Χάραλντ Βέλτσερ και Άλμπρεχτ φον Λούκε διαφωνούν
Ποιά βασική αλλαγή σηματοδοτεί η δεύτερη άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η εσωτερική και εξωτερική πολιτική του, ιδιαίτερα η σύμπλευση του με το καθεστώς Πούτιν, το κίνημα MAGA ως πολιτικό και πολιτισμικό φαινόμενο και οι μιμητές του στην Ευρώπη; Είναι το πέρασμα από αυτό που θεωρείτο ως μεταπολεμική «κανονικότητα» της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων σε μια εποχή «μεταπολιτικής», λέει ο Χάραλντ Βέλτσερ. Η εποχή Τραμπ είναι η ακύρωση του Πολιτικού και υποκατάσταση του από τον ίδιο τον καπιταλισμό ως συναλλακτική-οικονομική πράξη. Ο Homo oeconomicus θριάμβευσε επί του Πολιτικού Ζώου.
Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, σύμφωνα με τον Άλμπρεχτ φον Λούκε: Εδώ σε μας, στην Ευρώπη μετά τον Β' Παγκ. Πόλεμο, «η εστίαση στο Οικονομικόν είχε καταλήξει να υποκαταστήσει το Πολιτικόν». Και τώρα «ο Τραμπ, με όλη του τη βιαιότητα, μας υπενθυμίζει ποιός είναι ο κανόνας της Πολιτικής». Η (Δυτική) Ευρώπη στα 80 μεταπολεμικά χρόνια ως προστατευόμενη των ΗΠΑ, βίωσε μια κατάσταση εξαίρεσης και την εξέλαβε ως κανονικότητα. Τώρα, με πρελούδιο την εισβολή στην Ουκρανία και οριστικά με την Τραμπική στροφή στις ΗΠΑ, οι ψευδαισθήσεις και αυταπάτες τελειώνουν. Η πραγματική ιστορική κανονικότητα, η κυριαρχία της πολιτικής, και μάλιστα της πολιτικής της ισχύος, επέστρεψε πάλι και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη και μήκη.
Διαφορετική εκτίμηση της νέας κατάστασης συνεπάγεται διαφορετικά νέα καθήκοντα για τους δημοκράτες. Με μεγάλη δόση απογοήτευσης και αμηχανίας, ο Βέλτσερ επιμένει στην υπεράσπιση του (Δυτικού) πολιτισμικού σχεδίου, αλλά θεωρεί λανθασμένο τον εξοπλισμό της Ευρώπης. Δεν βλέπει την ανάκτηση «σκληρής» ισχύος ως κατάλληλο εργαλείο πάλης και αυτοσυντήρησης. Ωστόσο δεν έχει να προτείνει άλλα μέσα (πέραν του πολιτισμικού αγώνα) για να χειραφετηθεί η Ευρώπη από τον άπιστο «Αμερικανό φίλο». Παραβλέπει όμως, ότι ακόμη και όσα θεωρούμε ως Δυτική ταυτότητα της Ευρώπης, έχουν υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως στο πολιτισμικό πεδίο, έναν βίαιο αγοραίο «εξαμερικανισμό»· οπότε, το τί είναι άξιο υπεράσπισης και τί όχι από αυτό το υβριδικό πολιτισμικό μείγμα, είναι μια άλλη δύσκολη αλλά επείγουσα συζήτηση.
Για τον φον Λούκε, το πρώτο καθήκον για την Ευρώπη είναι να συνειδητοποιήσει την αλλαγή της κατάστασης και τί λάθος έκανε στην πορεία της. Και επιτέλους να βάλει τα δυνατά της για να σταθεί στα πόδια της χωρίς προστάτες, ανεξάρτητη: Πολιτικά, οικονομικά, αλλά και στρατιωτικά. Και ενεργειακά, θα ΄πρεπε να προσθέσει. Με την ενεργειακή μετάβαση και την στροφή στις ανανεώσιμες πηγές, να καταργήσει τις εξαρτήσεις από αυτοκρατορίες ορυκτών καυσίμων, όπως η Ρωσία, οι ΗΠΑ και πάμπλουτες, πνιγμένες στα πετροδολλάρια Αραβικές χώρες.1 Όμως ο φον Λούκε τονίζει, σωστά, την πρώτη προϋπόθεση: «Χωρίς δικές μας στρατιωτικές και γενικά αμυντικές δυνατότητες, όλα τα άλλα είναι ένα τίποτα. Χωρίς αυτές, θα είμαστε μόνον ένα πιόνι στο παιχνίδι των μεγάλων παικτών».
Δεύτερον, λέει ο φον Λούκε, για την Ευρώπη είναι ζωτικής σημασίας να υπερασπιστεί τα πραγματικά επιτεύγματα του δεύτερου μισού του 20ού Αιώνα. Κυρίως τον προσανατολισμό προς μια πολυμερή, βασισμένη σε κανόνες τάξη πραγμάτων του ΟΗΕ, την ώρα που οι ΗΠΑ την εγκαταλείπουν και η νέα φάλαγγα των αυτοκρατών περί τον Σι και τον Πούτιν αυτοπαρουσιάζεται εντελώς στοχευμένα και συστηματικά ως το πολιτικό αντίβαρο στην φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Πάλι, πρώτη προϋπόθεση για να υπερασπιστούμε αυτά τα αγαθά, είναι η ικανότητα να εγγυώμαστε ως Ευρώπη την δική μας ασφάλεια. Διαφορετικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ήπειρος μας απειλούνται να πέσουν στην αφάνεια και στην αιχμαλωσία μιας Σμιττιανής «τάξης πραγμάτων ευρείας περιφερειακής κλίμακας», άν αφήσει τον πλανήτη να χωριστεί σε ζώνες επιρροής των υπερδυνάμεων ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας. «Όποιος δεν είναι στο τραπέζι, είναι στο μενού».
Γ. Ρ.
1. Deal στην άβυσσο;
του Χάραλντ Βέλτσερ
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, καμίας άλλης υπερδύναμης ο ρόλος δεν έχει αλλάξει τόσο ραγδαία όσο ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών· αυτή την αλλαγή παρατηρούμε τώρα. Δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια νέα μορφή εξουσίας, η οποία λειτουργεί χωρίς ένα σύστημα αξιών η οποία καταστρέφει το Πολιτικόν και η οποία βασίζεται σε μια κεντρική έννοια: Στο deal.
Εξίσου εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι αυτή η μεταμόρφωση δεν προκύπτει και δεν βασίζεται ούτε σε μια επανάσταση, ούτε σ’ έναν πόλεμο, ούτε σε μια συστημική κατάρρευση. Προκύπτει έχοντας ως αφετηρία πολύ φυσιολογικές συνθήκες. Πρόεδροι των ΗΠΑ όπως ο Τζορτζ Μπους ο Νεότερος, ο Μπιλ Κλίντον, ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Τζο Μπάιντεν, είχαν την ίδια ισχύ με τον Ντόναλντ Τραμπ. Γιατί δεν την χρησιμοποίησαν όπως εκείνος, ειδικά στην εξωτερική πολιτική; Η απάντηση είναι η εξής: Επειδή υπό τις προηγούμενες προεδρίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάντα ο πυλώνας του εγχειρήματος των Δυτικών κοινωνιών, όπως αυτό είχε μορφοποιηθεί γύρω από την κεντρική κατηγορία της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό το σχέδιο ήταν τόσο επιτυχημένο επί δεκαετίες, ώστε ο αριθμός των δημοκρατιών μεγάλωνε συνεχώς.
Μόνον με την άνοδο της ελευθεριακής (libertarian) ιδεολογίας και της δικής της, καθαρά ατομιοκεντρικής αντίληψης περί ελευθερίας, η οποία δεν ενδιαφέρεται ούτε για την δημοκρατία ούτε για το κοινό καλό, άρχισε να διαβρώνεται η δημοκρατική κουλτούρα. Οι Daniel Ziblatt και Steven Levitsky έχουν καταδείξει ότι οι δημοκρατίες πεθαίνουν εκ των έσω όταν οι πολιτικοί παράγοντες παύουν πια να είναι προσανατολισμένοι προς την αυτονόητη έννοια της κρατικής υπόστασης και να την προϋποθέτουν ως αυτονόητη. Όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα άρχισε να εγκαταλείπει αυτήν την μέχρι τότε ισχύουσα προϋπόθεση, άνοιξε ο δρόμος για την εποχή την οποία ενσαρκώνει τώρα ο Τραμπ. Εκείνη η προϋπόθεση [η οποία τώρα εγκαταλείφθηκε] ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν άσκησαν ποτέ εξουσία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με τον τρόπο που το κάνουν ο Ντόναλντ Τραμπ και οι πραιτοριανοί του: Άλλωστε, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν τον εαυτό τους ως την ενσάρκωση αυτής της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, η οποία, ως το Δυτικό μεταπολεμικό μοντέλο, ήταν σε θέση να διεκδικεί για ένα διάστημα την παγκόσμια κυριαρχία.
Εξίσου εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι αυτή η μεταμόρφωση δεν προκύπτει και δεν βασίζεται ούτε σε μια επανάσταση, ούτε σ’ έναν πόλεμο, ούτε σε μια συστημική κατάρρευση. Προκύπτει έχοντας ως αφετηρία πολύ φυσιολογικές συνθήκες. Πρόεδροι των ΗΠΑ όπως ο Τζορτζ Μπους ο Νεότερος, ο Μπιλ Κλίντον, ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Τζο Μπάιντεν, είχαν την ίδια ισχύ με τον Ντόναλντ Τραμπ. Γιατί δεν την χρησιμοποίησαν όπως εκείνος, ειδικά στην εξωτερική πολιτική; Η απάντηση είναι η εξής: Επειδή υπό τις προηγούμενες προεδρίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάντα ο πυλώνας του εγχειρήματος των Δυτικών κοινωνιών, όπως αυτό είχε μορφοποιηθεί γύρω από την κεντρική κατηγορία της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό το σχέδιο ήταν τόσο επιτυχημένο επί δεκαετίες, ώστε ο αριθμός των δημοκρατιών μεγάλωνε συνεχώς.
Μόνον με την άνοδο της ελευθεριακής (libertarian) ιδεολογίας και της δικής της, καθαρά ατομιοκεντρικής αντίληψης περί ελευθερίας, η οποία δεν ενδιαφέρεται ούτε για την δημοκρατία ούτε για το κοινό καλό, άρχισε να διαβρώνεται η δημοκρατική κουλτούρα. Οι Daniel Ziblatt και Steven Levitsky έχουν καταδείξει ότι οι δημοκρατίες πεθαίνουν εκ των έσω όταν οι πολιτικοί παράγοντες παύουν πια να είναι προσανατολισμένοι προς την αυτονόητη έννοια της κρατικής υπόστασης και να την προϋποθέτουν ως αυτονόητη. Όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα άρχισε να εγκαταλείπει αυτήν την μέχρι τότε ισχύουσα προϋπόθεση, άνοιξε ο δρόμος για την εποχή την οποία ενσαρκώνει τώρα ο Τραμπ. Εκείνη η προϋπόθεση [η οποία τώρα εγκαταλείφθηκε] ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν άσκησαν ποτέ εξουσία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με τον τρόπο που το κάνουν ο Ντόναλντ Τραμπ και οι πραιτοριανοί του: Άλλωστε, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν τον εαυτό τους ως την ενσάρκωση αυτής της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, η οποία, ως το Δυτικό μεταπολεμικό μοντέλο, ήταν σε θέση να διεκδικεί για ένα διάστημα την παγκόσμια κυριαρχία.
Σήμερα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι στις ΗΠΑ αναδύεται μια νέα μορφή εξουσίας, η οποία, για ό,τι αφορά το οργανωτικό πεδίο, περιέχει πολλά στοιχεία της παραδοσιακής φασιστικής μορφής εξουσίας. Όμως, πέρα από αυτό, καθιερώνει κάτι νέο από πλευράς κοινωνιολογίας της εξουσίας: Συγκεκριμένα, την κατάργηση του Πολιτικού. Αυτό το νέο εμφανίστηκε αναγλυφα όταν η Πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ, Ursula von der Leyen έδωσε μια συνέντευξη Τύπου μαζί με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Σκωτία, στις 27 Ιουλίου 2025. Καθόταν δίπλα του σαν καλή μαθήτρια και επαναλάμβανε τα λόγια του. Επικεντρώθηκαν στο γεγονός ότι, ευτυχώς, είχαν καταφέρει να διαπραγματευτούν και να κλείσουν ένα deal, ένα μεγάλο deal, ένα καλό deal.
Ακόμη και για την φον ντερ Λάιεν, η οποία έδειχνε απέραντα ανακουφισμένη επειδή με την διαπραγμάτευση είχε καταφέρει να μειώσει τους δασμούς που επέβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος από 30 σε 15 %, η πολιτική είχε συρρικνωθεί σε μια επιχειρηματική συμφωνία. Είναι ενδιαφέρον ότι, εν μέσω της ανακούφισης για τους μειωμένους τιμωρητικούς δασμούς, σχεδόν καθόλου δεν προσέχτηκε ότι, πριν από τον Tραμπ, τις διεθνείς συμφωνίες ποτέ δεν τις αντιλαμβανόμασταν ως deals, αλλά μάλλον ως προσεγγίσεις στα οικονομικά συμφέροντα, μερικές φορές περίπλοκες, τις οποίες συμμερίζονταν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Αυτό ήταν πάντα το σημείο εκκίνησης για τις διεθνείς και παγκόσμιες οικονομικές αλληλεξαρτήσεις, οι οποίες κατά κανόνα οδηγούσαν στην επέκταση των αγορών και, επομένως, σε βελτιωμένες ευκαιρίες για τους εμπλεκόμενους να δρουν εντός των αγορών. Τα κόστη αυτής της πρακτικής επιβάρυναν τα συστήματα της Γης και του κλίματος, ωστόσο, κατά τα άλλα, όλα τα μέρη έμεναν με την εντύπωση ότι έβγαιναν ωφελημένες όλες οι εμπλεκόμενες οικονομίες, άρα, δυνητικά αύξανε και το μερίδιο κάθε κράτους.
Γιατί αυτή είναι η διαφορά μεταξύ συμφωνιών και deals. Οι συμφωνίες μεταξύ κρατών παραδοσιακά εξυπηρετούν τον σκοπό της βελτίωσης της ζωής των πολιτών τους. Το κλείσιμο μιας συμφωνίας για τους όρους του διεθνούς εμπορίου ήταν το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ένα deal είναι απλώς ένα deal και αξιολογείται με βάση το ποιος απέσπασε το καλύτερο αποτέλεσμα για τον εαυτό του και για τους δικούς του σκοπούς. Αυτό ισχύει και για ένα deal με το οποίο τερματίζεται ένας πόλεμος ή για ένα άλλο με το οποίο τιμωρείται ένα κράτος θεωρούμενο ως εχθρικό· ή και για ένα άλλο deal, με το οποίο αναγκάζονται οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν ένα εντελώς αυθαίρετα καθορισμένο ποσοστό του ΑΕΠ τους σε εξοπλισμούς (κυρίως αγοράζοντας αμερικανικά όπλα), εις βάρος των δαπανών για βασικές ανάγκες των πολιτών τους.
Ο Τραμπ θεωρεί τον Πούτιν ως επιχειρηματικό συνεργάτη του
Η διαπραγμάτευση και το κλείσιμο ενός deal είναι πράξη εντελώς αδιάφορη από ηθική άποψη· το να μη αποφύγεις έναν πιθανό πόλεμο μπορεί να είναι εξίσου «καλό deal» όπως η απέλαση αστέγων ή φτωχών. Η αντικατάσταση της πολιτικής με ένα deal σημαίνει το να αποβάλεις κάθε κανονιστικό περιεχόμενο από την δράση του κράτους. Επομένως, είναι το αντίθετο από το παραδοσιακό Δυτικό μοντέλο κοινωνίας.
Όπως βλέπευμε, αυτό που ήταν η ουσία της σύγχρονης διεθνούς διακυβέρνησης, δηλαδή η δράση που επιδιώκει την ισορροπία μεταξύ παραγόντων θεωρούμενων ως ίσων, αντικαθίσταται με κάτι άλλο. Σήμερα η πιο ισχυρή πλευρά προβάλλει εκβιαστικές απαιτήσεις προς την ασθενέστερη πλευρά, εξαναγκάζοντας την να χύσει ιδρώτα και αίμα για να αντιπαρατάξει κάτι. Με άλλα λόγια: Το Πολιτικόν έχει αντικατασταθεί από μια αγορά, στην οποία κάποιος μπορεί να υπαγορεύει την τιμή επειδή διαθέτει μεγαλύτερα οικονομικά, στρατιωτικά, επικοινωνιακά και συμβολικά μέσα δύναμης. Τα λίγοι κράτη που δεν υποκύπτουν στον εκβιασμό, όπως η Βραζιλία ή ο Καναδάς, αρνούνται de facto να εγκαταλείψουν το Πολιτικόν και αναλαμβάνουν το σχετικό ρίσκο στο χρηματικό πεδίο. Οι άλλοι πράττουν αντίθετα και κάνουν παραχωρήσεις πολιτικής κυριαρχίας, προκειμένου να βγουν από το bullying αυτού του deal με όσο γίνεται ελαφρότερες οικονομικές ζημίες.
Αυτές τις μέρες, βλέπουμε πώς ο Αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί να συνάψει ένα deal με τον Ρώσο εξουσιαστή, επειδή, όπως έχει πει, δεν θέλει πια να επωμίζεται το κόστος για την υποστήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμό της με τη Ρωσία. Σ΄αυτό το deal, ως επιχειρηματικό εταίρο του βλέπει μόνον τον Πούτιν. Έτσι οι παρεμβάσεις από την ευρωπαϊκή πλευρά, η οποία φοβάται ένα κακό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία, εισάγουν στο θέμα ένα παράδοξο στοιχείο μη-συγχρονισμού: Ο ένας από τους παράγοντες, ο πιο ισχυρός, λειτουργεί με τρόπο που επιδιώκει το κατά το δυνατόν πιο ευνοϊκό για τον ίδιο deal, ενώ οι άλλοι εξακολουθούν να λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο της βασισμένης σε κανόνες πολιτικής.
Αυτή είναι μια στιγμή η οποία συμβολικά σηματοδοτεί την μετάβαση από την εποχή της πολιτικής στην εποχή της μεταπολιτικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ολόκληρο το σενάριο φαίνεται τόσο παράδοξο, σαν σουρεαλιστική οπερέττα. Ο Τραμπ απολαμβάνει για άλλη μια φορά το να γίνεται ο σκηνοθέτης της παντοδυναμίας του, ενώ οι Ευρωπαίοι είναι ευγνώμονες επειδή τους επιτρέπεται να προβάλλουν τις απόψεις τους.
Τα ρεπορτάζ πολλών μέσων ενημέρωσης είναι αντίστοιχα αμήχανα: Τι διάολο είναι όλο αυτό το πράγμα; Τελικά, να θεωρήσουμε ήδη επιτυχία το γεγονός ότι κανέναν δεν πέταξαν έξω από το Οβάλ Γραφείο, ή ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος, χαρούμενος και μεγαλοπρεπής, είναι πρόθυμος να οργανώσει μια άλλη Σύνοδο Κορυφής. Σαν ένα είδος αντανακλαστικής κίνησης, συζητούν στην Γερμανία για τα υπέρ και τα κατά της ανάπτυξης στρατιωτών της Bundeswehr [ως ειρηνευτικής δύναμης] χωρίς να είναι έστω και στο ελάχιστο σαφές ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, εάν και όταν γίνουν. Το ερώτημα ποιό ακριβώς deal θέλει να δει ο Τραμπ στο τέλος, παραμένει τόσο ανοιχτό, όσο και το μέγεθος της αντίστοιχης απώλειας εδάφους και κυριαρχίας την οποία τελικά θα συνεπάγεται για την Ουκρανία.
Ακόμα και αν σ’ αυτό το κωμικοτραγικό σενάριο, το dealmaking χωρίς κανόνες είναι αναμειγμένο με ναρκισσιστικά κίνητρα (ο Τραμπ θα ήθελε πολύ να κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης) και με προσομοιώσεις της μέχρι τώρα συμβατικής εξωτερικής πολιτικής της Δύσης, οι υπολογισμοί των dealers παραμένουν κρυφοί. Σαφές είναι μόνον ποιος είναι εδώ το αφεντικό· και ότι δεν έχει καμία επιθυμία να το κρύψει.
Μέσα άσκησης εξουσίας πρωτόφαντα έως τώρα
Τα μέχρι σήμερα γνωστά αυτοκρατικά συστήματα εξουσίας δεν είχαν ποτέ συγκρίσιμου μεγέθους μέσα άσκησης εξουσίας επί κυρίαρχων κρατών. Και το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό το τρέχον καθεστώς τους, όχι απλά κατέχουν αυτή την εξουσία αλλά και την εφαρμόζουν ως δόγμα εξωτερικής πολιτικής, αλλάζει το γεωπολιτικό τοπίο. Το αλλάζει με τέτοιο τρόπο ώστε, μέχρι νεωτέρας, μόνον τρεις δυνάμεις - οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία - θεωρούν τους εαυτούς τους ως παράγοντες τους οποίους λαμβάνουν αμοιβαία σοβαρά υπόψη, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος, στα μάτια τους τουλάχιστον, φαίνεται αδύναμος και επομένως τον θεωρούν αμελητέο παράγοντα.
Ακόμη και για την φον ντερ Λάιεν, η οποία έδειχνε απέραντα ανακουφισμένη επειδή με την διαπραγμάτευση είχε καταφέρει να μειώσει τους δασμούς που επέβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος από 30 σε 15 %, η πολιτική είχε συρρικνωθεί σε μια επιχειρηματική συμφωνία. Είναι ενδιαφέρον ότι, εν μέσω της ανακούφισης για τους μειωμένους τιμωρητικούς δασμούς, σχεδόν καθόλου δεν προσέχτηκε ότι, πριν από τον Tραμπ, τις διεθνείς συμφωνίες ποτέ δεν τις αντιλαμβανόμασταν ως deals, αλλά μάλλον ως προσεγγίσεις στα οικονομικά συμφέροντα, μερικές φορές περίπλοκες, τις οποίες συμμερίζονταν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Αυτό ήταν πάντα το σημείο εκκίνησης για τις διεθνείς και παγκόσμιες οικονομικές αλληλεξαρτήσεις, οι οποίες κατά κανόνα οδηγούσαν στην επέκταση των αγορών και, επομένως, σε βελτιωμένες ευκαιρίες για τους εμπλεκόμενους να δρουν εντός των αγορών. Τα κόστη αυτής της πρακτικής επιβάρυναν τα συστήματα της Γης και του κλίματος, ωστόσο, κατά τα άλλα, όλα τα μέρη έμεναν με την εντύπωση ότι έβγαιναν ωφελημένες όλες οι εμπλεκόμενες οικονομίες, άρα, δυνητικά αύξανε και το μερίδιο κάθε κράτους.
Γιατί αυτή είναι η διαφορά μεταξύ συμφωνιών και deals. Οι συμφωνίες μεταξύ κρατών παραδοσιακά εξυπηρετούν τον σκοπό της βελτίωσης της ζωής των πολιτών τους. Το κλείσιμο μιας συμφωνίας για τους όρους του διεθνούς εμπορίου ήταν το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ένα deal είναι απλώς ένα deal και αξιολογείται με βάση το ποιος απέσπασε το καλύτερο αποτέλεσμα για τον εαυτό του και για τους δικούς του σκοπούς. Αυτό ισχύει και για ένα deal με το οποίο τερματίζεται ένας πόλεμος ή για ένα άλλο με το οποίο τιμωρείται ένα κράτος θεωρούμενο ως εχθρικό· ή και για ένα άλλο deal, με το οποίο αναγκάζονται οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν ένα εντελώς αυθαίρετα καθορισμένο ποσοστό του ΑΕΠ τους σε εξοπλισμούς (κυρίως αγοράζοντας αμερικανικά όπλα), εις βάρος των δαπανών για βασικές ανάγκες των πολιτών τους.
Ο Τραμπ θεωρεί τον Πούτιν ως επιχειρηματικό συνεργάτη του
Η διαπραγμάτευση και το κλείσιμο ενός deal είναι πράξη εντελώς αδιάφορη από ηθική άποψη· το να μη αποφύγεις έναν πιθανό πόλεμο μπορεί να είναι εξίσου «καλό deal» όπως η απέλαση αστέγων ή φτωχών. Η αντικατάσταση της πολιτικής με ένα deal σημαίνει το να αποβάλεις κάθε κανονιστικό περιεχόμενο από την δράση του κράτους. Επομένως, είναι το αντίθετο από το παραδοσιακό Δυτικό μοντέλο κοινωνίας.
Όπως βλέπευμε, αυτό που ήταν η ουσία της σύγχρονης διεθνούς διακυβέρνησης, δηλαδή η δράση που επιδιώκει την ισορροπία μεταξύ παραγόντων θεωρούμενων ως ίσων, αντικαθίσταται με κάτι άλλο. Σήμερα η πιο ισχυρή πλευρά προβάλλει εκβιαστικές απαιτήσεις προς την ασθενέστερη πλευρά, εξαναγκάζοντας την να χύσει ιδρώτα και αίμα για να αντιπαρατάξει κάτι. Με άλλα λόγια: Το Πολιτικόν έχει αντικατασταθεί από μια αγορά, στην οποία κάποιος μπορεί να υπαγορεύει την τιμή επειδή διαθέτει μεγαλύτερα οικονομικά, στρατιωτικά, επικοινωνιακά και συμβολικά μέσα δύναμης. Τα λίγοι κράτη που δεν υποκύπτουν στον εκβιασμό, όπως η Βραζιλία ή ο Καναδάς, αρνούνται de facto να εγκαταλείψουν το Πολιτικόν και αναλαμβάνουν το σχετικό ρίσκο στο χρηματικό πεδίο. Οι άλλοι πράττουν αντίθετα και κάνουν παραχωρήσεις πολιτικής κυριαρχίας, προκειμένου να βγουν από το bullying αυτού του deal με όσο γίνεται ελαφρότερες οικονομικές ζημίες.
Αυτές τις μέρες, βλέπουμε πώς ο Αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί να συνάψει ένα deal με τον Ρώσο εξουσιαστή, επειδή, όπως έχει πει, δεν θέλει πια να επωμίζεται το κόστος για την υποστήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμό της με τη Ρωσία. Σ΄αυτό το deal, ως επιχειρηματικό εταίρο του βλέπει μόνον τον Πούτιν. Έτσι οι παρεμβάσεις από την ευρωπαϊκή πλευρά, η οποία φοβάται ένα κακό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία, εισάγουν στο θέμα ένα παράδοξο στοιχείο μη-συγχρονισμού: Ο ένας από τους παράγοντες, ο πιο ισχυρός, λειτουργεί με τρόπο που επιδιώκει το κατά το δυνατόν πιο ευνοϊκό για τον ίδιο deal, ενώ οι άλλοι εξακολουθούν να λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο της βασισμένης σε κανόνες πολιτικής.
Αυτή είναι μια στιγμή η οποία συμβολικά σηματοδοτεί την μετάβαση από την εποχή της πολιτικής στην εποχή της μεταπολιτικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ολόκληρο το σενάριο φαίνεται τόσο παράδοξο, σαν σουρεαλιστική οπερέττα. Ο Τραμπ απολαμβάνει για άλλη μια φορά το να γίνεται ο σκηνοθέτης της παντοδυναμίας του, ενώ οι Ευρωπαίοι είναι ευγνώμονες επειδή τους επιτρέπεται να προβάλλουν τις απόψεις τους.
Τα ρεπορτάζ πολλών μέσων ενημέρωσης είναι αντίστοιχα αμήχανα: Τι διάολο είναι όλο αυτό το πράγμα; Τελικά, να θεωρήσουμε ήδη επιτυχία το γεγονός ότι κανέναν δεν πέταξαν έξω από το Οβάλ Γραφείο, ή ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος, χαρούμενος και μεγαλοπρεπής, είναι πρόθυμος να οργανώσει μια άλλη Σύνοδο Κορυφής. Σαν ένα είδος αντανακλαστικής κίνησης, συζητούν στην Γερμανία για τα υπέρ και τα κατά της ανάπτυξης στρατιωτών της Bundeswehr [ως ειρηνευτικής δύναμης] χωρίς να είναι έστω και στο ελάχιστο σαφές ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, εάν και όταν γίνουν. Το ερώτημα ποιό ακριβώς deal θέλει να δει ο Τραμπ στο τέλος, παραμένει τόσο ανοιχτό, όσο και το μέγεθος της αντίστοιχης απώλειας εδάφους και κυριαρχίας την οποία τελικά θα συνεπάγεται για την Ουκρανία.
Ακόμα και αν σ’ αυτό το κωμικοτραγικό σενάριο, το dealmaking χωρίς κανόνες είναι αναμειγμένο με ναρκισσιστικά κίνητρα (ο Τραμπ θα ήθελε πολύ να κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης) και με προσομοιώσεις της μέχρι τώρα συμβατικής εξωτερικής πολιτικής της Δύσης, οι υπολογισμοί των dealers παραμένουν κρυφοί. Σαφές είναι μόνον ποιος είναι εδώ το αφεντικό· και ότι δεν έχει καμία επιθυμία να το κρύψει.
Μέσα άσκησης εξουσίας πρωτόφαντα έως τώρα
Τα μέχρι σήμερα γνωστά αυτοκρατικά συστήματα εξουσίας δεν είχαν ποτέ συγκρίσιμου μεγέθους μέσα άσκησης εξουσίας επί κυρίαρχων κρατών. Και το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό το τρέχον καθεστώς τους, όχι απλά κατέχουν αυτή την εξουσία αλλά και την εφαρμόζουν ως δόγμα εξωτερικής πολιτικής, αλλάζει το γεωπολιτικό τοπίο. Το αλλάζει με τέτοιο τρόπο ώστε, μέχρι νεωτέρας, μόνον τρεις δυνάμεις - οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία - θεωρούν τους εαυτούς τους ως παράγοντες τους οποίους λαμβάνουν αμοιβαία σοβαρά υπόψη, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος, στα μάτια τους τουλάχιστον, φαίνεται αδύναμος και επομένως τον θεωρούν αμελητέο παράγοντα.
Ο καπιταλισμός δεν έχει γίνει απλά και μόνον πολιτική. Αντικαθιστά την πολιτική.
Τούτο ακριβώς το σχήμα πολιτικής σκέψης είναι η βάση, η οποία δίνει στην αμερικανική νεο-αυτoκρατία κάθε ελευθερία να διαλύει το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της, να παραβιάζει την διάκριση των εξουσιών, να καταδιώκει τις μειονότητες, να καταργεί ή να αποδυναμώνει θεσμούς της δημοκρατίας και, εν ολίγοις, να συμπεριφέρεται ακριβώς όπως οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, χωρίς να αντιμετωπίζει εκ των έξω καμία κριτική ή περιοριστικό εμπόδιο, πόσο μάλλον κυρώσεις.
Όσον αφορά τις θεωρίες περί κυριαρχίας και εξουσίας, αυτό σημαίνει όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική, αλλά ότι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο, έχει πάρει την θέση της ίδιας της πολιτικής. Η ονείρωξη όλων των ελευθεριακών [libertarians - αναρχοκαπιταλιστών] γίνεται πραγματικότητα.
Και πού βρίσκεται η γραμμή αντίστασης;
Kάθε πολίτης της Ευρώπης, ο οποίος θεωρεί την διαφύλαξη και την διατήρηση του δημοκρατικού κράτους δικαίου ως το πιο σημαντικό καθήκον της πολιτικής, στέκεται γεμάτος απογοήτευση και έκπληξη μπροστά στην υπερβολικά επιφυλακτική ή ακόμη και υποτακτική στάση της της Ευρώπης απέναντι στον Πρόεδρο των ΗΠΑ· η τέτοια στάση δηλώνει ραγδαία αυτο-εγκατάλειψη και λησμοσύνη των βασικών καθηκόντων της. Με την έναρξη της εφαρμογής του προϋπάρχοντος και ήδη γνωστού τοις πάσι Τραμπικού σεναρίου Project 2025 [βλ. Alison Durkee, «Τι είναι το Project 2025; Το ριζοσπαστικό δεξιό σχέδιο διακυβέρνησης για τη δεύτερη θητεία Τραμπ», Forbes, 17.7.2024]2 δεν θα ‘πρεπε να αναμένουμε ότι η Ευρώπη θα σχημάτιζε μια πολιτισμική γραμμή άμυνας ενάντια σε αυτή την επίθεση στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων; Από ποιον, πού και πώς αναμένουμε να αμυνθεί ενάντια στις καταπατήσεις των αυταρχισμών και των δικτατοριών, από ποιον αναμένουμε να εμψυχώσει και εξορκίσει τους πληθυσμούς της επικράτειάς του σε αντίσταση ενάντια στον πειρασμό της ατιμώρητης απανθρωπιάς, όπως τον αποκάλεσε κάποτε ο φιλόσοφος Γκίντερ Άντερς (Günther Anders), εάν η Ευρώπη αποτύχει στην πρώτη κιόλας δοκιμασία, όπως βλέπουμε να συμβαίνει αυτή τη στιγμή;
Αντί να σχηματίσουμε μια γραμμή αντίστασης ενάντια στον νέο απολυταρχισμό και ιμπεριαλισμό, σύντομα θα ακούσουμε και θα διαβάσουμε επιχειρήματα ότι η καταπολέμηση της μετανάστευσης και του εγκλήματος στις ΗΠΑ λειτουργεί, το ίδιο και η επανεθνικοποίηση της οικονομίας. Θα ακούσουμε ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός της δημοκρατικής Δύσης δυστυχώς έχει αποδειχθεί μη βιώσιμος και ότι όλες οι ιδέες του έχουν αποτύχει τελειωτικά. Σε αντιστοιχία με τα τεκταινόμενα στις ΗΠΑ, αυτοί που κουβαλούν νερό στον μύλο του απολυταρχισμού είναι ήδη πανέτοιμοι σε όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Και προκαλεί βαθύ φόβο το γεγονός, ότι το κυρίαρχο πολιτικό ενδιαφέρον δεν στέφεται προς την υπεράσπιση του πολιτισμικού σχεδίου μας, αλλά λανθασμένα, αφενός στον επανεξοπλισμό και αφετέρου στην καταπολέμηση της μετανάστευσης.
Η επόμενη πολιτισμική ρήξη όχι απλώς προετοιμάζεται, αλλά είναι ήδη σε εξέλιξη. Οι περαιτέρω διαταραχές που επιφυλάσσει ήδη προετοιμάζονται και δεν είναι πλέον μόνον στην αρχική φάση, εκεί όπου θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Όλα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, τα βλέπουμε και κανείς δεν παρεμβαίνει.
Τούτο ακριβώς το σχήμα πολιτικής σκέψης είναι η βάση, η οποία δίνει στην αμερικανική νεο-αυτoκρατία κάθε ελευθερία να διαλύει το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της, να παραβιάζει την διάκριση των εξουσιών, να καταδιώκει τις μειονότητες, να καταργεί ή να αποδυναμώνει θεσμούς της δημοκρατίας και, εν ολίγοις, να συμπεριφέρεται ακριβώς όπως οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, χωρίς να αντιμετωπίζει εκ των έξω καμία κριτική ή περιοριστικό εμπόδιο, πόσο μάλλον κυρώσεις.
Όσον αφορά τις θεωρίες περί κυριαρχίας και εξουσίας, αυτό σημαίνει όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική, αλλά ότι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο, έχει πάρει την θέση της ίδιας της πολιτικής. Η ονείρωξη όλων των ελευθεριακών [libertarians - αναρχοκαπιταλιστών] γίνεται πραγματικότητα.
![]() |
| © The Nation |
Kάθε πολίτης της Ευρώπης, ο οποίος θεωρεί την διαφύλαξη και την διατήρηση του δημοκρατικού κράτους δικαίου ως το πιο σημαντικό καθήκον της πολιτικής, στέκεται γεμάτος απογοήτευση και έκπληξη μπροστά στην υπερβολικά επιφυλακτική ή ακόμη και υποτακτική στάση της της Ευρώπης απέναντι στον Πρόεδρο των ΗΠΑ· η τέτοια στάση δηλώνει ραγδαία αυτο-εγκατάλειψη και λησμοσύνη των βασικών καθηκόντων της. Με την έναρξη της εφαρμογής του προϋπάρχοντος και ήδη γνωστού τοις πάσι Τραμπικού σεναρίου Project 2025 [βλ. Alison Durkee, «Τι είναι το Project 2025; Το ριζοσπαστικό δεξιό σχέδιο διακυβέρνησης για τη δεύτερη θητεία Τραμπ», Forbes, 17.7.2024]2 δεν θα ‘πρεπε να αναμένουμε ότι η Ευρώπη θα σχημάτιζε μια πολιτισμική γραμμή άμυνας ενάντια σε αυτή την επίθεση στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων; Από ποιον, πού και πώς αναμένουμε να αμυνθεί ενάντια στις καταπατήσεις των αυταρχισμών και των δικτατοριών, από ποιον αναμένουμε να εμψυχώσει και εξορκίσει τους πληθυσμούς της επικράτειάς του σε αντίσταση ενάντια στον πειρασμό της ατιμώρητης απανθρωπιάς, όπως τον αποκάλεσε κάποτε ο φιλόσοφος Γκίντερ Άντερς (Günther Anders), εάν η Ευρώπη αποτύχει στην πρώτη κιόλας δοκιμασία, όπως βλέπουμε να συμβαίνει αυτή τη στιγμή;
Αντί να σχηματίσουμε μια γραμμή αντίστασης ενάντια στον νέο απολυταρχισμό και ιμπεριαλισμό, σύντομα θα ακούσουμε και θα διαβάσουμε επιχειρήματα ότι η καταπολέμηση της μετανάστευσης και του εγκλήματος στις ΗΠΑ λειτουργεί, το ίδιο και η επανεθνικοποίηση της οικονομίας. Θα ακούσουμε ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός της δημοκρατικής Δύσης δυστυχώς έχει αποδειχθεί μη βιώσιμος και ότι όλες οι ιδέες του έχουν αποτύχει τελειωτικά. Σε αντιστοιχία με τα τεκταινόμενα στις ΗΠΑ, αυτοί που κουβαλούν νερό στον μύλο του απολυταρχισμού είναι ήδη πανέτοιμοι σε όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Και προκαλεί βαθύ φόβο το γεγονός, ότι το κυρίαρχο πολιτικό ενδιαφέρον δεν στέφεται προς την υπεράσπιση του πολιτισμικού σχεδίου μας, αλλά λανθασμένα, αφενός στον επανεξοπλισμό και αφετέρου στην καταπολέμηση της μετανάστευσης.
Η επόμενη πολιτισμική ρήξη όχι απλώς προετοιμάζεται, αλλά είναι ήδη σε εξέλιξη. Οι περαιτέρω διαταραχές που επιφυλάσσει ήδη προετοιμάζονται και δεν είναι πλέον μόνον στην αρχική φάση, εκεί όπου θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Όλα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, τα βλέπουμε και κανείς δεν παρεμβαίνει.
![]() |
| © Chris Britt | Creators Syndicate - The Ledger |
2. Η εποχή της ισχύος επέστρεψε
του Άλμπρεχτ φον Λούκε
Albrecht
von Lucke: 35 Jahre Einheit oder Die Rückkehr der Machtpolitik, Blätter 10/2025,
«Δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια νέα μορφή εξουσίας, η οποία λειτουργεί χωρίς ένα σύστημα αξιών, η οποία καταστρέφει το Πολιτικόν και η οποία βασίζεται σε μια κεντρική έννοια: Στο deal». Ο κοινωνικός ψυχολόγος Χάραλντ Βέλτσερ (Harald Welzer) είναι πεπεισμένος ότι έτσι έχουν τα πράγματα τώρα. Υπό τον Τραμπ, η πολιτική έχει συρρικνωθεί σε απλή επιχειρηματική συμφωνία. Ο Βέλτσερ καταλήγει: «Αυτή είναι μια στιγμή η οποία συμβολικά σηματοδοτεί την μετάβαση από την εποχή της πολιτικής στην εποχή της μεταπολιτικής».
Ωστόσο, όσο και αν η σημειολογία των deal προσκαλεί τον Βέλτσερ και άλλους σχολιαστές σε μια τέτοια ερμηνεία, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Στην πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί ο Τραμπ αντιστοιχεί με το Πολιτικόν όπως αυτό υπάρχει εδώ και αιώνες. Βλέπουμε την επιστροφή της βάναυσης πολιτικής ισχύος και το τέλος μιας 80ετούς ιστορικής κατάστασης εξαίρεσης στην Ευρώπη. Είναι το τέλος του κόσμου της Γιάλτας, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες εγγυήθηκαν την ασφάλεια της δημοκρατικής (Δυτικής) Ευρώπης. Και μέσω της υποστήριξης που παρείχαν προς τα Ηνωμένα Έθνη, εγγυήθηκαν επίσης τον πολυμερισμό και μια παγκόσμια τάξη βασισμένη σε κανόνες.
Αυτή η φάση πράγματι τελειώνει με τον Τραμπ. Ωστόσο, είναι παραπλανητικό να υποθέτουμε μια νέα συνολική πολιτική κατάσταση, ή ακόμα και μια «μεταπολιτική εποχή», βασισμένη στον όρο «επιχειρηματική συμφωνία», deal. Διότι πίσω από τις συμφωνίες του Τραμπ δεν βρίσκεται η ιδέα μιας οικονομικής συμφωνίας προς όφελος κάποιων ή κάποιου συμβαλλόμενου μέρους, αλλά ο ωμός εκβιασμός. Αυτό που αποτελούσε τον πυρήνα της πολιτικής επί αιώνες και συνεχίζει να είναι, σε μεγάλα μέρη του κόσμου σήμερα (η κυριαρχία του ισχυρότερου επί του ασθενέστερου), τώρα, υπό τον Τραμπ, έχει επιστρέψει με όλη του τη βιαιότητα και στην Δύση.
Είναι κάτι περισσότερο από αυτό: Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ της εποχής Τραμπ, μια ασφαλής, υποτίθεται, δημοκρατία, μετατοπίζονται προς το στρατόπεδο της απολυταρχίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι το «προφανές» της Δυτικής εγγύησης της ασφάλειας και της δημοκρατίας στην Ευρώπη, το οποίο διήρκεσε επί οκτώ δεκαετίες, αποτελεί και αυτό μιαν ιστορική εξαίρεση, ίσως ακόμη και μια θεμελιώδη ανωμαλία.
Υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ βρίσκονται όλο και λιγότερο στο δημοκρατικό στρατόπεδο. Αυτή η επιστροφή στην παλιά πολιτική της ισχύος, ακόμη και στην Ευρώπη, είναι η αποφασιστική διαφορά από την εποχή προ Τραμπ. Είναι η πραγματική ρήξη και την οφείλουμε στον υποτιθέμενο κατασκευαστή συμφωνιών. Την οφείλουμε σ΄ αυτόν ακόμη περισσότερο από όσο την οφείλουμε στην επιστροφή στην ρωσική εξουσία ενός πολιτικού σαν τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Αυτός, ως διάδοχος του Μπόρις Γέλτσιν και σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, το «μόνο» που έκανε ήταν να ενσαρκώσει την αναζωογόνηση του παλιού ρωσικού ιμπεριαλισμού. Όμως τώρα, η πολιτική ισχύος του Τραμπ και ο ιμπεριαλισμός της Ρωσίας αλληλοενισχύονται.
Τούτων δοθέντων, αυτό που μας βρήκε τώρα δεν είναι κάτι το νέο, αλλά μάλλον η γνωστή κυριαρχία μέσω της ισχύος των ισχυρών κρατών έναντι των αδύναμων. Το παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο πολύ τις συμφωνίες του Τραμπ, και στο οποίο το ένα μέρος κερδίζει ό,τι χάνει το άλλο, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει απαραίτητα να υπάρχουν ηττημένοι, δεν είναι σε καμία περίπτωση ιδιαιτερότητα του Τραμπ, αλλά μάλλον μια κρατική πρακτική αιώνων. Η βούληση για εκβιασμό και καταναγκασμό, από τον Πούτιν προς την Ουκρανία, από τον Τραμπ προς την Δανία ή την Βενεζουέλα, είναι και στις δύο περιπτώσεις η ίδια και αποτελεί τη βάση του κοινού και για τους δύο τρόπου κατανόησης της πολιτικής. Σ’ αυτό το σημείο, ο Τραμπ και ο Πούτιν, ακόμη και ο Σι Τζινπίνγκ, διαφέρουν μεταξύ τους όχι ποιοτικά αλλά μόνον ποσοτικά (αν και ο Τραμπ σαφώς ζηλεύει τον Πούτιν και τον Σι για τις δικτατορικές τους δυνάμεις).
Η πολιτική ήταν πάντα καταναγκασμός και εκβιασμός, κάθε φορά που οι ισχυρότεροι μπορούσαν να εκβιάσουν τους ασθενέστερους. Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, ισχύει το παλιό απόφθεγμα: Οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν, οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει. Γιατί ο Πούτιν βομβαρδίζει την Ουκρανία τόσο ξεδιάντροπα, ακυρώνοντας με τρόπο χλευαστικό αυτό που ο ίδιος διακηρύσσει, την δήθεν προθυμία του να διαπραγματευτεί; Για έναν απλό λόγο: Επειδή μπορεί. Επειδή κανείς δεν είναι πρόθυμος να εμποδίσει τον Πούτιν και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το διεθνές δίκαιο ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και υπάρχει μια άλλη, πιο βαθιά ομοιότητα μεταξύ του Πούτιν και του Τραμπ: Kαι οι δύο αντιστρέφουν το ρητό του Κλαούζεβιτς - «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» - και κατανοούν την πολιτική ως τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Επομένως, σε τελευταία ανάλυση όλα τα μέσα είναι επιτρεπτά, είτε εφαρμόζονται ως κραυγαλέα ψέματα είτε ως βάναυσα ειπωμένες αλήθειες. Και ενώ ο Πούτιν σ' όλη την διάρκεια της κυριαρχίας του κατέστειλε και καταστέλλει με την μέγιστη σκληρότητα κάθε αντιπολίτευση στην χώρα του, ο Τραμπ ακολουθεί και αυτός ολοένα και περισσότερο μια πολιτική της ανοιχτής κήρυξης πολέμου εναντίον των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών του. Δεν δίστασε καθόλου να μετονομάσει το Υπουργείο Άμυνας σε Υπουργείο Πολέμου, διαψεύδοντας έτσι στην πράξη την δική του δικηρυγμένη βούληση για ειρήνη, αλλά και σε πείσμα της φιλοδοξίας του για το βραβείο Νόμπελ. Όμως αυτό δεν είναι το μόνο, διότι επίσης όλο και πιο ανοιχτά κηρύσσει τον πόλεμο στους εγχώριους αντιπάλους του, είτε αναπτύσσοντας την Εθνοφρουρά σε Πολιτείες κυβερνώμενες από Δημοκρατικούς είτε στέλνοντας αστυνομικούς μασκοφόρους, λες και είναι τάγματα θανάτου [όπως σε Λατινοαμερικανικές δικατατορίες], εναντίον μεταναστών. Υπάρχει όμως και το tweet του Τραμπ «λατρεύω τη μυρωδιά των απελάσεων το πρωί», το οποίο παραπέμπει στο «λατρεύω τη μυρωδιά της βόμβας ναπάλμ το πρωί», στην ταινία για τον πόλεμο του Βιετνάμ «Apocalypse Now». Ταυτόχρονα, μετά την δολοφονία του ακροδεξιού influencer και υποστηρικτή του Τραμπ, Τσάρλι Κερκ, ο Τραμπ αυτοπροβλήθηκε φιλάρεσκα δημοσίως, μιλώντας για εισαγωγή συνοπτικών δικαστικών διαδικασιών «όπως στην Κίνα, εκείνοι έχουν κάτι τέτοιο» (τα ακριβή λόγια του Τραμπ στο Fox News).
Στον πυρήνα της πολιτικής τόσο του Πούτιν όσο και του Τραμπ βρίσκεται ένας κοινός τρόπος σκέψης, ο οποίος ουσιαστικά βλέπει οποιονδήποτε βρίσκεται πολιτικά απέναντι τους όχι ως αντίπαλο στον πολιτικό ανταγωνισμό, αλλά ως εχθρό, τον οποίο μπορούν να πολεμήσουν με όλα τα μέσα, ακόμη και με εκτός νομιμότητας μέσα.
Ο Welzer, συνεχίζοντας την δική του ερμηνεία για την πολιτική των συμφωνιών του Τραμπ, γράφει: «Όσον αφορά τις θεωρίες περί κυριαρχίας και εξουσίας» [...] «αυτό σημαίνει όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική, αλλά, επίσης, ότι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο, έχει πάρει την θέση της ίδιας της πολιτικής. Η ονείρωξη όλων των ελευθεριακών γίνεται πραγματικότητα».
Αυτή η φάση πράγματι τελειώνει με τον Τραμπ. Ωστόσο, είναι παραπλανητικό να υποθέτουμε μια νέα συνολική πολιτική κατάσταση, ή ακόμα και μια «μεταπολιτική εποχή», βασισμένη στον όρο «επιχειρηματική συμφωνία», deal. Διότι πίσω από τις συμφωνίες του Τραμπ δεν βρίσκεται η ιδέα μιας οικονομικής συμφωνίας προς όφελος κάποιων ή κάποιου συμβαλλόμενου μέρους, αλλά ο ωμός εκβιασμός. Αυτό που αποτελούσε τον πυρήνα της πολιτικής επί αιώνες και συνεχίζει να είναι, σε μεγάλα μέρη του κόσμου σήμερα (η κυριαρχία του ισχυρότερου επί του ασθενέστερου), τώρα, υπό τον Τραμπ, έχει επιστρέψει με όλη του τη βιαιότητα και στην Δύση.
Είναι κάτι περισσότερο από αυτό: Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ της εποχής Τραμπ, μια ασφαλής, υποτίθεται, δημοκρατία, μετατοπίζονται προς το στρατόπεδο της απολυταρχίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι το «προφανές» της Δυτικής εγγύησης της ασφάλειας και της δημοκρατίας στην Ευρώπη, το οποίο διήρκεσε επί οκτώ δεκαετίες, αποτελεί και αυτό μιαν ιστορική εξαίρεση, ίσως ακόμη και μια θεμελιώδη ανωμαλία.
Υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ βρίσκονται όλο και λιγότερο στο δημοκρατικό στρατόπεδο. Αυτή η επιστροφή στην παλιά πολιτική της ισχύος, ακόμη και στην Ευρώπη, είναι η αποφασιστική διαφορά από την εποχή προ Τραμπ. Είναι η πραγματική ρήξη και την οφείλουμε στον υποτιθέμενο κατασκευαστή συμφωνιών. Την οφείλουμε σ΄ αυτόν ακόμη περισσότερο από όσο την οφείλουμε στην επιστροφή στην ρωσική εξουσία ενός πολιτικού σαν τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Αυτός, ως διάδοχος του Μπόρις Γέλτσιν και σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, το «μόνο» που έκανε ήταν να ενσαρκώσει την αναζωογόνηση του παλιού ρωσικού ιμπεριαλισμού. Όμως τώρα, η πολιτική ισχύος του Τραμπ και ο ιμπεριαλισμός της Ρωσίας αλληλοενισχύονται.
Τούτων δοθέντων, αυτό που μας βρήκε τώρα δεν είναι κάτι το νέο, αλλά μάλλον η γνωστή κυριαρχία μέσω της ισχύος των ισχυρών κρατών έναντι των αδύναμων. Το παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο πολύ τις συμφωνίες του Τραμπ, και στο οποίο το ένα μέρος κερδίζει ό,τι χάνει το άλλο, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει απαραίτητα να υπάρχουν ηττημένοι, δεν είναι σε καμία περίπτωση ιδιαιτερότητα του Τραμπ, αλλά μάλλον μια κρατική πρακτική αιώνων. Η βούληση για εκβιασμό και καταναγκασμό, από τον Πούτιν προς την Ουκρανία, από τον Τραμπ προς την Δανία ή την Βενεζουέλα, είναι και στις δύο περιπτώσεις η ίδια και αποτελεί τη βάση του κοινού και για τους δύο τρόπου κατανόησης της πολιτικής. Σ’ αυτό το σημείο, ο Τραμπ και ο Πούτιν, ακόμη και ο Σι Τζινπίνγκ, διαφέρουν μεταξύ τους όχι ποιοτικά αλλά μόνον ποσοτικά (αν και ο Τραμπ σαφώς ζηλεύει τον Πούτιν και τον Σι για τις δικτατορικές τους δυνάμεις).
Η πολιτική ήταν πάντα καταναγκασμός και εκβιασμός, κάθε φορά που οι ισχυρότεροι μπορούσαν να εκβιάσουν τους ασθενέστερους. Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, ισχύει το παλιό απόφθεγμα: Οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν, οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει. Γιατί ο Πούτιν βομβαρδίζει την Ουκρανία τόσο ξεδιάντροπα, ακυρώνοντας με τρόπο χλευαστικό αυτό που ο ίδιος διακηρύσσει, την δήθεν προθυμία του να διαπραγματευτεί; Για έναν απλό λόγο: Επειδή μπορεί. Επειδή κανείς δεν είναι πρόθυμος να εμποδίσει τον Πούτιν και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το διεθνές δίκαιο ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και υπάρχει μια άλλη, πιο βαθιά ομοιότητα μεταξύ του Πούτιν και του Τραμπ: Kαι οι δύο αντιστρέφουν το ρητό του Κλαούζεβιτς - «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» - και κατανοούν την πολιτική ως τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Επομένως, σε τελευταία ανάλυση όλα τα μέσα είναι επιτρεπτά, είτε εφαρμόζονται ως κραυγαλέα ψέματα είτε ως βάναυσα ειπωμένες αλήθειες. Και ενώ ο Πούτιν σ' όλη την διάρκεια της κυριαρχίας του κατέστειλε και καταστέλλει με την μέγιστη σκληρότητα κάθε αντιπολίτευση στην χώρα του, ο Τραμπ ακολουθεί και αυτός ολοένα και περισσότερο μια πολιτική της ανοιχτής κήρυξης πολέμου εναντίον των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών του. Δεν δίστασε καθόλου να μετονομάσει το Υπουργείο Άμυνας σε Υπουργείο Πολέμου, διαψεύδοντας έτσι στην πράξη την δική του δικηρυγμένη βούληση για ειρήνη, αλλά και σε πείσμα της φιλοδοξίας του για το βραβείο Νόμπελ. Όμως αυτό δεν είναι το μόνο, διότι επίσης όλο και πιο ανοιχτά κηρύσσει τον πόλεμο στους εγχώριους αντιπάλους του, είτε αναπτύσσοντας την Εθνοφρουρά σε Πολιτείες κυβερνώμενες από Δημοκρατικούς είτε στέλνοντας αστυνομικούς μασκοφόρους, λες και είναι τάγματα θανάτου [όπως σε Λατινοαμερικανικές δικατατορίες], εναντίον μεταναστών. Υπάρχει όμως και το tweet του Τραμπ «λατρεύω τη μυρωδιά των απελάσεων το πρωί», το οποίο παραπέμπει στο «λατρεύω τη μυρωδιά της βόμβας ναπάλμ το πρωί», στην ταινία για τον πόλεμο του Βιετνάμ «Apocalypse Now». Ταυτόχρονα, μετά την δολοφονία του ακροδεξιού influencer και υποστηρικτή του Τραμπ, Τσάρλι Κερκ, ο Τραμπ αυτοπροβλήθηκε φιλάρεσκα δημοσίως, μιλώντας για εισαγωγή συνοπτικών δικαστικών διαδικασιών «όπως στην Κίνα, εκείνοι έχουν κάτι τέτοιο» (τα ακριβή λόγια του Τραμπ στο Fox News).
Στον πυρήνα της πολιτικής τόσο του Πούτιν όσο και του Τραμπ βρίσκεται ένας κοινός τρόπος σκέψης, ο οποίος ουσιαστικά βλέπει οποιονδήποτε βρίσκεται πολιτικά απέναντι τους όχι ως αντίπαλο στον πολιτικό ανταγωνισμό, αλλά ως εχθρό, τον οποίο μπορούν να πολεμήσουν με όλα τα μέσα, ακόμη και με εκτός νομιμότητας μέσα.
Ο Welzer, συνεχίζοντας την δική του ερμηνεία για την πολιτική των συμφωνιών του Τραμπ, γράφει: «Όσον αφορά τις θεωρίες περί κυριαρχίας και εξουσίας» [...] «αυτό σημαίνει όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική, αλλά, επίσης, ότι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο, έχει πάρει την θέση της ίδιας της πολιτικής. Η ονείρωξη όλων των ελευθεριακών γίνεται πραγματικότητα».
Αλλά και αυτή η ερμηνεία είναι άστοχη και παραπλανητική. Το αντίθετο ισχύει: Οι ΗΠΑ έχουν τόσο ισχυρή υπεροχή όχι επειδή ο καθαρός καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική υπό τον Τραμπ, αλλά επειδή η Ευρώπη έχει αποσυρθεί από αυτό που συνιστούσε την νομιμοποιητική βάση της κρατικής πολιτικής από την εποχή του Τόμας Χομπς, δηλαδή την προστασία των πολιτών της μέσω της ικανότητας να υπερασπίζεται το έδαφός της. Επειδή είναι προφανές ότι η Ευρώπη τούτη τη στιγμή δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό μόνη της, τουλάχιστον όσον αφορά την Ουκρανία, η ήπειρος μας είναι τόσο αβοήθητα εκτεθειμένη στην επιθετική τανάλια που την σφίγγει από Ανατολή και Δύση, δηλαδή στον εκβιασμό από τον Πούτιν και από τον Τραμπ.
Εξάλλου, η ερμηνεία του Welzer αντιφάσκει με την ίδια την πολιτική του δασμολογικού προστατευτισμού, η οποία μάλλον υποδηλώνει μια μερική τουλάχιστον απόκλιση από τον καθαρό νεοφιλελευθερισμό.
Εξάλλου, η ερμηνεία του Welzer αντιφάσκει με την ίδια την πολιτική του δασμολογικού προστατευτισμού, η οποία μάλλον υποδηλώνει μια μερική τουλάχιστον απόκλιση από τον καθαρό νεοφιλελευθερισμό.
![]() |
© Patrick Chappatte |
Ο Πούτιν και ο Τραμπ θέτουν ως κεντρικό στόχο της δικής τους πολιτικής τής ισχύος, την καταπολέμηση αυτού που αναγνωρίζουν ως εχθρό τους. Την ίδια στιγμή, εδώ σε μας, στην Ευρώπη, η εστίαση στο Οικονομικόν έχει καταλήξει να υποκαταστήσει το Πολιτικόν και έχει απωθήσει το γεγονός ότι τουλάχιστον από την οπτική γωνία των αντιπάλων μας, η εχθρότητα εξακολουθεί να υπάρχει και πιθανώς πρόκειται πάντα να υπάρχει.
Έχουμε συστηματικά απωθήσει το γεγονός ότι τα τελευταία 80 χρόνια επωφεληθήκαμε από συνθήκες τις οποίες θεωρούσαμε ως τις κανονικές, παρόλο που είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κανονικές: Συγκεκριμένα, επωφεληθήκαμε από το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εγγυώνταν την ασφάλεια της (Δυτικής) Ευρώπης. Όχι και τόσο από αλτρουισμό, αλλά από αμερικανικό συμφέρον, επειδή η Ευρώπη ήταν πολύ σημαντική για να αφεθεί στην Σοβιετική Ένωση και στην αξίωσή της για κυριαρχία. Αυτό επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως κορυφαία εξαγωγική χώρα στον κόσμο, να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην οικονομική της ευημερία, εγκαταλείποντας έτσι τον Raison d’être, τον λόγο ύπαρξης κάθε κράτους: Την ικανότητα να εγγυάται το ίδιο την δική του ασφάλεια. Αυτή ακριβώς είναι η παγίδα στην οποία είναι τώρα πιασμένη η ήπειρος μας, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό την ηγεσία του Τραμπ είναι σαφώς απρόθυμες να εγγυηθούν με οποιονδήποτε τρόπο την ελευθερία και την ασφάλεια της Ευρώπης, αλλά, αντίθετα, εκμεταλλεύονται την ανάγκη της για προστασία για να εκβιάσουν την ΕΕ.
Αυτή είναι η εκδίκηση και για την θεμελιακή πολιτική αποτυχία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να μάθει και να κατανοήσει ότι είναι υπεύθυνη για τη δική της ασφάλεια. Είναι ιδιαίτερα ειρωνικό το γεγονός ότι η παλιά Δημοκρατία της Βόννης [η τότε Δυτική Γερμανία] είναι λιγότερο υπεύθυνη για αυτήν την ιστορική πράξη απώθησης από την τωρινή Δημοκρατία του Βερολίνου [η επανενωμένη Γερμανία]. Αν και η τότε Δημοκρατία της Βόννης, ως κράτος στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ήδη γεμάτη με όπλα, ακόμη και με πυρηνικούς πυραύλους, εξαιτίας της παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων, ωστόσο και η ίδια συνέβαλε σημαντικά για την δική της εθνική άμυνα, συνεισφέροντας 3 έως 5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της. Και παρόλο που πολλοί φοβόντουσαν ότι η μετακόμιση της πρωτεύουσας στο Βερολίνο θα οδηγούσε σε συνέχιση της ατυχούς παράδοσης του μιλιταρισμού του [Κάιζερ] Γουλιέλμου, ήταν ακριβώς η Δημοκρατία του Βερολίνου αυτή που ολοκλήρωσε τον ειρηνευτικό μετασχηματισμό (Pazifizierung) της Γερμανίας, δηλαδή με την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας (2011). Και μάλιστα υπό τον Karl-Theodor zu Guttenberg, αναμφισβήτητα τον πιο εκκεντρικό υπουργό Άμυνας στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας [από το Βαυαρικό Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα CSU, στη συνέχεια εκδιώχτηκε από την κυβέρνηση Μέρκελ λόγω λογοκλοπής στο διδακτορικό του και κατέφυγε στις ΗΠΑ ως πολιτικός πρόσφυγας].
Με το τέλος του διπολισμού το 1989 και την απόκτηση του λεγόμενου μερίσματος ειρήνης, βασιστήκαμε ακόμη περισσότερο στους Αμερικανούς. Ταυτόχρονα, βασιστήκαμε στην υπόθεση ότι η Ρωσία θα παρέμενε μόνιμα ειρηνική και ότι η Ευρώπη, όπως και η Γερμανία, μακροπρόθεσμα θα περιβαλλόταν μόνο από φίλους. Ακόμα και όταν επικράτησε η επιθυμία να μπεί ένα τέλος στον καταστροφικό Γερμανικό Ιδιαίτερο Δρόμο (Sonderweg), και στην επιτυχή, επιτέλους, άφιξη στη δημοκρατία μετά τον «Μακρύ Δρόμο προς τη Δύση» της Γερμανίας (Heinrich August Winkler, Der lange Weg nach Westen), πίσω από τα πράγματα ήταν κρυμμένη η σαγηνευτική υποψία μιας διαρκούς ειρηνικής κατάστασης στη Γερμανία και μιας αιώνιας κατάστασης ειρήνης στην δημοκρατική Δύση.
Γι’ αυτόν τον λόγο, η ανιστορική άποψη του Χάραλντ Βέλτσερ για την πολιτική δεν είναι απλώς μια μεμονωμένη, ατομική στάση, αλλά σύμπτωμα που αντιπροσωπεύει τη κατάσταση των πνευμάτων σε μια χώρα, η οποία εξακολουθεί να κάνει το σοβαρό λάθος να θεωρεί την κατάσταση εξαίρεσης των τελευταίων 80 ετών ως φυσιολογική, και μάλιστα να την θεωρεί κάτι απόλυτο, παρόλο που ο Μπαράκ Ομπάμα είχε ήδη χαράξει πορεία μακριά από την Ευρώπη και προς την Ασία με την δική του «Στροφή προς την Ασία» [Pivot to Asia]. Αλλά ίσως χρειζόμασταν τον Τραμπ, ο οποίος τώρα, με όλη του τη βιαιότητα, μας υπενθυμίζει ποιός είναι ο κανόνας της Πολιτικής: Δηλαδή ότι κάθε πολιτική κοινότητα ενεργεί πρωτίστως για λογαριασμό της και, στην μακρά διάρκεια, μόνον αυτή η ίδια υπερασπίζεται τον εαυτό της, όσο δυσάρεστο κι αν είναι να το αποδεχτούμε αυτό.
![]() |
| 18.8.2025, © China Daily/Xinhua |
Με δύο τρόπους. Πρώτον, είναι σημαντικό να μην κλείνουμε πια τα μάτια μας στο γεγονός ότι κάθε χώρα, αλλά και κάθε κοινότητα, εάν βλέπει τον εαυτό της ως πολιτική οντότητα όπως η ΕΕ, πρέπει πάντοτε να φροντίζει για τη δική της ασφάλεια. Άν δεν το κάνει, θα γίνει ένα απλό πιόνι στο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων.
Τίποτε δεν το έδειξε αυτό πιο καθαρά από την πρόσφατη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με την Χιονάτη (Ζελένσκι) και τους Επτά Νάνους από την Ευρώπη στο Οβάλ Γραφείο. Εκεί, το μόνο που μπορούσε να κάνει η ΕΕ, ήταν να προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ για το έργο της υπεράσπισης της Ουκρανίας. Σ΄ αυτή την δυσχερή θέση βρέθηκε η ΕΕ, επειδή μόνη της δεν είναι ικανή - και, επιπλέον, ήταν για πολύ καιρό απρόθυμη - να υπερασπιστεί η ίδια την Ουκρανία. Και μάλιστα, να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ ανεξάρτητα από το πόσο θα της κοστίσει αυτό, ακόμη κι αν δοθεί για την άμυνα ένα επιβλητικό 5 % του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ και ο Πούτιν καταγίνονται με το παλιό πάρε-δώσε των μεγάλων δυνάμεων, με το «do ut des» («ξύσε μου την πλάτη να ξύσω τη δική σου» - «σου δίνω για να μου δώσεις»), πάνω από τα κεφάλια των μικρότερων δυνάμεων. «Αν μου δώσεις εξουσία στην Λατινική Αμερική, ιδίως στην Βενεζουέλα και στη Νικαράγουα», λογαριάζει ο Τραμπ, εντελώς μέσα στο πνεύμα του παλιού Δόγματος Μονρόε, «τότε θα σου επιτρέψω, Βλαντίμιρ, να έχεις υπό την επιρροή σου την Ανατολική Ευρώπη. Άν μη τι άλλο για να μπορέσω να αφοσιωθώ εντελώς στην πραγματικά κεντρικής σημασίας σύγκρουση, των ΗΠΑ με την Κίνα». Στο τέλος, αυτό το πάρε-δώσε σηματοδοτεί μια νέα «τάξη πραγμάτων ευρείας περιφερειακής κλίμακας, με απαγόρευση να παρεμβαίνουν στην εκάστοτε ευρεία περιφέρεια δυνάμεις ξένες προς αυτήν» (Carl Schmitt, Völkerrechtliche Großraumordnung mit Interventionsverbot für raumfremde Mächte, Ein Beitrag zum Reichsbegriff im Völkerrecht, 1941). Σε μια τέτοια τάξη πραγμάτων, τα μικρά κράτη θα χάσουν τα πάντα.
Αυτήν την από εδώ και εμπρός ισχύουσα πολιτική πραγματικότητα και τον διαρκή κίνδυνο, η Ευρώπη πρέπει επιτέλους να τα λάβει υπόψη και να γίνει ανεξάρτητη. Πολιτικά, οικονομικά αλλά και στρατιωτικά.
Δεύτερον, είναι ωστόσο ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη να υπερασπιστεί ακόμη πιο αποφασιστικά τα επιτεύγματα του δεύτερου μισού του 20ού Αιώνα. Δηλαδή τον προσανατολισμό προς μια πολυμερή, βασισμένη σε κανόνες, τάξη πραγμάτων του ΟΗΕ, την ώρα που οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ την εγκαταλείπουν και η νέα φάλαγγα των αυτοκρατών περί τον Σι και τον Πούτιν αυτοπαρουσιάζεται εντελώς στοχευμένα και συστηματικά ως το πολιτικό αντίβαρο στην φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Η αρμονική ομοψυχία των Πούτιν, Σι, αλλά και του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) κατέδειξε πόσο λίγο μπορεί να γίνει λόγος για απομόνωση της Ρωσίας. Αντιθέτως: Οι οικονομικές και πολιτικές αναταραχές, τις οποίες προκάλεσε η δασμολογική πολιτική του Τραμπ, ευνοούν τον Ρώσο δικτάτορα, όπως ακριβώς και η αυξανόμενη υπεροπλία του στην Ουκρανία.
Από αυτή την άποψη, το κεντρικό μάθημα που έλαβαν η Γερμανία και η Ευρώπη από τον Τραμπ και τον Πούτιν είναι το εξής: Χωρίς δικές μας στρατιωτικές και γενικότερα αμυντικές δυνατότητες, όλα τα άλλα είναι ένα τίποτα. Χωρίς αυτές, θα είμαστε μόνον ένα πιόνι στο παιχνίδι των μεγάλων παικτών.
Τίποτε δεν το έδειξε αυτό πιο καθαρά από την πρόσφατη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με την Χιονάτη (Ζελένσκι) και τους Επτά Νάνους από την Ευρώπη στο Οβάλ Γραφείο. Εκεί, το μόνο που μπορούσε να κάνει η ΕΕ, ήταν να προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ για το έργο της υπεράσπισης της Ουκρανίας. Σ΄ αυτή την δυσχερή θέση βρέθηκε η ΕΕ, επειδή μόνη της δεν είναι ικανή - και, επιπλέον, ήταν για πολύ καιρό απρόθυμη - να υπερασπιστεί η ίδια την Ουκρανία. Και μάλιστα, να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ ανεξάρτητα από το πόσο θα της κοστίσει αυτό, ακόμη κι αν δοθεί για την άμυνα ένα επιβλητικό 5 % του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ και ο Πούτιν καταγίνονται με το παλιό πάρε-δώσε των μεγάλων δυνάμεων, με το «do ut des» («ξύσε μου την πλάτη να ξύσω τη δική σου» - «σου δίνω για να μου δώσεις»), πάνω από τα κεφάλια των μικρότερων δυνάμεων. «Αν μου δώσεις εξουσία στην Λατινική Αμερική, ιδίως στην Βενεζουέλα και στη Νικαράγουα», λογαριάζει ο Τραμπ, εντελώς μέσα στο πνεύμα του παλιού Δόγματος Μονρόε, «τότε θα σου επιτρέψω, Βλαντίμιρ, να έχεις υπό την επιρροή σου την Ανατολική Ευρώπη. Άν μη τι άλλο για να μπορέσω να αφοσιωθώ εντελώς στην πραγματικά κεντρικής σημασίας σύγκρουση, των ΗΠΑ με την Κίνα». Στο τέλος, αυτό το πάρε-δώσε σηματοδοτεί μια νέα «τάξη πραγμάτων ευρείας περιφερειακής κλίμακας, με απαγόρευση να παρεμβαίνουν στην εκάστοτε ευρεία περιφέρεια δυνάμεις ξένες προς αυτήν» (Carl Schmitt, Völkerrechtliche Großraumordnung mit Interventionsverbot für raumfremde Mächte, Ein Beitrag zum Reichsbegriff im Völkerrecht, 1941). Σε μια τέτοια τάξη πραγμάτων, τα μικρά κράτη θα χάσουν τα πάντα.
Αυτήν την από εδώ και εμπρός ισχύουσα πολιτική πραγματικότητα και τον διαρκή κίνδυνο, η Ευρώπη πρέπει επιτέλους να τα λάβει υπόψη και να γίνει ανεξάρτητη. Πολιτικά, οικονομικά αλλά και στρατιωτικά.
Δεύτερον, είναι ωστόσο ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη να υπερασπιστεί ακόμη πιο αποφασιστικά τα επιτεύγματα του δεύτερου μισού του 20ού Αιώνα. Δηλαδή τον προσανατολισμό προς μια πολυμερή, βασισμένη σε κανόνες, τάξη πραγμάτων του ΟΗΕ, την ώρα που οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ την εγκαταλείπουν και η νέα φάλαγγα των αυτοκρατών περί τον Σι και τον Πούτιν αυτοπαρουσιάζεται εντελώς στοχευμένα και συστηματικά ως το πολιτικό αντίβαρο στην φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Η αρμονική ομοψυχία των Πούτιν, Σι, αλλά και του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) κατέδειξε πόσο λίγο μπορεί να γίνει λόγος για απομόνωση της Ρωσίας. Αντιθέτως: Οι οικονομικές και πολιτικές αναταραχές, τις οποίες προκάλεσε η δασμολογική πολιτική του Τραμπ, ευνοούν τον Ρώσο δικτάτορα, όπως ακριβώς και η αυξανόμενη υπεροπλία του στην Ουκρανία.
Από αυτή την άποψη, το κεντρικό μάθημα που έλαβαν η Γερμανία και η Ευρώπη από τον Τραμπ και τον Πούτιν είναι το εξής: Χωρίς δικές μας στρατιωτικές και γενικότερα αμυντικές δυνατότητες, όλα τα άλλα είναι ένα τίποτα. Χωρίς αυτές, θα είμαστε μόνον ένα πιόνι στο παιχνίδι των μεγάλων παικτών.
Η παλιά παροιμία ισχύει και για το μέλλον: «Όποιος δεν είναι στο τραπέζι, είναι στο μενού».
Ο Harald Welzer (1958) είναι κοινωνικός ψυχολόγος. Σπούδασε κοινωνιολογία, ψυχολογία και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Αννόβερου. Δίδαξε στο ίδιο πανεπιστήμιο στο τμήμα Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνικών Επιστημών. Από το 2001 έως το 2012 ήταν Καθηγητής κοινωνικής Ψυχολογίας στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Witten/Herdecke. Από το 2022 είναι ομότιμος καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο του Flensburg, όπου διηύθυνε το Κέντρο Σχεδιασμού και Έρευνας Μετασχηματισμού Norbert Elias από το 2012 έως το 2022.Δίδαξε επίσης στο Κέντρο Marial του Πανεπιστημίου Emory (Ατλάντα, ΗΠΑ), στο Πανεπιστήμιο του St. Gallen (Ελβετία) και είναι μέλος πολλών επιστημονικών συμβουλευτικών επιτροπών και ακαδημιών. Είναι ο εκδότης του Futurzwei, ενός τριμηνιαίου περιοδικού - παραρτήματος της εφημερίδας taz, το οποίο επικεντρώνεται στο θέμα «πολιτική για το μέλλον», καθώς επίσης συνιδρυτής και διευθυντής του μη κερδοσκοπικού Ιδρύματος Futurzwei - Ιδρύματος για τη Βιωσιμότητα.
Ο Welzer ήταν ένας από τους πρώτους που υπέγραψαν τον Απρίλιο του 2022 μια Ανοιχτή Επιστολή προς τον τότε καγκελάριο Όλαφ Σολτς για τον Ρωσοουκρανικό Πόλεμο, με την οποία απαιτούσαν να μην υποστηριχθεί η Ουκρανία με βαριά όπλα, για να μη γίνει η Γερμανία μέρος της σύγκρουσης και να «αποτραπεί ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος».
Βιβλία: Climate Wars: What People Will Be Killed For in the 21st Century, Polity Press, 2012, Soldaten, On Fighting, Killing and Dying. The Secret World War II Transcripts of German POWs, 2012
Από το 2003 είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού Blätter für deutsche und Internationale Politik. Κάτοχος του Βραβείου Lessing για την Κριτική, έτους 2014 και του Βραβείου Otto-Brenner-Spezial 2018
Die Erfindung der Generation aus den Trümmern des Politischen – die „68er-Generation“: zur Genealogie eines Kampfbegriffs 1998 (διπλωματική εργασία)
68 oder neues Biedermeier: Der Kampf um die Deutungsmacht. Wagenbach, Βερολίνο 2008
Die gefährdete Republik: Von Bonn nach Berlin. 1949 – 1989 – 2009. Wagenbach, Βερολίνο 2009
Die schwarze Republik und das Versagen der deutschen Linken. Droemer, Μόναχο 2015
68 oder neues Biedermeier: Der Kampf um die Deutungsmacht. Wagenbach, Βερολίνο 2008
Die gefährdete Republik: Von Bonn nach Berlin. 1949 – 1989 – 2009. Wagenbach, Βερολίνο 2009
Die schwarze Republik und das Versagen der deutschen Linken. Droemer, Μόναχο 2015
1 Kati Schneider, Falk Heunemann: Öl war gestern – Wie Trump Saudi-Arabiens Wirtschaft befeuert, faz, 6.12.2025
«Η πρόσφατη συνάντηση μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν [...] καταδεικνύει την αποκατάσταση και αναβάθμιση του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας και μια σημαντική μετατόπιση ισχύος. Η Σαουδική Αραβία δεν είναι πια απλώς ελάσσων εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών».
2 Alison Durkee, «Τι είναι το Project 2025; Το ριζοσπαστικό δεξιό σχέδιο διακυβέρνησης για την δεύτερη θητεία Τραμπ», Forbes, 17.7.2024
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Ο καιρός των τεράτων και η εποχή της καταστροφής
Άλμπρεχτ φον Λούκε : Πάλη για την ηγεμονία: Ποιός έχει την εξουσία να ορίζει για ποιούς λόγους να αγανακτούμε; Νεανική διαμαρτυρία για το κλίμα & διαμαρτυρία ενάντια στη διαμαρτυρία (Απρίλιος 2019)
Άλμπρεχτ φον Λούκε : Οπισθοχώρηση και οχύρωση στο εθνικό κράτος; Ή «ανοιχτά σύνορα για όλους», χωρίς τόπο οικείο για κανέναν; Δύο εξίσου αδιέξοδες πολιτικές (Σεπτέμβριος 2018)















Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου