Ένα παλιό ενδιαφέρον άρθρο του Σλάβοϊ Ζίζεκ στο Project Syndicate, γραμμένο στις 3.8.2022, λίγους μήνες μετά την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία, είχε τον τίτλο «Τι κοινό έχουν η “Woke” Αριστερά και η Εναλλακτική Δεξιά».1 Αναδημοσιεύτηκε ολόκληρο, με ίδιο τίτλο, και στον ιστοχώρο Diplomatic Courier.2 Στο άρθρο του εκείνο ο Ζίζεκ αντιμετώπιζε τις απόψεις ενός γνώριμου στόχου του: Του Καναδού ψυχολόγου Τζόρνταν Πίτερσον, ενός «αναπόσπαστου εξαρτήματος των Μέσων Ενημέρωσης που υποστηρίζουν τη λεγόμενη εναλλακτική ή αντισυστημική Δεξιά (alt-right)».
Jordan Peterson και Elon Musk, σύντροφοι εν όπλοις στον πόλεμο με την “woke” αριστερο-φιλελεύθερη ελίτ των πάμπλουτων (© Spectator) |
Ο Ζίζεκ συνηθίζει να κοινωνιολογεί και πολιτικολογεί ως φιλόσοφος, αλλά αποφεύγει (ή αδυνατεί) να φιλοσοφεί ως κοινωνιολόγος και ως πολιτικός επιστήμων. Αυτό άλλοτε τον έχει οδηγήσει σε εύστοχες εκλάμψεις (π.χ. για την προστασία της κληρονομιάς του Διαφωτισμού στην Ευρώπη), άλλοτε σε σκοτεινές γωνίες της πολιτικής σκέψης.
Ο Πίτερσον ήταν μόνον η αφορμή. Με αυτήν ο Ζίζεκ οδηγήθηκε σε μιά μια από τις εύστοχες εκλάμψεις της σκέψης του, ικανή να παρακινήσει σε δημιουργικές πολιτικές επισημάνσεις. Έθιξε ένα θέμα ταμπού: Στα πλαίσια του από το 1789 καθιερωμένου συστήματος πολιτικών συντεταγμένων, του μονοδιάστατου άξονα «Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά», μια ορισμένου τύπου πολιτική επιχειρηματολογία και πρακτική, την οποία πολλοί αποκαλούν αμερικανοπρεπώς «woke» [«επαγρύπνηση» εναντίον προκαταλήψεων και διακρίσεων που αφορούν χρώμα δέρματος, φυλή, φύλο, ταυτότητες φύλου, εθνοτικές ταυτότητες ή άλλες ταυτότητες προσδιορισμένες είτε συμβατικά, είτε υποκειμενικά], αντιμετωπίζεται από αρκετούς και ποικίλους ως ακρογωνιαίος λίθος της όλης πολιτικής στάσης και συμπεριφοράς που αποκαλείται «δυτική πολιτική ορθότητα» της εποχής μας. Από τους μεν αντιμετωπίζεται ως ψόγος από τους δε ως έπαινος.
Η ουσία της σύγκρουσης αφορά το πεδίο της πολιτικής στρατηγικής: Μια ορισμένη αλλά ευρεία «μοντέρνα (ή μάλλον μεταμοντέρνα) Αριστερά», ριζωμένη τόσο στη Σοσιαλδημοκρατία όσο και σε «ριζοσπαστικές» εκδοχές, βλέπει εκεί μια πρόκληση και πρόσκληση για κατάκτηση νέων και νεοδημιουργούμενων εδαφών στο ευρύ πεδίο της κοινωνίας. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ένας ευρύς «σύγχρονος Φιλελευθερισμός», είτε «μετριοπαθής του Κέντρου», με έντονες πολιτισμικές ανησυχίες, είτε σκληρά οικονομοκεντρικός (Φιλελευθερισμός με το πρόθεμα «Νέο-»). Αντίθετα, οι ιδεολόγοι και οι στρατηγικοί εγκέφαλοι της λεγόμενης εναλλακτικής ή αντισυστημικής Δεξιάς, βλέπουν εκεί ένα αδύνατο σημείο της στρατηγικής διάταξης «της Αριστεράς» και του Φιλελευθερισμού. Μάλιστα, πολλοί «εναλλακτικοί», σταθερά αμερικανοπρεπώς, συμπεριλαμβάνουν στην όλη «Αριστερά» και τους πάσης φύσεως Φιλελεύθερους. Οι πιο προχωρημένοι «αντισυστημικοί» βλέπουν (ή κάνουν πως βλέπουν) στην «wokeness» και στον λεγόμενο δικαιωματισμό τα πιο αδύνατα σημεία της όλης «συστημικής» πολιτικής.
Πεδίο κρίσιμης μάχης ή καυγάς περί όνου σκιάς; Και τι διάολο; Από τον Σλάβοϊ Ζίζεκ περιμέναμε να μας αρπάξει από την μεταμοντέρνα Νεφελοκοκκυγία και να μας οδηγήσει σε στέρεο έδαφος;
Ο Πίτερσον ήταν μόνον η αφορμή. Με αυτήν ο Ζίζεκ οδηγήθηκε σε μιά μια από τις εύστοχες εκλάμψεις της σκέψης του, ικανή να παρακινήσει σε δημιουργικές πολιτικές επισημάνσεις. Έθιξε ένα θέμα ταμπού: Στα πλαίσια του από το 1789 καθιερωμένου συστήματος πολιτικών συντεταγμένων, του μονοδιάστατου άξονα «Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά», μια ορισμένου τύπου πολιτική επιχειρηματολογία και πρακτική, την οποία πολλοί αποκαλούν αμερικανοπρεπώς «woke» [«επαγρύπνηση» εναντίον προκαταλήψεων και διακρίσεων που αφορούν χρώμα δέρματος, φυλή, φύλο, ταυτότητες φύλου, εθνοτικές ταυτότητες ή άλλες ταυτότητες προσδιορισμένες είτε συμβατικά, είτε υποκειμενικά], αντιμετωπίζεται από αρκετούς και ποικίλους ως ακρογωνιαίος λίθος της όλης πολιτικής στάσης και συμπεριφοράς που αποκαλείται «δυτική πολιτική ορθότητα» της εποχής μας. Από τους μεν αντιμετωπίζεται ως ψόγος από τους δε ως έπαινος.
Η ουσία της σύγκρουσης αφορά το πεδίο της πολιτικής στρατηγικής: Μια ορισμένη αλλά ευρεία «μοντέρνα (ή μάλλον μεταμοντέρνα) Αριστερά», ριζωμένη τόσο στη Σοσιαλδημοκρατία όσο και σε «ριζοσπαστικές» εκδοχές, βλέπει εκεί μια πρόκληση και πρόσκληση για κατάκτηση νέων και νεοδημιουργούμενων εδαφών στο ευρύ πεδίο της κοινωνίας. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ένας ευρύς «σύγχρονος Φιλελευθερισμός», είτε «μετριοπαθής του Κέντρου», με έντονες πολιτισμικές ανησυχίες, είτε σκληρά οικονομοκεντρικός (Φιλελευθερισμός με το πρόθεμα «Νέο-»). Αντίθετα, οι ιδεολόγοι και οι στρατηγικοί εγκέφαλοι της λεγόμενης εναλλακτικής ή αντισυστημικής Δεξιάς, βλέπουν εκεί ένα αδύνατο σημείο της στρατηγικής διάταξης «της Αριστεράς» και του Φιλελευθερισμού. Μάλιστα, πολλοί «εναλλακτικοί», σταθερά αμερικανοπρεπώς, συμπεριλαμβάνουν στην όλη «Αριστερά» και τους πάσης φύσεως Φιλελεύθερους. Οι πιο προχωρημένοι «αντισυστημικοί» βλέπουν (ή κάνουν πως βλέπουν) στην «wokeness» και στον λεγόμενο δικαιωματισμό τα πιο αδύνατα σημεία της όλης «συστημικής» πολιτικής.
Πεδίο κρίσιμης μάχης ή καυγάς περί όνου σκιάς; Και τι διάολο; Από τον Σλάβοϊ Ζίζεκ περιμέναμε να μας αρπάξει από την μεταμοντέρνα Νεφελοκοκκυγία και να μας οδηγήσει σε στέρεο έδαφος;
Peterson, Πούτιν, Ντούγκιν - Με τον Martin Heidegger στη θεση του «αόρατου υποβολέα»; |
Από το βιντεομήνυμα του Πίτερσον με τίτλο «Ρωσία εναντίον Ουκρανίας ή Εμφύλιος Πόλεμος στη Δύση;» («Russia vs. Ukraine or Civil War in the West?»), o Σλάβοϊ Ζίζεκ διέκρινε «τί συνδέει τον πόλεμο στην Ουκρανία με τη σύγκρουση του φιλελεύθερου κυρίαρχου ρεύματος και της νέας λαϊκιστικής Δεξιάς στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη». Αλλά όπως λέει ο τίτλος του άρθρου του, προσπάθησε να βρει και τί κοινό έχουν η σημερινή «woke Αριστερά» και η λεγόμενη εναλλακτική ή αντισυστημική Δεξιά. Γράφει ο Ζίζεκ:
Ο Πίτερσον «στην αρχή καταδικάζει τον επιθετικό πόλεμο του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν», «αλλά η στάση του μεταμορφώνεται σταδιακά σε ένα είδος μεταφυσικής υπεράσπισης της Ρωσίας. Αναφερόμενος στα Ημερολόγια του Ντοστογιέφσκι, υποστηρίζει ότι ο δυτικοευρωπαϊκός ηδονιστικός ατομικισμός είναι πολύ κατώτερος από τη ρωσική συλλογική πνευματικότητα, και τελικά εγκρίνει δεόντως τον χαρακτηρισμό του σύγχρονου δυτικού φιλελεύθερου πολιτισμού από το Κρεμλίνο ως “εκφυλισμένου”. Περιγράφει τον μεταμοντερνισμό ως μια μεταμόρφωση του μαρξισμού που επιδιώκει να καταστρέψει τα θεμέλια του χριστιανικού πολιτισμού. Υπ' αυτό το πρίσμα, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένας αγώνας μεταξύ των παραδοσιακών χριστιανικών αξιών και μιας νέας μορφής κομμουνιστικού εκφυλισμού»[...]Συνεχίζει ο Ζίζεκ:
«Όμως, εάν βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο Πίτερσον παραδέχεται πως ο πόλεμος που ξεκίνησε η Ρωσία και η εναλλακτική Δεξιά στις ΗΠΑ είναι συμπράττοντες λόχοι του ίδιου παγκόσμιου στρατεύματος, αυτό συνεπάγεται ότι οι αριστεροί πρέπει απλώς να παραταχθούν στην αντίθετη πλευρά; Εδώ η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη. Αν και ο Πίτερσον ισχυρίζεται ότι πολεμά τον κομμουνισμό, στην πραγματικότητα επιτίθεται σε ένα σημαντικό επακόλουθο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Διότι, όπως έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς πριν από περισσότερα από 150 χρόνια στο πρώτο κεφάλαιο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου:
“Παντού όπου η αστική τάξη ήρθε στην εξουσία, κατέστρεψε όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές και ειδυλλιακές σχέσεις […] Όλες οι σταθερές, ήδη αποστεωμένες σχέσεις, μαζί με τις αρχαίες, αξιοσέβαστες προκαταλήψεις και ιδέες τους σαρώνονται και εξαφανίζονται, όλες οι νεοσχηματιζόμενες απαρχαιώνονται πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το στερεό ρευστοποιείται και εξατμίζεται, καθετί το ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος ο άνθρωπος αναγκάζεται ν' αντικρίσει νηφάλια την πραγματική θέση του στη ζωή και τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του”».
«Πολιτισμικός εμφύλιος πόλεμος» εντός της αναπτυγμένης Δύσης και αριστεροί σε ρόλους χρήσιμων ηλίθιων; Κυνηγοί ανεμόμυλων (και εν έτει 2024 ανεμογεννητριών);
Και συνεχίζει εύστοχα ο Σλάβοϊ Ζίζεκ:
«Τούτη η παρατήρηση αγνοείται επιμελώς από τους αριστερούς θεωρητικούς των πολιτισμικών πραγμάτων· αυτοί εξακολουθούν να εστιάζουν την κριτική τους στην πατριαρχική ιδεολογία και πρακτική. Και όμως είναι βέβαιο ότι η κριτική της πατριαρχίας έφτασε στην αποθέωσή της εκείνη ακριβώς την ιστορική στιγμή που η πατριαρχία έχασε τον ηγεμονικό της ρόλο - δηλαδή όταν ο ατομικισμός της αγοράς την παρέσυρε. Και τελικά, τι γίνεται με τις πατριαρχικές οικογενειακές αξίες, όταν ένα παιδί μπορεί να μηνύσει τους γονείς του για παραμέληση και κακοποίηση (πράγμα που υποδηλώνει ότι ακόμη και η γονεϊκότητα είναι απλώς ένα άλλο προσωρινό και διαλυτό συμβόλαιο μεταξύ ατόμων που μεγιστοποιούν τη χρηστικότητα);Και συνεχίζει ο Ζίζεκ, φθάνοντας εν παρόδω και σε επιχειρήματα υπέρ του παραδοσιακού, μονοδιάστατου συστήματος πολιτικών συντεταγμένων («Αριστερά – Κέντρο – Δεξιά»):
Φυσικά, τέτοιοι “αριστεροί” είναι πρόβατα που φορούν προβιά λύκου ή γούνα λιονταριού· λένε στον εαυτό τους ότι είναι ριζοσπάστες επαναστάτες την ώρα που υπερασπίζονται το κυρίαρχο κατεστημένο. Σήμερα, η ρευστοποίηση των προνεωτερικών κοινωνικών σχέσεων και μορφών έχει ήδη προχωρήσει πολύ περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί ο Μαρξ. Όλες οι πτυχές της ανθρώπινης ταυτότητας γίνονται πλέον ζήτημα προτιμήσεων και [ατομικής] επιλογής. Η φύση γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο τεχνολογικής χειραγώγησης. Επομένως, ο “εμφύλιος πόλεμος” που βλέπει ο Πίτερσον στην αναπτυγμένη Δύση είναι μια χίμαιρα. Είναι μια σύγκρουση μεταξύ δύο εκδοχών του ίδιου παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος: Του ασυγκράτητου φιλελεύθερου ατομικισμού εναντίον του νεοφασιστικού συντηρητισμού, ο οποίος επιζητεί να ενώσει τον καπιταλιστικό δυναμισμό με τις παραδοσιακές αξίες και ιεραρχίες».
«Εδώ υπάρχει ένα διπλό παράδοξο. Η δυτική πολιτική ορθότητα (“wokeness”) έχει εκτοπίσει την πάλη των τάξεων· έχει δημιουργήσει μια φιλελεύθερη ελίτ, η οποία ισχυρίζεται ότι προστατεύει τις απειλούμενες φυλετικές και σεξουαλικές μειονότητες, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή από την [δυσανάλογη] οικονομική και πολιτική ισχύ των δικών της μελών. Ταυτόχρονα, αυτό το ψέμα επιτρέπει στους λαϊκιστές της εναλλακτικής Δεξιάς να αυτοπαρουσιάζονται ως υπερασπιστές των “πραγματικών” ανθρώπων ενάντια στις ελίτ του εταιρικού κόσμου και του “βαθέος κράτους”, παρόλο που και αυτοί οι ίδιοι καταλαμβάνουν θέσεις στα επιβλητικά ύψη της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.
Τελικά και οι δύο πλευρές πολεμούν για τα λάφυρα ενός συστήματος για το οποίο είναι εξ ολοκλήρου συνένοχοι. Καμία πλευρά δεν υποστηρίζει πραγματικά τους εκμεταλλευόμενους, ούτε έχει συμφέρον από την αλληλεγγύη εντός της εργατικής τάξης. Το συμπέρασμα δεν είναι ότι η “Αριστερά” και η “Δεξιά” είναι ξεπερασμένες έννοιες - όπως ακούει συχνά κανείς - αλλά μάλλον ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι έχουν εκτοπίσει τους ταξικούς αγώνες ως κινητήρα της πολιτικής».
Ερεθιστικά ενδιαφέροντες μεν οι πολιτισμικοί εμφύλιοι πόλεμοι και η παρακμή της Δύσης - δει δη πολιτικής ατζέντας και άνευ ταύτης ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων 3
Στο τέλος του άρθρου, ο Ζίζεκ επιστρέφει εκεί από όπου άρχισε, στην επίθεση του καθεστώτος Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας. Μάλιστα, παραπέμποντας και σε ένα άρθρο του Simon Tisdall στην Guardian, διαπιστώνει ευκρινέστατα τι σημαίνει στο βάθος-βάθος για την ευρωπαϊκή ήπειρο αυτή η εισβολή. Και χωρίς περιστροφές, κλείνοντας το άρθρο, μάς υπενθύμισε ποια μεγάλη πολιτική ατζέντα, εάν επικρατούσε στη δημόσια συζήτηση, θα στεκόταν στο ύψος των προκλήσεων που θέτει ενώπιον μας ο τωρινός συνδυασμός μεγάλων κρίσεων :
Στο τέλος του άρθρου, ο Ζίζεκ επιστρέφει εκεί από όπου άρχισε, στην επίθεση του καθεστώτος Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας. Μάλιστα, παραπέμποντας και σε ένα άρθρο του Simon Tisdall στην Guardian, διαπιστώνει ευκρινέστατα τι σημαίνει στο βάθος-βάθος για την ευρωπαϊκή ήπειρο αυτή η εισβολή. Και χωρίς περιστροφές, κλείνοντας το άρθρο, μάς υπενθύμισε ποια μεγάλη πολιτική ατζέντα, εάν επικρατούσε στη δημόσια συζήτηση, θα στεκόταν στο ύψος των προκλήσεων που θέτει ενώπιον μας ο τωρινός συνδυασμός μεγάλων κρίσεων :
«Στόχος του Πούτιν ήταν ο εξευτελισμός της Ευρώπης. Χρησιμοποιώντας ως όπλα την ενέργεια, τα τρόφιμα, τους πρόσφυγες και την πληροφόρηση, ο ηγέτης της Ρωσίας διέσπειρε οικονομικό και πολιτικό πόνο, δημιούργησε συνθήκες πολέμου για όλους […] Όπως δήλωσε πρόσφατα ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολόντιμιρ Ζελένσκι στην Vogue, “απλώς προσπαθήστε να φανταστείτε πως θα σκεφτόσασταν εάν αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία συνέβαινε στη χώρα σας. Θα σκεφτόσασταν τότε τις τιμές του φυσικού αερίου ή τις τιμές του ρεύματος;” Έχει δίκιο. Η Ευρώπη δέχεται επίθεση και πρέπει να κινητοποιηθεί, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά επίσης κοινωνικά και οικονομικά. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την κρίση για να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας, υιοθετώντας αξίες που θα μας γλιτώσουν από μια οικολογική καταστροφή τις επόμενες δεκαετίες. Αυτή μπορεί να είναι η τελευταία μας ευκαιρία».Κρατώντας το ευκρινές δια ταύτα στο τέλος των γραφομένων του Ζίζεκ, ας επιστρέψουμε στην όλη επιχειρηματολογία του και στον έλεγχο της. Σε πρώτη ανάγνωση, ο Ζίζεκ φαίνεται να διατυπώνει εύστοχα τι έχουν στο μυαλό τους πάρα πολλοί σημερινοί «αριστεροί θεωρητικοί των πολιτισμικών πραγμάτων» και ακόμη πιο εύστοχα τι θέατρο παίζουν οι εθνικολαϊκιστές της εναλλακτικής Δεξιάς. Ωστόσο, ως συνήθως, κοινωνιολογεί και πολιτικολογεί ως φιλόσοφος. Αλλά το πρόβλημα δεν απορρέει απλά και μόνον από τις «ιδιοτροπίες» ή από το ιδεολογικό «κόλλημα» του Ζίζεκ.
Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι, ότι σήμερα, αντίθετα από τα βήματα που διαρκώς κάνουν τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες προς ακριβέστερη και πληρέστερη κατανόηση της πραγματικότητας, αυτό που αποκαλείται φιλοσοφία, αλλά μάλλον και οι κοινωνικές επιστήμες, «δυσκολεύονται» πάρα πολύ με την πολυπλοκότητα της πραγματικής πραγματικότητας και με την επιτάχυνση της. Τα πράγματα του 21ου Αιώνα τους πέφτουν πολύ βαριά.
Η πολιτική και τα media δεν ακολουθούν το ρεύμα της κοινωνίας. Ορίζουν ενεργητικά την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης και με φόντο αυτήν, χαράσσονται οι πολιτικές τακτικές και στρατηγικές
Ο Ζίζεκ προσπαθεί να κατανοήσει τον «πολιτισμικό εμφύλιο πόλεμο» στην αναπτυγμένη Δύση ως σύγκρουση που καθοδηγείται πράγματι από στρατηγούς των θεωριών και χειριστές των ιδεολογιών, οι οποίοι αναλαμβάνουν ρόλο μέντορα (ή και εντολοδόχου) των χειριστών της δημοσιότητας και της πολιτικής. Οι υποτιθέμενοι μέντορες διαφωνούν για το ποιες ιδέες είναι προτιμότερο να κατισχύουν στον μελλοντικό καπιταλισμό αλλά και για την πιο αποτελεσματική μέθοδο εξαπάτησης των πολλών: Από εδώ οι μέντορες - εκφραστές φιλελεύθερων ατομικιστικών ελίτ, οι οποίοι, μαζί με τους συγγραφείς του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1848, «αντικρίζουν νηφάλια» και ως «σάρωση προκαταλήψεων» τις «βεβηλώσεις του ιερού» και τη ρευστοποίηση των πάντων· και με συμμάχους τους χρήσιμους ηλίθιους εξ αριστερών, εμφανίζονται ως αρχισαρωτές και αρχιβέβηλοι για να αποσπάσουν την προσοχή των πολλών από τα πραγματικά τους προβλήματα. Από εκεί οι μέντορες - εκφραστές «νεοφασιστικών συντηρητικών» ελίτ, οι οποίες ποντάρουν στο αναπόφευκτο αντίρροπο ρεύμα και επιζητούν κάτι ακόμη πιο φιλόδοξο: «Να ενώσουν τον καπιταλιστικό δυναμισμό με τις παραδοσιακές αξίες και ιεραρχίες».
Έτσι, σύμφωνα με τον Ζίζεκ, «αριστεροφιλελεύθεροι» και «εναλλακτικοί – αντισυστημικοί», για να αποκτήσει η κάθε πλευρά πλεονέκτημα έναντι της άλλης, καταλήγουν στο να ψαρεύουν για πολιτική ισχύ μέσα στην ολοένα πιο ταραγμένη κοινωνική θάλασσα που αναστατώνει ο καπιταλισμός.
Ο Ζίζεκ προσπαθεί να κατανοήσει τον «πολιτισμικό εμφύλιο πόλεμο» στην αναπτυγμένη Δύση ως σύγκρουση που καθοδηγείται πράγματι από στρατηγούς των θεωριών και χειριστές των ιδεολογιών, οι οποίοι αναλαμβάνουν ρόλο μέντορα (ή και εντολοδόχου) των χειριστών της δημοσιότητας και της πολιτικής. Οι υποτιθέμενοι μέντορες διαφωνούν για το ποιες ιδέες είναι προτιμότερο να κατισχύουν στον μελλοντικό καπιταλισμό αλλά και για την πιο αποτελεσματική μέθοδο εξαπάτησης των πολλών: Από εδώ οι μέντορες - εκφραστές φιλελεύθερων ατομικιστικών ελίτ, οι οποίοι, μαζί με τους συγγραφείς του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1848, «αντικρίζουν νηφάλια» και ως «σάρωση προκαταλήψεων» τις «βεβηλώσεις του ιερού» και τη ρευστοποίηση των πάντων· και με συμμάχους τους χρήσιμους ηλίθιους εξ αριστερών, εμφανίζονται ως αρχισαρωτές και αρχιβέβηλοι για να αποσπάσουν την προσοχή των πολλών από τα πραγματικά τους προβλήματα. Από εκεί οι μέντορες - εκφραστές «νεοφασιστικών συντηρητικών» ελίτ, οι οποίες ποντάρουν στο αναπόφευκτο αντίρροπο ρεύμα και επιζητούν κάτι ακόμη πιο φιλόδοξο: «Να ενώσουν τον καπιταλιστικό δυναμισμό με τις παραδοσιακές αξίες και ιεραρχίες».
Έτσι, σύμφωνα με τον Ζίζεκ, «αριστεροφιλελεύθεροι» και «εναλλακτικοί – αντισυστημικοί», για να αποκτήσει η κάθε πλευρά πλεονέκτημα έναντι της άλλης, καταλήγουν στο να ψαρεύουν για πολιτική ισχύ μέσα στην ολοένα πιο ταραγμένη κοινωνική θάλασσα που αναστατώνει ο καπιταλισμός.
Είναι και αυτό μια άλλη εκδοχή της ευρέως διαδεδομένης άποψης που ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές δυνάμεις, τα κόμματα, η πολιτική γενικά, μαζί και τα μέσα ενημέρωσης, προσαρμόζονται λίγο-πολύ παθητικά, ως ακόλουθοι εκ των υστέρων, στα επικρατούντα ρεύματα της κοινωνίας και του οικονομικού συστήματος. Τα οικονομικο-κοινωνικά ρεύματα προηγούνται, οι δρώντες παράγοντες στην δημοσιότητα και στην πολιτική ακολουθούν και αντικατοπτρίζουν αυτό που σκέφτονται και αισθάνονται «οι άνθρωποι εκεί έξω».
Ωστόσο, η υπόθεση αυτή έχει συζητηθεί εξαντλητικά στην πολιτική επιστήμη και στην επιστήμη της επικοινωνίας ήδη από τη δεκαετία του 1960. Έχει αποδειχθεί σαφώς, και με εμπειρικά δεδομένα, ότι δεν ισχύει.4
Στην πραγματικότητα, οι δρώντες παράγοντες της «μεγάλης» πολιτικής και οι ισχυροί οργανισμοί των κάθε είδους Μέσων Επικοινωνίας δρουν προληπτικά, ενεργητικά και επιδραστικά. Για να ακριβολογήσουμε, στην εποχή μας οι δεύτεροι είναι συνήθως ένα βήμα μπροστά από τους καθαρά πολιτικούς φορείς. Το πρώτο που κάνουν οι ισχυροί φορείς των ΜΜΕ και της πολιτικής, είναι να θέτουν μια συγκεκριμένη ατζέντα της προτίμησης τους ως βάση της δημόσιας συζήτησης. Δεύτερον, δεν ακολουθούν τα κοινωνικά ρεύματα· αντίθετα, ακολουθούν συστηματικά την ατζέντα τους και οι πολιτικοί φορείς την «γεμίζουν» σταδιακά με τα συγκεκριμένα περιεχόμενα που προωθούν. Δηλαδή, με μιά έννοια, χαράσσουν την πολιτική ατζέντα τους επάνω στα αχνάρια της επικοινωνιακής.
Στην πραγματικότητα, οι δρώντες παράγοντες της «μεγάλης» πολιτικής και οι ισχυροί οργανισμοί των κάθε είδους Μέσων Επικοινωνίας δρουν προληπτικά, ενεργητικά και επιδραστικά. Για να ακριβολογήσουμε, στην εποχή μας οι δεύτεροι είναι συνήθως ένα βήμα μπροστά από τους καθαρά πολιτικούς φορείς. Το πρώτο που κάνουν οι ισχυροί φορείς των ΜΜΕ και της πολιτικής, είναι να θέτουν μια συγκεκριμένη ατζέντα της προτίμησης τους ως βάση της δημόσιας συζήτησης. Δεύτερον, δεν ακολουθούν τα κοινωνικά ρεύματα· αντίθετα, ακολουθούν συστηματικά την ατζέντα τους και οι πολιτικοί φορείς την «γεμίζουν» σταδιακά με τα συγκεκριμένα περιεχόμενα που προωθούν. Δηλαδή, με μιά έννοια, χαράσσουν την πολιτική ατζέντα τους επάνω στα αχνάρια της επικοινωνιακής.
Με το να ορίζουν στη δημόσια σφαίρα την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης που θεωρούν κατάλληλη για τους στόχους τους, για να την γεμίσουν στη συνέχεια με πολιτικές, οι πολιτικοί και μιντιακοί οργανισμοί είναι αυτοί που συμπυκνώνουν και μετατρέπουν σε τακτικές και στρατηγικές τις στοχεύσεις συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (των λεγόμενων ελίτ, γιατί δεν υπάρχει «η μία ελίτ»), πολύ περιορισμένων σε πληθυσμό αν συγκριθούν με το σύνολο των πολιτών. Το πρώτο βήμα, το να ορίσουν την ατζέντα, είναι το πιο αποφασιστικό:
Με το να ορίζουν την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης («agenda setting»), «δεν καθορίζουν αναγκαστικά τι ακριβώς άποψη έχουν οι άνθρωποι για το Α ή Β συγκεκριμένο ζήτημα, ωστόσο επηρεάζουν πάρα πολύ, ποια θέματα προβληματίζουν τους ανθρώπους ή γίνονται αντικείμενα συζήτησης, και ποια όχι».5
Οι «μεγάλοι» δρώντες παράγοντες της πολιτικής
και τα Μέσα Επικοινωνίας κάθε είδους, πάντα και πολύ περισσότερο
σήμερα, δεν πάνε όπου φυσάει ο άνεμος στις κοινωνίες. Συνδιαμορφώνουν
οι ίδιοι ενεργητικά τα ρεύματα της κοινωνίας, τα ενισχύουν ή τα καταπολεμούν, και
όταν χρειάζεται, γίνονται μαιευτήρες τους, μέχρι και επικονιαστές και
γονιμοποιητές τους. Και δεν περιμένουν τους «τεχνικούς» ειδήμονες της θεωρίας και της ιδεολογίας για να τους διδάξουν τι να κάνουν, παρά μόνον τούς χρησιμοποιούν, με το αζημίωτο φυσικά, ως προπαγανδιστές ή συμβούλους δημοσίων σχέσεων.
Οι αγώνες στη δημόσια σφαίρα και στην πολιτική είναι «σκληρά σπορ» - οι αντίπαλοι στην αρένα σκέφτονται το «ματς», όχι «την πορεία της Ιστορίας»
Οι δρώντες παράγοντες της δημοσιότητας και της πολιτικής είναι και σήμερα τόσο πεπεισμένοι για την αδυναμία των φιλοσόφων και των θεωρητικών, όσο ήταν στην εποχή του ο Νικολό Μακιαβέλι. Όπως εκείνος, στην πραγματικότητα δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για πράγματα όπως «παραδοσιακές αξίες» ή «σάρωση προκαταλήψεων», άν και μιλούν γι αυτά συνεχώς· άν και αυτά βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων της εποχής μας, όπως ήταν και τότε στις αντιπαραθέσεις της εποχής του Μακιαβέλι. Δηλαδή της εποχής των αδελφών Καίσαρα και Λουκρητίας Βοργία, του πατέρα τους, του πολύτεκνου Πάπα Αλεξάνδρου ΣΤ' Βοργία, του Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα και του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α' των Αψβούργων, του επιλεγόμενου και «τελευταίου ιππότη».
Ακόμη κι όταν οχυρώνονται πίσω από ιδεολογήματα, οι πολιτικοί της πράξης και τα «λαϊκά» ΜΜΕ θέτουν μια ατζέντα συζήτησης και την ακολουθούν χαράσσοντας πολιτικές, για να επικεντρωθούν σε πράγματα πολύ πιο χειροπιαστά, πολύ πιο κυνικά, συχνά και πολύ πιο βραχυπρόθεσμης εμβέλειας, από εκείνα που απασχολούν τους στρατηγούς των ιδεολογιών. Μεταξύ τους υπάρχουν και πράγματα που οι σοφοί του 20ού ή του 19ου Αιώνα δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα γινόταν κάποτε μέγιστα διακυβεύματα της πολιτικής πάλης.
Π.χ. η ατζέντα για το ενεργειακό ζήτημα: Ομηρεία από όσους πλουτίζουν με τη χρηματοδότηση, εξόρυξη, επεξεργασία και μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου
Λόγου χάρη, σήμερα εν μέσω κλιματικής κρίσης, μια μεγάλη ατζέντα συζήτησης στην δημόσια σφαίρα και πολιτική αφορά (ή θα έπρεπε να αφορά) το ναι ή όχι στη ρύθμιση και ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα. Και άν ναι, πόση παρέμβαση της πολιτικής και του κράτους, με τι ρυθμό, με ποιους τρόπους;
Όμως κανένα θέμα συζήτησης δεν συζητιέται απομονωμένο ή εν κενώ. Σήμερα, υπό την βαριά σκιά των φόβων εξαιτίας μεταναστευτικών ροών, πανδημιών και δύο μεγάλων πολέμων, αναπτύσσεται φόβος για τις κάθε είδους αλλαγές, ακόμη και για τις απαραίτητες και απολύτως σκόπιμες από οικονομική άποψη. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, έχουν επιτυχία όλα τα «επιχειρήματα» στα ΜΜΕ που παραπληροφορούν την κοινή γνώμη και ωφελούν μόνον όσους θέλουν να συνεχίσουν να κερδίζουν χρήματα με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο: Π.χ. επιχειρήματα ενάντια στις ανεμογεννήτριες ή άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και άμεσα ή έμμεσα επιχειρήματα εναντίον του περιορισμού της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Πάρα πολλοί άνθρωποι ήδη γνωρίζουν και αισθάνονται απτά ότι πολλά πρέπει να αλλάξουν, ότι μας απειλεί μεγάλος κλιματικός κίνδυνος. Όμως η κυρίαρχη εικόνα που προωθείται, είτε με άφθονη παραπληροφόρηση, είτε με τρόπο διακριτικό ακόμη και σε αυτοαποκαλούμενα προοδευτικά Μέσα, «τους το κάνει εύκολο» να ερμηνεύουν αυτόν τον κίνδυνο πρωτίστως ως κίνδυνο για το πορτοφόλι τους και ως απειλή για άλλα απτά ή δυνητικά περιουσιακά στοιχεία. Ή και ως εκβιασμό που ασκούν «σε μας εδώ κάτω» κάποιοι κακοπροαίρετοι «εκεί επάνω» για να αλλάξουμε τις προσφιλείς συνήθειες μας και τον τρόπο ζωής μας. Έτσι, με δεδομένη την κατάσταση στον πλανήτη και με δεδομένους τους συσχετισμούς ισχύος στα Μέσα Επικοινωνίας και στην πολιτική, η ατζέντα της συζήτησης για το κλίμα και για την ενέργεια καταλήγει να γίνει αγνώριστη. Γιατί η ατζέντα έχει πέσει στα χέρια «εκείνων που εκτιμούν τα συμφέροντα της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου και των χρηματοδοτών της πάνω από το μέλλον της ανθρωπότητας, των παιδιών της και των εγγονιών της».6
Σημαντικό ρόλο παίζει εδώ η από πολλές (και υποτίθεται αντίπαλες) πλευρές υποβάθμιση της πολιτικής πράξης σε ένα είδος σκωληκοειδούς απόφυσης της «οικονομίας», για την οποία θα μιλήσουμε στο τέλος αυτού του κειμένου.
Π.χ. στα media χρησιμοποιείται η διαπίστωση ότι στις ΗΠΑ ισχύουν χαμηλοί συντελεστές φορολογίας των ορυκτών καυσίμων, π.χ. του αργού πετρελαίου 16 %, με περιθώριο κέρδους 37 % για την πετρελαιοβιομηχανία, πράγμα που οδηγεί σε μέση τιμή της βενζίνης για τον καταναλωτή στο πρατήριο 0,852 ευρώ ανά λίτρο (τιμή στις 14 Οκτωβρίου 2024). Αυτό το γεγονός προβάλλεται συχνά ζηλότυπα στη ευρωπαϊκή δημόσια συζήτηση ως κάτι «καλό». Διότι, δήθεν, προάγει την ανταγωνιστικότητα, την «ανάπτυξη» (δηλαδή το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ), την «ελεύθερη και πλούσια ζωή που γουστάρουμε». Και πως να μη λαχταρήσει ο λάτρης της ελευθερίας της ιδιωτικής αυτοκίνησης την μέση τιμή της βενζίνης στη Ρωσία (0,557 ευρώ ανά λίτρο την ίδια ημερομηνία), ή τις τιμές στις Χώρες του Κόλπου; Αντίθετα, οι αντίστοιχοι υψηλοί συντελεστές της τάξης του ~ 50 % που ισχύουν στις ευρωπαϊκές χώρες και στο ΗΒ (ή ακόμη και το 35 - 40 % που ισχύει στην Κίνα και στην Ιαπωνία), και οδηγούν σε μέσες τιμές ενός λίτρου βενζίνης 1,71 ευρώ στη Γαλλία, 1,68 στη Γερμανία, 1,78 στην Ελλάδα και στη Νορβηγία, 1,96 στη Δανία, 1,89 στην Ολλανδία, 1,61 στο ΗΒ, 1,50 στην Ισπανία και πάνω από 1 ευρώ στην Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Ινδία, συχνά στιγματίζονται με έντεχνο τρόπο στα κυρίαρχα ΜΜΕ ως κάτι «κακό», διότι «φρενάρουν την ανάπτυξη» ή προκαλούν ακόμη και ...«ενεργειακή φτώχεια».
Κανόνας και εξαιρέσεις στον καθορισμό της ατζέντας στη δημόσια σφαίρα
Πέρα από τον κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις ή αποκλίσεις.
Μερικές φορές, άλλοι δρώντες παράγοντες στην πολιτική και στη δημόσια σφαίρα, άν και ξεκινούν από θέση μειονεκτούσα, καταφέρνουν να παρεισφρύσουν στον επικοινωνιακό αγώνα, να καταβάλουν με ευφυείς χειρισμούς τους αντιπάλους στο μπρα-ντε-φερ της παραγωγής ισχύος στη δημοσιότητα, να ανατρέψουν ισορροπίες και να ορίσουν την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης για κάποιο χρονικό διάστημα. Άλλες φορές, ελάσσονες πολιτικές δυνάμεις και τα στηρίγματά τους μπορούν να υβριδίζουν ή να παραμορφώνουν πλευρές μιας επικρατούσας ατζέντας και να δημιουργούν εναλλακτικές ατζέντες, ενδεχομένως δευτερεύουσες, αλλά με ένα ισχυρό και ξεχωριστό κοινό να τις ακολουθεί πιστά.
Κλασικό παράδειγμα της πρώτης εξαίρεσης ήταν το κίνημα νεολαίας Fridays for Future· η ατζέντα που έθεσε, ολόκληρη την τρετία 2018-2020 είχε στην πράξη πλανητική εμβέλεια, άν και δεν άσκησε καμιά απολύτως επιρροή σε ορισμένες πολιτισμικές ζώνες, όπως π.χ. η Ελλάδα και η Μέση Ανατολή. Η επιρροή της διακόπηκε απότομα με την ένταση της πανδημίας Covid στα μέσα του 2020.
Η αύξηση της επιρροής που ασκεί η συνωμοσιολογική ατζέντα της «αντισυστημικής» ή «εναλλακτικής Δεξιάς» με αφορμή την πανδημία Covid, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης εξαίρεσης (υβριδισμός). Στην περίπτωση αυτή, βασικό ρόλο έπαιξε η εναντίωση στα μέτρα «καραντίνας» (lock-down) και στην οικονομική πλευρά τους. Η πιο σκληρή «εναλλακτική Δεξιά» (π.χ. Τραμπιστές στις ΗΠΑ, AfD στη Γερμανία), χρησιμοποίησε την ευκαιρία για να επιτύχει μια εν μέρει σύγκλιση της εκ πρώτης όψεως περιθωριακής αντιεμβολιαστικής και ψεκασμένης ρητορικής με την (κατά τα άλλα mainstream) γενική ιδεολογική ρητορική πάρα πολλών Φιλελεύθερων εναντίον των ρυθμιστικών παρεμβάσεων της πολιτικής και του κράτους. Στις ΗΠΑ με τα ελευθεριακά (libertarian) και αναρχοκαπιταλιστικά ρεύματα, λιγότερο σε ευρωπαϊκές χώρες, ήταν τότε πρωτοφανής η έξαρση της ρητορικής περί δήθεν παραβίασης των ατομικών ελευθεριών, ενώ κέρδισε νέα ακροατήρια η εφ’ όλης της ύλης επίθεση κατά του «κράτους που παρεμβαίνει παντού». Ο υβριδισμός και η διεύρυνση της επιρροής της εναλλακτικής ατζέντας είχε πολύ μεγάλες επιπτώσεις στη δημόσια σφαίρα, οι οποίες είναι, ακόμη και στο τέλος του 2024, πολύ ενεργές.
Πολιτικές ατζέντες, συνωμοσίες και συνωμοσιολογίες
Ένα κρίσιμο θέμα είναι το εξής: Ο ορισμός της ατζέντας στη δημόσια συζήτηση και η πολιτική χρήση της είναι πράγματα εντελώς διαφορετικά από την οργάνωση συνωμοσιών, με τις οποίες επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα σημαντικά πολιτικά δρώμενα οι πάσης φύσεως «εναλλακτικοί» ή «αντισυστημικοί» συνωμοσιολόγοι και ψεκασμένοι.
Μια συνωμοσία αποσκοπεί στην παραπλάνηση, εξαπάτηση, νάρκωση ή ομηρεία των πολιτών, οι οποίοι πρεσβεύουν, προσδοκούν ή επιθυμούν πράγματα ασύμβατα με τις προθέσεις των δόλιων συνωμοτούντων. Αντίθετα, όποιος θέτει μια ατζέντα συζήτησης και στη συνέχεια την ακολουθεί συστηματικά για να αναπτύξει μέσω αυτής την πολιτική του ατζέντα, τις τακτικές και στρατηγικές του, αυτός στοχεύει στο να εξουδετερώσει αντίπαλες ατζέντες, να προσελκύσει ενδιαφερόμενους, να παράξει ή διαμορφώσει δικούς του οπαδούς και να τους κάνει συνεργούς ή ενεργούς συμπαραστάτες του στη δημόσια σφαίρα και στην κάλπη. Έτσι, οι εμπλεκόμενοι πολίτες «σχηματίζουν πεποιθήσεις υποκειμενικά αβίαστες», ακόμη και όταν αυτές είναι εσφαλμένες ή πλανημένες, και είναι οι ίδιοι που «δημιουργούν με τρόπο επικοινωνιακό πολιτική ισχύ», η οποία μπορεί «να στραφεί ακόμη και εναντίον τους» από τους χρήστες της πολιτικής ισχύος, δηλαδή από τους κυβερνώντες, από τα πολιτικά κόμματα και το προσωπικό τους.7
Οι πολίτες αναγκαστικά εκτίθενται σε ατζέντες στη δημόσια σφαίρα και σε πολιτικές ατζέντες. Εμπλέκονται έτσι σε ανοιχτές συγκρούσεις ανάμεσα σε διαφορετικές τακτικές και στρατηγικές. Όμως, το (πολύ πιθανό) ενδεχόμενο να «παραδοθούν άνευ όρων» σε μια ατζέντα και συνακόλουθα να στοιχηθούν πλανημένοι πίσω από την λάθος πολιτική ή να τους φανούν ελκυστικά κάποια πολιτικά προγράμματα, αν και στην πραγματικότητα αυτά στρέφονται εναντίον τους, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την εξαπάτηση ή ομηρεία τους με εν κρυπτώ συνωμοσίες.
Η ατζέντα της δημόσιας συζήτησης στην εποχή του «οικονομικού ζώου» και των παρτικουλαριστικών «ταυτοτήτων»
Ας συνοψίσουμε. Είναι χαρακτηριστικό της δρώσας πολιτικής και των κάθε λογής δρώντων στη δημόσια σφαίρα, να δρουν ενεργητικά, προληπτικά, ανταγωνιστικά, παρεμβατικά, επιδραστικά, με τακτικές και στρατηγικές. Δηλαδή θέτοντας μια κυρίαρχη ατζέντα δημόσιας συζήτησης, ακολουθώντας την συστηματικά και χαράσσοντας τις πολιτικές ατζέντες. Και όχι ακολουθώντας την κοινωνία, την οικονομία κτλ (ιδίως όταν ισχυρίζονται το αντίθετο!). Αυτό το χαρακτηριστικό, όπως φαίνεται, είναι διαχρονικό και ανεξάρτητο από κοινωνικά συστήματα και πολιτειακές μορφές. Από την εποχή του Περικλή και του Αλκιβιάδη μέχρι σήμερα, από τους Αττικούς δραματικούς ποιητές μέχρι τους στρατευμένους πολιτικολογούντες influencers του Tick Tock, οι πολιτικές παρατάξεις και οι επικοινωνητές πρώτα θέτουν συγκεκριμένη ατζέντα συζήτησης και μετά την ακολουθούν και την γεμίζουν με άμεσα πολιτικά περιεχόμενα. Έτσι διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και τις πολιτικές στάσεις, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Τα φιλελεύθερα και τα μαρξιστικά ρεύματα, πλην εξαιρέσεων, έχουν μια μακρά εμμονική παράδοση, η οποία υποβαθμίζει με πολλούς τρόπους τον ρόλο του Πολιτικού σε ακόλουθο της «κοινωνίας» ή της «οικονομίας». Αντί να απευθύνονται σε πολιτικά ζώα, σε πολίτες, αυτά τα ιστορικά ρεύματα πολιτικής σκέψης προπαγανδίζουν ανέκαθεν την προτεραιότητα του «οικονομικού ζώου».
Ας συνοψίσουμε. Είναι χαρακτηριστικό της δρώσας πολιτικής και των κάθε λογής δρώντων στη δημόσια σφαίρα, να δρουν ενεργητικά, προληπτικά, ανταγωνιστικά, παρεμβατικά, επιδραστικά, με τακτικές και στρατηγικές. Δηλαδή θέτοντας μια κυρίαρχη ατζέντα δημόσιας συζήτησης, ακολουθώντας την συστηματικά και χαράσσοντας τις πολιτικές ατζέντες. Και όχι ακολουθώντας την κοινωνία, την οικονομία κτλ (ιδίως όταν ισχυρίζονται το αντίθετο!). Αυτό το χαρακτηριστικό, όπως φαίνεται, είναι διαχρονικό και ανεξάρτητο από κοινωνικά συστήματα και πολιτειακές μορφές. Από την εποχή του Περικλή και του Αλκιβιάδη μέχρι σήμερα, από τους Αττικούς δραματικούς ποιητές μέχρι τους στρατευμένους πολιτικολογούντες influencers του Tick Tock, οι πολιτικές παρατάξεις και οι επικοινωνητές πρώτα θέτουν συγκεκριμένη ατζέντα συζήτησης και μετά την ακολουθούν και την γεμίζουν με άμεσα πολιτικά περιεχόμενα. Έτσι διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και τις πολιτικές στάσεις, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Τα φιλελεύθερα και τα μαρξιστικά ρεύματα, πλην εξαιρέσεων, έχουν μια μακρά εμμονική παράδοση, η οποία υποβαθμίζει με πολλούς τρόπους τον ρόλο του Πολιτικού σε ακόλουθο της «κοινωνίας» ή της «οικονομίας». Αντί να απευθύνονται σε πολιτικά ζώα, σε πολίτες, αυτά τα ιστορικά ρεύματα πολιτικής σκέψης προπαγανδίζουν ανέκαθεν την προτεραιότητα του «οικονομικού ζώου».
Με αυτό ως γενική «φιλοσοφία», θέτουν και αυτά τις ατζέντες τους.
Και ως αποτέλεσμα, ασχολούνται οι πάντες με το τί θα συμβεί αν τυχόν μείνει στάσιμο το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και αγωνιούν μη τυχόν και σταματήσει να αυξάνεται διαρκώς η συνολική κατανάλωση του έθνους. Δίπλα σ΄ αυτό το ιερό τοτέμ, Φιλελεύθεροι και «πολιτισμική Αριστερά» έστησαν τώρα ως ισάξιο του και ως εξίσου ιερό, το τοτέμ των παρτικουλαριστικών ταυτοτήτων («gender» ταυτοτήτων, εθνοτικών ταυτοτήτων ή άλλων ταυτοτήτων προσδιορισμένων κατά συνθήκην ή υποκειμενικά).
Υπό την προστατευτική σκιά του πανταχού παρόντος οικονομικού ντετερμινισμού ή οικονομοκρατίας, οι «μεταμοντέρνοι αριστεροφιλελεύθεροι» της πολιτικής, των μέσων επικοινωνίας και της δημόσιας συζήτησης, αποκρύπτουν το σκανδαλώδες: Πως αλληλοτροφοδοτούνται οι ατζέντες της λεγόμενης εναλλακτικής ή αντισυστημικής Δεξιάς αφενός, της «woke Αριστεράς» και του «woke Φιλελευθερισμού» αφετέρου.
Υπό την προστατευτική σκιά του πανταχού παρόντος οικονομικού ντετερμινισμού ή οικονομοκρατίας, οι «μεταμοντέρνοι αριστεροφιλελεύθεροι» της πολιτικής, των μέσων επικοινωνίας και της δημόσιας συζήτησης, αποκρύπτουν το σκανδαλώδες: Πως αλληλοτροφοδοτούνται οι ατζέντες της λεγόμενης εναλλακτικής ή αντισυστημικής Δεξιάς αφενός, της «woke Αριστεράς» και του «woke Φιλελευθερισμού» αφετέρου.
Στην πράξη, αυτό το τοξικό πλαίσιο του πολιτεύεσθαι, το μείγμα οικονομοκρατίας και ποικίλων παρτικουλαριστικών ταυτοτισμών, το συνδημιουργούν ή το ενισχύουν συμπράττοντας ανταγωνιστικά, ατζέντες δικές τους και ατζέντες των αντιπάλων τους λαϊκιστών της «εναλλακτικής Δεξιάς».
Στους αγώνες ανάμεσα σ’ αυτές τις ατζέντες, λάμπουν τα αλληλοσυγκρουόμενα πολιτισμικά σύμβολα της «wokeness» και της παραδοσιοκρατίας. Φαίνεται παράδοξο, αλλά τέτοιες ατζέντες που προάγουν τις ταυτότητες (identities), τις βλέπουμε να αναδύονται και σε πεδία υπεράνω πάσης υποψίας. Π.χ., εκτός πολλών άλλων, σήμερα τον δημόσιο λόγο τον πολώνει και τον ριζοσπαστικοποιεί και η προβολή μιας απροσδιόριστης «μεσαίας τάξης» ως λαμπρού συμβολισμού της δήθεν πρωτοκαθεδρίας του οικονομικού ζώου έναντι του πολιτικού, γαρνιρισμένη βέβαια με άφθονη πολιτισμική σάλτσα. Κάπως όπως τον παλιό καλό καιρό γινόταν κουβέντα για νοικοκυραίους, οι οποίοι, εκτός από μια κάποια ευμάρεια και λίγη καπατσωσύνη, «έ, είχαν και ένα επίπεδο ρε παιδί μου».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη ρητορική της δημόσιας σφαίρας, τα media αλλά και δρώντες πολιτικοί παράγοντες διαρκώς επικαλούνται μια μεσαία τάξη ως ταυτότητα, και όχι τα ποικιλόμορφα και πολυπληθή μεσαία κοινωνικά στρώματα, τα προσδιορισμένα επιστημονικά σύμφωνα με μετρήσιμους εισοδηματικούς, ευρύτερους οικονομετρικούς και άλλους κοινωνιομετρικούς δείκτες. Είναι και αυτό μια μορφή σκληρής ταυτοτικής (identitarian) ατζέντας. Στη ρητορική της δημόσιας σφαίρας συχνά επικαλούνται ανοιχτά αυτή τη «μεσαία τάξη» ως ταυτότητα υποκειμενικά προσδιορισμένη από εκείνους που την επιλέγουν (όπως ακριβώς κάνουν π.χ. τα LGBT άτομα, τα μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας). Όχι ως κοινωνιολογική πραγματικότητα, ούτε ως κατηγορία πολιτών με κοινά χαρακτηριστικά στο δημόσιο χώρο, αλλά μάλλον ως «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου».
Για να παραφράσουμε τον μεγάλο Βρετανό ιστορικό Ε.Π. Τόμσον, οι ταυτότητες και τα ενδιαφέροντα δεν είναι πράγματα εκ των προτέρων δεδομένα, αλλά γίνονται. Χτίζονται και μπορούν να αναδομούνται, μέχρι και να γίνουν αγνώριστες.
Και όλα μοιάζουν μαγικά, είναι μαζικά και προπαντός «ταυτοτικά» (identitarian). Είτε η «woke-δικαιωματική» εκδοχή, είτε η neo-völkisch - εθνικολαϊκίστικη εκδοχή περιχαράκωσης σε μια παρτικουλαριστική ταυτότητα, είτε η συμπερίληψη στον ομοιογενή κοινωνικό χυλό μιας φαντασιακής «μεσαίας τάξης», όπως βάζουμε πατάτες, μελιτζάνες και κολοκύθια στο τουρλού, όλα εγκαλούν παρτικουλαριστικές ταυτότητες. Και έτσι, με σημαίες τις παρτικουλαριστικές ταυτότητες - δηλαδή με την συστηματική απάρνηση του πολίτη και των αρετών του πολίτη - αυτές οι ατζέντες εξάπτουν τη φαντασία όπως τα λάβαρα, οι σημαίες και οι εντυπωσιακές στολές των στρατιωτών στους πολέμους. Για το πραγματικό πεδίο της μάχης και για τα καταστροφικά όπλα, ποια ατζέντα ανοίγει σοβαρή συζήτηση στη σημερινή δημόσια σφαίρα;
Ενώ το ίδιο το «γήπεδο» αρχίζει να καταρρέει λίγο-λίγο, τα μεγάφωνα δεν καλούν τους θεατές να προσέξουν τι συμβαίνει στην πραγματική πραγματικότητα γύρω τους, ούτε καν να προσέχουν τον αγώνα που συνεχίζουν οι αντίπαλες ομάδες υπνοβατώντας. Τους καλούν επίμονα να προσηλώσουν την προσοχή τους στις μαζορέτες και στα ζογκλερικά τους. Να παρακολουθούν την ιστορία ως θέαμα, δηλαδή την δική τους καταστροφή ως θεατές.8
(BioScience - American Institute of Biological Sciences) |
Τα λοιπά είναι ονειροφαντασίες.
Δεν είναι υποχρεωτικό να παραπέμψουμε στην Χάννα Άρεντ ή σε άλλους πολιτικούς επιστήμονες και πολιτικούς φιλοσόφους που τονίζουν ειδικά την σχετική αυτονομία, την δραστικότητα και την επιδραστικότητα της πολιτικής. Ο ίδιος ο Μαρξ, ο αντιφατικός σε ποικίλα θέματα, στο μοναδικό του έργο πολιτικής επιστήμης, ωστόσο κλασικό (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη), γράφει για την επιδραστικότητα της πολιτικής:
Δεν είναι υποχρεωτικό να παραπέμψουμε στην Χάννα Άρεντ ή σε άλλους πολιτικούς επιστήμονες και πολιτικούς φιλοσόφους που τονίζουν ειδικά την σχετική αυτονομία, την δραστικότητα και την επιδραστικότητα της πολιτικής. Ο ίδιος ο Μαρξ, ο αντιφατικός σε ποικίλα θέματα, στο μοναδικό του έργο πολιτικής επιστήμης, ωστόσο κλασικό (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη), γράφει για την επιδραστικότητα της πολιτικής:
«Όταν από την κορυφή του κράτους τους παίζουν βιολί, τι άλλο περιμένει κανείς να κάνουν όσοι βρίσκονται εκεί κάτω, παρά να χορεύουν»;
Γιώργος Β. Ριτζούλης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 «What the “Woke” Left and the
Alt-Right Share», Project Syndicate, 3.8.2022
2 https://www.diplomaticourier.com/posts/what-the-woke-left-and-the-alt-right-share, 8.8.2022
4 Βλ. Christian Stöcker, «Die Welt schlafwandelt in die Katastrophe», Spiegel 13.10.2024 5 Christian Stöcker, ό.π.
Ήδη το 1922 ο Walter Lippmann στο έργο του Public Opinion, ισχυριζόταν ότι τα ΜΜΕ είναι η κύρια σύνδεση μεταξύ των γεγονότων στον κόσμο και των εικόνων στο μυαλό του κοινού. Χωρίς να χρησιμοποιεί τον όρο, ο Walter Lippmann έγραφε για αυτό που σήμερα ονομάζουμε «agenda setting». Κατ΄αυτόν, η κοινή γνώμη δεν αντιδρά στα πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν στο περιβάλλον, αλλά στο ψευδο-περιβάλλον, δηλαδή στις «εικόνες που σχηματίζουμε μέσα στο κεφάλι μας».Έγραφε: «Γιατί το πραγματικό περιβάλλον είναι πολύ μεγάλο, πολύ περίπλοκο, πολύ ρευστό για να το κατανοήσουμε άμεσα. Δεν είμαστε εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουμε τόση περιπλοκότητα, τόση ποικιλία, τόσες πολλές μεταβολές και συνδυασμούς. Και παρόλο που είμαστε αναγκασμένοι να δρούμε μέσα σ' αυτό το πραγματικό περιβάλλον, πρέπει να το ανακατασκευάζουμε σε ένα απλούστερο μοντέλο για να μπορούμε να το διαχειριστούμε». Τα ΜΜΕ παρεμβαίνουν και ουσιαστικά καθορίζουν την ατζέντα, με το να προσφέρουν απλοποιημένα μοντέλα με τα οποία οι άνθρωποι μπορούν να κατανοήσουν τον κόσμο. Ακολουθώντας τον Lippmann, ο Bernard Cohen (The press and foreign policy, 1963) παρατήρησε ότι ο Τύπος «πολλές φορές μπορεί να μην καταφέρνει να πείσει τους ανθρώπους πώς ακριβώς να σκεφτούν για ένα ζήτημα, αλλά έχει εκπληκτική επιτυχία στο να λέει στο κοινό για ποιά ζητήματα να σκέφτονται» και για ποιά όχι. Βλ. επίσης Maxwell McCombs, Donald Lewis Shaw και άλλους. Στη συνέχεια, εξαντλητικές μελέτες στον τομέα της πολιτικής επιστήμης έδειξαν πώς συνδέονται ο ορισμός ατζέντας στα ΜΜΕ και στην κοινή γνώμη με τη χάραξη πολιτικής ατζέντας από τα κόμματα και τους πολιτικούς, Βλ. Cobb, Roger W., Elder, Charles D., «The Politics of Agenda-Building: An Alternative Perspective for Modern Democratic Theory», στο The Journal of Politics, 33 (1971). Δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία για την τερατώδη σημασία και την μεγάλη δυσκολία που λαμβάνουν τα ζητήματα του ορισμού ατζέντας στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και κοινωνικά δίκτυα, αλλά και της χάραξης ατζέντας στην πολιτική, υπό επικοινωνιακό καθεστώς ψηφιακών μέσων και αλγορίθμων.
6 Christian Stöcker, ό.π.
7 Βλ. Jürgen Habermas, στο κείμενο «Hannah Arendt’s Communications Concept of Power», περιοδ. Social Research, τομ. 44, τεύχος 1/1977 - γερμανικό πρωτότυπο «Hannah Arendts Begriff der Macht», περιοδ. Merkur τ. 341, Οκτώβριος 1976, Στουτγκάρδη, καθώς και Philosophisch-politische Profile - Erweiterte Ausgabe, Suhrkamp, Φρανκφούρτη/Μ, 1981,1987. Ελληνική μετάφραση στον ιστοχώρο Κρίση και Κριτική: Χάμπερμας: «Η Χάννα Άρεντ για την ισχύ, την πολιτική και την επικοινωνία»
8 «Άλλες τρεις εβδομάδες έμειναν μέχρι τις Προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Τότε το “θα βοηθήσουμε για όσο καιρό χρειαστεί” θα τελειώσει για την Ουκρανία, για την Ευρώπη, καθώς φαίνεται. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. “History is watching”, είχε πει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν τον Μάρτιο του 2024 προκειμένου να πείσει το Κογκρέσο των ΗΠΑ να στηρίξει και πάλι την Ουκρανία, οικονομικά και στρατιωτικά. Αυτά, σε γενικές γραμμές για το θέμα. Κι εμείς οι Ευρωπαίοι τι κάνουμε; Παρακολουθούμε την ιστορία να ξετυλίγεται πάνω από τα κεφάλια μας, σαν θεατές σε μια παράσταση προς αποχαιρετισμό ημών των ίδιων. Watching history».
Dieter Schnaas, «Das Ende der Zeitenwende», WirtschaftsWoche, 20.10.2024 - Zeitenwende = ιστορικό σημείο καμπής, σημείο «αλλαγής των καιρών».
Η ομιλία του Καγκελάριου της Γερμανίας Olaf Scholz που έμεινε στα χρονικά με την «κωδική» ονομασία «λόγος περί Zeitenwende» εκφωνήθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή στις 27 Φεβρουαρίου 2022. Η ομιλία εκείνη φαινόταν τότε να είναι μια ενεργητική αντίδραση του Scholz στο ιστορικό σημείο αλλαγής των καιρών, την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022.
Arno Frank: Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ συζητά με τον ψυχολόγο Τζόρνταν Πίτερσον. «Φιλοσοφική μονομαχία» για γέλια μέχρι δακρύων - με το σουγιά εναντίον μιας πυροβολαρχίας (Der Spiegel)
Σλάβοϊ Ζίζεκ: Τα όρια της φιλελεύθερης δημοκρατίας
Παραπλανητικoί χειρισμοί σε διεκδικήσεις εγκυρότητας των αξιών - Αγώνες για αναγνώριση σε εποχή αποτυχίας - (Μέρος 3ο)
Πολιτική πράξη ίσον ερμηνεία θεατρικού ρόλου;
Πολιτική πράξη ίσον ερμηνεία θεατρικού ρόλου;
Axel Springer SE, Politico, ρωσικό πετρέλαιο, ορυκτά καύσιμα - «Στόλοι φαντάσματα» και η ελληνική «βαριά βιομηχανία»
(BioScience - American Institute of Biological Sciences/ Un. of Oxford)
Emissions Gap Report 2024: No more hot air … please! - United Nations Environment Programme (UNEP)
Sheri Berman: The downsides and dangers of economic determinism (Social Europe)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου