμβάνει υπόψη τον φυσικό χρόνο και τον φυσικό χώρο είναι παραλογισμός, καθώς αποκλείει από τον εαυτό της τη δυνατότητα να κατανοήσει τον εντροπικό χαρακτήρα όλων των οικονομικών μετασχηματισμών της ύλης και της ενέργειας.
Με την πάροδο του χρόνου η εντροπία αυξάνει· πράγμα του σημαίνει ότι μόλις χρησιμοποιηθεί η ενέργεια, δεν μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί η ίδια (παρόμοια ισχύουν και για την ύλη). Η ποιότητα της απόδοσης σε έργο [ως φυσικό μέγεθος = η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή καταναλώνεται από ένα σώμα κατά τη διάρκεια μιας μεταβολής στην κατάσταση του, η πιο γενικά, η ποσότητα της ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο ή που μετατρέπεται από μια μορφή σε μια άλλη], μειώνεται. Αυτό υπογραμμίζεται από τα θερμοδυναμικά οικονομικά, τα οποία, σε αντίθεση με τα νεοκλασικά οικονομικά, μπορούν να πραγματευτούν επαρκώς την εξωτερίκευση του κοινωνικού κόστους που δημιουργείται στην ιδιωτική οικονομία, όπως προαναφέραμε. Ωστόσο, στην θερμοδυναμική οικονομία, η ανάλυση των κοινωνικών μορφών της οικονομικής δραστηριότητας παραμελείται. Δεν εξετάζονται καν. Ο σημαντικός ρόλος των δυνάμεων του καπιταλισμού, οι οποίες βρίσκονται και ωθούν πίσω από τις σημερινές, καταστροφικές από οικολογική άποψη, μεταβολές της ύλης και της ενέργειας, και το πώς αυτές επηρεάζουν την οικολογία και την περιβαλλοντική πολιτική, δεν αναγνωρίζονται επαρκώς. Για άλλη μια φορά, ο κεντρικός ρόλος της κατηγορίας [των κοινωνικών μορφών στην οικονομία] δείχνει ότι η διπλή φύση της εργασίας και του προϊόντος της, του εμπορεύματος, είναι ο «άξονας» της πολιτικής οικονομίας (για μια πιο εμπεριστατωμένη πραγμάτευση σε βάθος, βλέπε Louis Althusser [στo έργo του Για τον Μαρξ και στα κείμενά του στο συλλογικό Διαβάζοντας το Κεφάλαιο]).
Πέμπτον: Από τις απαρχές της η πολιτική οικονομία είναι μονόπλευρη. Είτε το χρήμα θεωρείται ως το μόνο σημαντικό, είτε το αντικείμενο στο οποίο εστιάζει η έρευνα είναι η ύλη και η ενέργεια. Η ιδιαίτερη κοινωνική μορφή της χρήσης της ύλης και της ενέργειας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το ερώτημα γιατί το χρήμα μετασχηματίζεται σε κεφάλαιο, καθώς και το ερώτημα για ποιό λόγο, όταν συμβεί αυτό, ο τρόπος παραγωγής αλλάζει με τρόπο ανατρεπτικό όλους τους τρόπους ζωής, δεν εμφανίζονται στα ραντάρ των θεωρητικών της οικονομίας που ανήκουν είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά. Αυτή η μονόπλευρη πραγμάτευση κάθε άλλο παρά καταργείται, όταν η πολιτική οικονομία παίρνει διάφορες και ποικίλες μορφές και δίνει στον εαυτό της το όνομα «πλουραλιστική οικονομική επιστήμη», ή το τονίζει με τη χρήση πολλαπλών άλλων ονομάτων, όπως οικολογικά οικονομικά, εξελικτικά οικονομικά (evolutionary economics), οικονομικά των κοινών αγαθών (commons economics), οικονομικά της κοινότητας (community economics) και μετα-αναπτυξιακά οικονομικά (post-growth economics) - βλ. Schneidewind et al).
Συνεπώς, έτσι δεν προκύπτει η επιστήμη που μετά τον Μαρξ αποκαλείται «κριτική της πολιτικής οικονομίας», την οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε, μαζί με τον Φρίντριχ Ένγκελς, ως «επιστήμη του συνδεδεμένου με διαλεκτικό τρόπο όλου» ή - όπως θα την περιγράφαμε σήμερα - ως ολιστική προσέγγιση συμβατή με τη θεωρία του χάους. Ο πλουραλισμός είναι καλός, αλλά δεν αρκεί για να συλλάβει τις αντιφάσεις και τις κρίσεις που εμφανίζονται μέσα στην κοινωνική δυναμική των καπιταλιστικών οικονομιών και στον «ιστό της ζωής» (Jason Moore, 2015), τον οποίο ρυθμίζουν και ελέγχουν πάνω στον πλανήτη Γη αυτές οι οικονομίες. Μέχρι στιγμής, αυτός ο ιστός της ζωής δεν έχει ερευνηθεί και κατανοηθεί στην όλη του πολυπλοκότητα· και το να κατανοηθεί επιστημονικά μπορεί να αποδειχτεί ανέφικτο. Επίσης, στον ιστό αυτό περιέχονται πολλοί δρώντες παράγοντες που παίζουν ρόλο στις κοινωνικές συγκρούσεις και στους ταξικούς αγώνες της οικολογικής εποχής. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτούς τους παράγοντες το συντομότερο δυνατό, άν θέλουμε να αποκτήσουμε ή να συνεχίσουμε να έχουμε ικανότητα για δράση. Ο περιβαλλοντικός χώρος που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι μόνον περιορισμένος, όπως έχει αναγνωριστεί ήδη από τη δεκαετία του 1990 ως επακόλουθο των γνώσεων που μας έδωσαν οι μελέτες για τα όρια της ανάπτυξης (limits of growth). Εμείς που ζούμε τώρα στην «περιορισμένη έκταση της πλανητικής σφαίρας» (για να κάνουμε χρήση ενός όρου που είχε αναφέρει ο Immanuel Kant), προσεγγίζουμε στα «πλανητικά όρια» που προσδιορίστηκαν εκ νέου το 2009 από μια διεθνή ομάδα επιστημόνων, υπό την ηγεσία του Johan Rockström. Έχουμε ήδη περάσει μερικά από αυτά τα όρια. Ζούμε οριακά, με ορίζοντα μόνον το σήμερα (hand-to-mouth)· το χέρι μπορεί να προσφέρει όλο και λιγότερα στο στόμα, αλλά εξακολουθεί να γίνεται κατάχρηση του στόματος ως οργισμένου μεγαφώνου, κυρίως από τους «μεγάλους Αμερικανούς» [που θέλουν «να ξανακάνουν την Αμερική μεγάλη»].
Οικονομικές αντιφάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις
Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, εκτός από τη δημιουργία μιας οικονομικά αποδοτικής, κοινωνικά ισορροπημένης κοινωνίας, οργανωμένης δημοκρατικά και οικολογικά σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας. Πολλοί θα συμφωνήσουν με αυτή την εξαγγελία. Πρόκειται όμως για εξαγγελία που δεν απορρέει από απλή συνειδητοποίηση των πλεονεκτημάτων μιας οικονομίας της μετα-ανάπτυξης, διότι ένα τέτοιο είδος οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την υπέρβαση του καπιταλισμού. Όπως συμβαίνει πάντοτε στην ιστορία, θα είναι το αποτέλεσμα ταξικών αγώνων για ένα μέλλον αξιοβίωτο, στον 21ο αιώνα και μετά από αυτόν. Δηλαδή, θα είναι αποτέλεσμα ρεαλιστικών πολιτικών προσπαθειών για να πάρει ανθρώπινη και οικολογική μορφή «το συνδεδεμένο με διαλεκτικό τρόπο όλον».
- Altvater, Elmar (2017a): Kapital und Anthropozän, στο: Greffrath, Mathias (2017): 53-72.
- Altvater, Elmar (2017b): Nach 150 Jahren „Das Kapital“ – Kritik der politischen Ökonomie am Plastikstrand, στο: Z – Nr. 111, Σεπτ. 2017.
- Engels, Friedrich: Dialektik der Natur, στο: Karl Marx/ Friedrich Engels – Werke. (Karl) Dietz Verlag, Berlin. Τόμος 20, Βερολίνο, 1962: 305-570.
- Engels, Friedrich: Die Lage der arbeitenden Klasse in England, στο: Marx-Engels-Werke (MEW) Band 2. Dietz, Βερολίνο 1972: 225–506.
- Georgescu-Roegen, N. (1971): The Entropy Law and the Economic Process, Cambridge, Mass. (Harvard University Press).
- Greffrath, Mathias, επιμ. (2017): Das Kapital. Politische Ökonomie im 21. Jahrhundert, (Kunstmann) Μόναχο.
- Kapp, K. William (1971): The Social Costs of Private Enterprise, N. Υόρκη.
- Mandeville, Bernard de (1703/1957). Die Bienenfabel, (Akademie-Verlag) Bερολίνο.
- Marx, Karl Capital, Τόμοι 1 και 3, Penguin Classics. N. Υόρκη και Λονδίνο.
- Moore, Jason (2015): Capitalism in the Web of Life, (Verso) Λονδίνο.
- Polanyi, Karl (1978): The Great Transformation (Suhrkamp) Φρανκφούρτη/Μ. Ελληνικά: Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, εκδ, Νησίδες
- Rockström, Johan κ.ά. (2009): Planetary Boundaries: Exploring the Safe Operating Space for Humanity, στο: Ecology and Society 14 (2).
- Voltaire (1759/1990): Candide oder der Optimismus, (Büchergilde Gutenberg) Φρανκφούρτη/Μ, Βιέννη.
- [Stephan Lessenich: The Externalization Society: Living Beyond the Means of Others, ISA - Futures We Want, 25.9.2015]
Το 1970 συνίδρυσε το γερμανικό περιοδικό με επίκεντρο την πολιτική οικονομία PROKLA. Πέρα από τα θεωρητικά ζητήματα της ανάπτυξης, της κρίσης χρέους και της ρύθμισης των αγορών, βασικό θέμα των ερευνών του είναι οι επιπτώσεις της κεφαλαιοκρατικής επέκτασης στο περιβάλλον.
Ο Altvater ήταν ονομαστός παγκοσμίως κριτικός της πολιτικής οικονομίας και συγγραφέας πολλών βιβλίων σχετικών με την παγκοσμιοποίηση. Δίδαξε ως επισκέπτης ή συνεργάτης καθηγητής σε πολλά ονομαστά πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Μεταξύ των πολλών του βιβλίων, βασικό του έργο είναι: The Limits of Globalization (1996 - Grenzen der Globalisierung. Ökonomie, Ökologie und Politik in der Weltgesellschaft, ISBN 3-929586-75-4, γραμμένο απο κοινού με την Birgit Mahnkopf.
Ήταν μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ATTAC και του World Social Forum.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου