Ι. Όσο πιο βαθιά προχωρά ο κόσμος στον 21ο Αιώνα, τόσο λιγότερο οι συγκρούσεις, οι δυσλειτουργίες στις κοινωνίες ή στην πολιτική και οι αιτίες ή αφορμές για δυσαρέσκεια, εκπηγάζουν από τις εναπομένουσες νησίδες του παλιού, του παραδοσιακού, του προ-νεωτερικού, τόσο περισσότερο και συχνότερα τις γεννούν τα επακόλουθα της ίδιας της νεωτερικότητας. Τα τεχνολογικά παράγωγα των θετικών επιστημών, δηλαδή της νοητικής ικανότητας, αναδιαμόρφωσαν και αναδιαμορφώνουν όλο και ταχύτερα τον υλικό κόσμο γύρω μας. Αλλά τώρα, τα παράγωγα των παραγώγων μας, ημών των όντων με την υψηλότερη νοητική ικανότητα, φαίνεται να διεκδικούν ρόλο «καθοδηγητή» μέχρι και της της ίδιας της νοητικής μας ικανότητας, ίσως και της «εσωτερικής φύσης» του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, οι τρόποι κοινωνικής και οικονομικής ζωής, η πολιτική, το κράτος, οι διακρατικές σχέσεις παίρνουν μορφές τις οποίες μόνον ευφάνταστοι συγγραφείς και ελάχιστοι κοινωνιολόγοι ή πολιτικοί επιστήμονες μπορούσαν να διανοηθούν το 1900 ή το 1920. Η νεωτερική σκέψη, οι πιο προχωρημένες αιχμές της επιστήμης, η ίδια η νεωτερική πολιτική πράξη, στο βαθμό που θέλουν να είναι και να παραμείνουν αυτό που ισχυρίζονται πως είναι, νεωτερικές και Διαφωτισμένες, είναι αναγκασμένες να στρέψουν τους προβολείς τους και την κριτική τους ικανότητα όχι προς τα προ-νεωτερικά κατάλοιπα, αλλά προς τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της ίδιας της νεωτερικότητας. Γιατί τώρα πια, ούτως ή άλλως, βρίσκουν μπροστά τους κυρίως δικά τους προϊόντα. Βρίσκουν επιτεύγματα της νεωτερικότητας. Και πάρα πολλά από τα εντυπωσιακά επιτεύγματα των απαρχών της νεωτερικότητας, τής γίνονται τώρα εμπόδια και απειλές. Όταν τα φωτίζει με το αμείλικτο φως του λόγου, συχνά της εμφανίζονται ως ανορθολογικά αποτελέσματα μιας εποχής που ορκιζόταν μεν στον ορθολογισμό, τον συρρίκνωνε όμως στον τυπικό και εργαλειακό, δηλαδή σε έναν ορθολογισμό που κρίνει και αξιολογεί τα μέσα, όχι όμως τους σκοπούς. Ενώ από τα κατάλοιπα της προ-νεωτερικής εποχής, έχουν απομείνει μόνον σκιές της αλλοτινής τους ύπαρξης. Θέλει δεν θέλει, η νεωτερικότητα είναι πια ανακλαστική (reflexive) όπως μάθαμε από τον Ούλριχ Μπεκ· δηλαδή ενεργεί πάνω στα αποτελέσματα τής μέχρι τώρα ιστορίας της. Άν θέλει να είναι νεωτερική και όχι οπισθοδρομική, είναι τώρα αναγκασμένη να γίνει αναστοχαστική (το δεύτερο νόημα της λέξης reflexive). Να γίνει μια «δεύτερη νεωτερικότητα», ικανή να διαφωτίσει τους νέους μύθους και να λύσει τα νέα μάγια που έφτιαξε η πρώτη νεωτερικότητα «απομαγεύοντας τον κόσμο». Ο προβολέας που φωτίζει τα πράγματα, η κριτική ικανότητα, η πολιτική πράξη, η ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να καινοτομεί, πρέπει να στραφούν προς τα μέχρι τώρα επιτεύγματα της ίδιας της νεωτερικότητας και προς τα σημερινά έργα της. Αν αυτό δεν γίνει, το τίμημα μπορεί να είναι η μετεξέλιξη της ημιτελώς διαφωτισμένης και ημιτελώς νεωτερικής εποχής μας σε νέους «σκοτεινούς χρόνους». Δηλαδή μια ιστορική παλινδρόμηση προς τη βαρβαρότητα.
Γιατί ο «μονόδρομος προς την πρόοδο», η δήθεν νομοτελειακή πορεία της ιστορίας του ανθρώπου προς το «ανώτερο» και καλύτερο είναι αυταπάτη: Ιδεολογία και ουτοπία με την χειρότερη σημασία αυτών των δύο πολυσήμαντων λέξεων.
Οι Theodor Adorno και Max Horkheimer στο πιο απαισιόδοξο και πιο αδιέξοδο έργο της Κριτικής Θεωρίας, Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, δήλωναν ότι ενώ «στόχος του διαφωτισµού υπό την πιο ευρεία έννοια, της προοδεύουσας σκέψης, ήταν ανέκαθεν να απαλλάξει τους ανθρώπους από το φόβο και να τους καταστήσει κυρίους του εαυτού τους, τώρα η πλήρως διαφωτισµένη Γη ακτινοβολεί το σήμα του θριαµβεύοντος κακού». Αυτά τα έγραφαν ενώ ζούσαν ως πρόσφυγες στις ΗΠΑ στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, με τους φούρνους του Ολοκαυτώματος να εργάζονται ακατάπαυστα. Ήταν μια «στιγμιαία φωτογραφία υψηλής ανάλυσης» εκείνης της τρομακτικής ιστορικής εποχής, στην οποία το κακό είχε γίνει απείρως χειροπιαστό και συγκεκριμένο, στερεό και σκληρό σαν μπετόν καμινάδας του Άουσβιτς.
'Ομως τώρα, σχεδόν 80 χρόνια αργότερα, όλοι, και ιδίως οι νέες γενιές, οι άνθρωποι οι «γεννημένοι ρευστοί», ζούμε σε «ρευστούς καιρούς» (Ζίγκμουντ Μπάουμαν). Ακόμη και η μείζων παρηγοριά, η αγάπη, συμπιέζεται από συστημικούς καταναγκασμούς, σπρώχνεται να γίνει και αυτή «ρευστή». «Καθετί το στερεό ρευστοποιείται και εξατμίζεται, καθετί το ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος ο άνθρωπος αναγκάζεται ν' αντικρίσει νηφάλια την πραγματική θέση του στη ζωή και τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του», έτσι συνεχίζει να συμβαίνει και τώρα όπως ακριβώς έγραφαν οι σοφοί ήδη το έτος 1848. Όμως τότε, τον 19ο Αιώνα, η ρευστοποίηση των στερεών και η κίνηση των στάσιμων γεννούσε αισιοδοξία ή ελπίδες σε πολλούς, φόβους σε λίγους. Τώρα, στον 21ο, γεννά φόβους και δυσαρέσκεια σε πολλούς, αισιοδοξία σε λίγους.
Ζούμε ήδη υπό συνθήκες κλιματικής κατάρρευσης ανθρωπογενούς, και αυτό είναι έργο το πρώτης νεωτερικότητας, της αστόχαστης. Νέοι επεκτατικοί πόλεμοι έχουν τη βαθύτερη αιτία τους στην τεράστια δύναμη, αλλά και στην ανασφάλεια για το μέλλον, που έχουν όσοι βασίζουν την οικονομία τους στην ενεργειακή τροφοδοσία του πλανήτη με ορυκτά καύσιμα. Αλλά χωρίς τη στήριξη σ' αυτά ως πηγές ενέργειας εδώ και 150 χρόνια, πράξη απολύτως ανορθολογική από καθαρά επιστημονική σκοπιά αλλά αποδοτικότατη από τεχνική-οικονομική, δεν θα είχε προχωρήσει ο νεωτερικός τεχνικός πολιτισμός, ούτε θα είχε κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Όμως ταυτόχρονα, υποχρεωνόμαστε να καταναλώνουμε «ωμές» και ανεπεξέργαστες, με καταιγιστικό ρυθμό, αλληλοσυγκρουόμενες εικασίες, όπως π.χ. αυτές που γεννά η συζήτηση περί της λεγόμενης τεχνητής νοημοσύνης, μέχρι και να κάνουμε σοβαρή (!) συζήτηση περί «μετα-αληθειών», deep fake και πλασματικών «πραγματικοτήτων». Ως βάση για το τί είναι επιστημονικά και λογικά έγκυρο, η πραγματική πραγματικότητα υποκαθίσταται από ό,τι σκαρφίζεται για λογαρισμό της οικονομίας και της τεχνοκρατίας το νομοθετημένο δίκαιο, πράγμα που σημαίνει, τώρα σε καιρούς ρευστούς και από πολιτική άποψη, ό,τι αποφασίζουν οι εκάστοτε συσχετισμοί ισχύος στην κοινωνία, τελικά στην πολιτική. Είναι φανερό ότι οι παλιές δεισιδαιμονίες με προέλευση άμεσα θρησκευτική έχουν υποχωρήσει. Οι άλλες, οι νεοεμφανισμένες; Υπάρχει πιο μεγάλη οπισθοδρομικότητα και δεισιδαιμονία από το να πιστεύεις ότι είναι εφικτό να κυριαρχήσεις επί της πραγματικής φύσης, και ταυτόχρονα να συναινείς να γίνεις δούλος της «δεύτερης φύσης», η οποία είναι δική σου επινόηση, δικό σου κατασκεύασμα;
ΙΙ. Μπορεί η «στιγμιαία φωτογραφία» από το 1944 των Αντόρνο και Χορκχάιμερ, να γίνει η εικόνα του μέλλοντος μας;
Αυτό που τρόμαξε τον Μαξ Βέμπερ, από τον οποίο πήραν πολλές ιδέες οι δύο Φρανκφουρτιανοί, είναι η τεχνοκρατική-γραφειοκρατική κυριαρχία των «ειδημόνων χωρίς πνεύμα» σε αγαστή σύμπνοια με τις ανάγκες των «ηδονιστών χωρίς καρδιά». Διέβλεψε ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα αριστοκρατία ή ολιγαρχία, σε υποδούλωση των πολλών σε λίγους και στο τέλος της δημοκρατίας με τις ελευθερίες της. Για ότι αφορά την πολιτική, ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας» του Robert Michels ιστορικά δεν έχει διαψευσθεί μέχρι τώρα. Μια ποιητική διατύπωση της βεμπεριανής παραβολής του «ατσάλινου κλουβιού», είναι και τα Τείχη του Κ. Καβάφη: Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.