Ingo Dachwitz, Sven Hilbig: Mythos grüne Digitalisierung - KI und der neue Raubbau am Globalen Süden, Blatter 9/2025, Σεπτέμβριος 2025
Ο ήχος του μέλλοντος είναι ένας χαμηλής έντασης ηλεκτρικός βόμβος. Δονεί βαθιά, μέχρι και στα κόκαλα. Εδώ στο κέντρο δεδομένων ποτέ δεν επικρατεί σιωπή. Ο χώρος είναι γεμάτος με τον μονότονο ήχο μιας χορωδίας μηχανικών ψιθύρων. Το βουητό χιλιάδων ανεμιστήρων, τα ρυθμικά κλικ των περιστρεφόμενων σκληρών δίσκων, το ήρεμο σφύριγμα του διαφύγοντος πεπιεσμένου αέρα.
Και προπαντός το συνεχές, βαθύ βουητό του συστήματος ψύξης· γιγάντιοι βιομηχανικοί ανεμιστήρες στο βάθος, παρέχουν τις απαραίτητες υπηρεσίες τους. Χιλιάδες rack servers γεμίζουν τον απέραντο χώρο, με τους ηλεκτρικούς γίγαντες να στέκονται πλάτη με πλάτη και να σχηματίζοντας ένα φαράγγι από ατσάλι και γυαλί. Μόνο περιστασιακά ακούγονται ανθρώπινοι ήχοι ανάμεσα από τις σειρές. Συζητήσεις μεταξύ δύο τεχνικών με πνιγμένες φωνές. Ένα σύντομο τρίξιμο της μπότας τους στο πάτωμα. Το μεταλλικό κροτάλισμα ενός κατσαβιδιού όταν αγγίζει ένα περίβλημα σκληρού δίσκου. Αυτά τα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας γρήγορα απορροφώνται από το ατελείωτο βουητό. Σ' αυτούς τους καθεδρικούς ναούς της ψηφιακής εποχής, οι μηχανές δίνουν τον τόνο. Η ηλεκτρική τους χορωδία είναι η συνεχής προσευχή. Ο θεός που υπηρετούν ονομάζεται πρόοδος.
Τα κέντρα δεδομένων είναι τα μέρη όπου κατοικεί «το cloud». Είναι τεράστιες συσσωρεύσεις υπολογιστών υψηλής απόδοσης, οι οποίες αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ψηφιακής οικονομίας. Εδώ και καιρό, δεν στεγάζουν απλά και μόνον την επικοινωνία δισεκατομμυρίων ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή όλα τα email, τις συνομιλίες και τις φωτογραφίες στις οποίες εμείς μπορούμε να έχουμε πρόσβαση από οπουδήποτε. Στην πραγματικότητα, με το cloud computing οι εταιρείες και άλλοι χρήστες μπορούν να έχουν γρήγορη και ευέλικτη πρόσβαση σε υπολογιστική ικανότητα και σε αποθηκευτικό χώρο, χωρίς να χρειάζεται να έχουν σε λειτουργία τους δικούς τους servers. Amazon, Microsoft και Google, τρεις εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ, κυριαρχούν στην αγορά και αθροιστικά καλύπτουν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων μπίζνες του cloud.
Τα κέντρα δεδομένων αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές υποδομές, ιδίως στον ανταγωνισμό για τη δημιουργία της ταχύτερης και της πιο έξυπνης τεχνητής νοημοσύνης. Όχι μόνον η «πείνα» για δεδομένα των λεγόμενων μεγάλων γλωσσικών μοντέλων είναι σχεδόν ανεξάντλητη, αλλά και η ανάγκη τους για υπολογιστική ικανότητα και χωρητικότητα δεν γνωρίζει όρια. Με κάθε νέα γενιά τεχνητής νοημοσύνης, δημιουργούνται απαιτήσεις για «νευρωνικά» δίκτυα όλο και μεγαλύτερα, προκειμένου να μπορούν να απεικονίζουν ψηφιακά όλο και πιο σύνθετο περιεχόμενο. Χωρίς τις χωρητικότητες cloud της Microsoft, της Google και της Amazon, η εν εξελίξει διαφημιστική προώθηση, η γένεση μεγάλων προσδοκιών και ο ντόρος περί τεχνητής νοημοσύνης θα ήταν απλά ανέφικτη. Γι αυτόν τον λόγο, στην Βόρεια Αμερική, στην Ευρώπη και σε τμήματα της Ασίας, το τελευταίο κύμα τεχνητής νοημοσύνης έχει πυροδοτήσει μια πραγματική έκρηξη κατασκευής κέντρων δεδομένων. Από μια μελέτη της βιομηχανικής ένωσης [επιχειρήσεων πληροφορικής] Bitkom προκύπτει το εξής: Ενώ το 2015 το παγκόσμιο απόθεμα servers ανερχόταν σε 58,8 εκατομμύρια τεμάχια, έως το τέλος του 2025 αναμένεται να ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια. Ειδικά οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι οι χώρες που προωθούν την επέκταση της χωρητικότητας των κέντρων δεδομένων. Από μόνη της η Google, για το τρέχον έτος 2025 σχεδιάζει να επενδύσει 75 δισεκατομμύρια δολάρια στις δικές της υποδομές τεχνητής νοημοσύνης. Ο ηγέτης της αγοράς Amazon έχει μάλιστα ανακοινώσει επενδύσεις ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κέντρα δεδομένων. Και η OpenAI, η εταιρεία πίσω από το ChatGPT, ανακοίνωσε το «Project Stargate» μαζί με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ: Δέκα τεράστια κέντρα δεδομένων πρόκειται να κατασκευαστούν στις ΗΠΑ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δαπανώντας 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι διαστάσεις αυτών των έργων δεν είναι γιγαντιαίες μόνον σε χρήμα αλλά και σε χώρο. Η Meta, για παράδειγμα, επεκτείνει τώρα το κέντρο δεδομένων της στην Altoona της Πολιτείας Αϊόβα σε περισσότερα από πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα.
Μεταξύ 2010 και 2020, η χωρητικότητα των κέντρων δεδομένων στη Γερμανία σχεδόν διπλασιάστηκε. Με συνολικά 2,4 εκατομμύρια τεμάχια servers, τα γερμανικά κέντρα δεδομένων έχουν συνολική ηλεκτρική ισχύ 2,7 γιγαβάτ (GW) συνδεδεμένη με εργασίες πληροφορικής. Η βιομηχανική ένωση Bitkom αναμένει περαιτέρω αύξηση της ισχύος κατά 75 % ώστε να φθάσει τα 4,8 γιγαβάτ έως το 2030. Αυτό αυξάνει και την ζήτηση για ενέργεια. Ενώ η Bitkom υπολόγισε την ζήτηση ενέργειας για κέντρα δεδομένων της Γερμανίας σε δώδεκα τεραβατώρες (TWh) για το σύνολο του έτους 2014, για το 2024 η ζήτηση είχε ήδη φτάσει συνολικά στις 20 τεραβατώρες. Συγκριτικά, το Μητροπολιτικό Βερολίνο, με τα 3,8 εκατομμύρια κατοίκους του, κατανάλωσε συνολικά 12,3 τεραβατώρες το έτος 2024.
Τα κέντρα δεδομένων είναι τα μέρη όπου κατοικεί «το cloud». Είναι τεράστιες συσσωρεύσεις υπολογιστών υψηλής απόδοσης, οι οποίες αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ψηφιακής οικονομίας. Εδώ και καιρό, δεν στεγάζουν απλά και μόνον την επικοινωνία δισεκατομμυρίων ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή όλα τα email, τις συνομιλίες και τις φωτογραφίες στις οποίες εμείς μπορούμε να έχουμε πρόσβαση από οπουδήποτε. Στην πραγματικότητα, με το cloud computing οι εταιρείες και άλλοι χρήστες μπορούν να έχουν γρήγορη και ευέλικτη πρόσβαση σε υπολογιστική ικανότητα και σε αποθηκευτικό χώρο, χωρίς να χρειάζεται να έχουν σε λειτουργία τους δικούς τους servers. Amazon, Microsoft και Google, τρεις εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ, κυριαρχούν στην αγορά και αθροιστικά καλύπτουν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων μπίζνες του cloud.
Τα κέντρα δεδομένων αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές υποδομές, ιδίως στον ανταγωνισμό για τη δημιουργία της ταχύτερης και της πιο έξυπνης τεχνητής νοημοσύνης. Όχι μόνον η «πείνα» για δεδομένα των λεγόμενων μεγάλων γλωσσικών μοντέλων είναι σχεδόν ανεξάντλητη, αλλά και η ανάγκη τους για υπολογιστική ικανότητα και χωρητικότητα δεν γνωρίζει όρια. Με κάθε νέα γενιά τεχνητής νοημοσύνης, δημιουργούνται απαιτήσεις για «νευρωνικά» δίκτυα όλο και μεγαλύτερα, προκειμένου να μπορούν να απεικονίζουν ψηφιακά όλο και πιο σύνθετο περιεχόμενο. Χωρίς τις χωρητικότητες cloud της Microsoft, της Google και της Amazon, η εν εξελίξει διαφημιστική προώθηση, η γένεση μεγάλων προσδοκιών και ο ντόρος περί τεχνητής νοημοσύνης θα ήταν απλά ανέφικτη. Γι αυτόν τον λόγο, στην Βόρεια Αμερική, στην Ευρώπη και σε τμήματα της Ασίας, το τελευταίο κύμα τεχνητής νοημοσύνης έχει πυροδοτήσει μια πραγματική έκρηξη κατασκευής κέντρων δεδομένων. Από μια μελέτη της βιομηχανικής ένωσης [επιχειρήσεων πληροφορικής] Bitkom προκύπτει το εξής: Ενώ το 2015 το παγκόσμιο απόθεμα servers ανερχόταν σε 58,8 εκατομμύρια τεμάχια, έως το τέλος του 2025 αναμένεται να ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια. Ειδικά οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι οι χώρες που προωθούν την επέκταση της χωρητικότητας των κέντρων δεδομένων. Από μόνη της η Google, για το τρέχον έτος 2025 σχεδιάζει να επενδύσει 75 δισεκατομμύρια δολάρια στις δικές της υποδομές τεχνητής νοημοσύνης. Ο ηγέτης της αγοράς Amazon έχει μάλιστα ανακοινώσει επενδύσεις ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κέντρα δεδομένων. Και η OpenAI, η εταιρεία πίσω από το ChatGPT, ανακοίνωσε το «Project Stargate» μαζί με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ: Δέκα τεράστια κέντρα δεδομένων πρόκειται να κατασκευαστούν στις ΗΠΑ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δαπανώντας 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι διαστάσεις αυτών των έργων δεν είναι γιγαντιαίες μόνον σε χρήμα αλλά και σε χώρο. Η Meta, για παράδειγμα, επεκτείνει τώρα το κέντρο δεδομένων της στην Altoona της Πολιτείας Αϊόβα σε περισσότερα από πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα.
Μεταξύ 2010 και 2020, η χωρητικότητα των κέντρων δεδομένων στη Γερμανία σχεδόν διπλασιάστηκε. Με συνολικά 2,4 εκατομμύρια τεμάχια servers, τα γερμανικά κέντρα δεδομένων έχουν συνολική ηλεκτρική ισχύ 2,7 γιγαβάτ (GW) συνδεδεμένη με εργασίες πληροφορικής. Η βιομηχανική ένωση Bitkom αναμένει περαιτέρω αύξηση της ισχύος κατά 75 % ώστε να φθάσει τα 4,8 γιγαβάτ έως το 2030. Αυτό αυξάνει και την ζήτηση για ενέργεια. Ενώ η Bitkom υπολόγισε την ζήτηση ενέργειας για κέντρα δεδομένων της Γερμανίας σε δώδεκα τεραβατώρες (TWh) για το σύνολο του έτους 2014, για το 2024 η ζήτηση είχε ήδη φτάσει συνολικά στις 20 τεραβατώρες. Συγκριτικά, το Μητροπολιτικό Βερολίνο, με τα 3,8 εκατομμύρια κατοίκους του, κατανάλωσε συνολικά 12,3 τεραβατώρες το έτος 2024.
Τεχνητή νοημοσύνη και κέντρα δεδομένων: Η κατανάλωση ενέργειας αυξάνει διαρκώς
Η έκρηξη κατασκευής κέντρων δεδομένων δεν είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Μολονότι [εκτός από την Βόρεια Αμερική, την Ασία και την Ευρώπη] επηρεάζει επίσης σε μικρότερο βαθμό την Λατινική Αμερική και την Αφρική, όπου ο όγκος των επενδύσεων έχει αναφίβολα αυξηθεί, ωστόσο τα περισσότερα κέντρα δεδομένων υπάρχουν ή κατασκευάζονται σε βιομηχανικές χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία του παρόχου υπηρεσιών υποδομών Enconnex για το 2024, περισσότερο από το ένα τρίτο των κέντρων δεδομένων του κόσμου βρίσκονται στις ΗΠΑ: Περίπου τα 3.000 από τα 8.000 παγκοσμίως. Μόλις στις αρχές του 2024 η Google άνοιξε ένα κέντρο δεδομένων cloud στο Γιοχάνεσμπουργκ, το πρώτο της εταιρείας στην Αφρική. Όσον αφορά την ενημέρωση για το τι ποσότητες ενέργειας καταναλώνουν τα τέτοια κέντρα δεδομένων, οι εταιρείες τεχνολογίας είναι εντυπωσιακά λιγόλογες. Ένα πράγμα είναι σαφές: Παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς αυξάνεται η υπολογιστική ισχύς αυξάνεται και η κατανάλωση ενέργειας. Τα κέντρα δεδομένων αποτελούνται από ένα τεράστιο σύνολο υπολογιστών υψηλής απόδοσης, οι οποίοι πρέπει να λειτουργούν και να ψύχονται διαρκώς, όλο το εικοσιτετράωρο. Για να διασφαλίζεται ότι δεν θα χαθούν δεδομένα, οι εταιρείες τεχνολογίας αποθηκεύουν δεδομένα δύο ή τρεις φορές σε διαφορετικούς servers. Ο εμπειρικός κανόνας για τα Chat videos (αρχεία εικόνας και ήχου με συνομιλίες) είναι ότι αποθηκεύονται επτά φορές από παρόχους cloud σκορπισμένων σε όλο τον κόσμο.
Λόγω ελλειπούς διαφάνειας από τους φορείς εκμετάλλευσης κέντρων δεδομένων, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στην παρακολούθηση της κατανάλωσης ενέργειας. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) εκτιμά ότι η παγκόσμια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για τα κέντρα δεδομένων το 2024 θα ανέλθει σε περίπου 415 τεραβατώρες (TWh). Συγκριτικά, η συνολική ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Γαλλίας, της έβδομης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, ήταν περίπου 449 τεραβατώρες το 2024. Σύμφωνα με την Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), η ζήτηση για χωρητικότητα και υπολογιστική ικανότητα μόνον της εταιρείας Meta, απλά και μόνον για την εκπαίδευση και τη λειτουργία των δικών της μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, πρόσφατα έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 100 % σε διάστημα ενός χρόνου.
Τα κέντρα δεδομένων δεν καταναλώνουν μόνον τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και τεράστιες ποσότητες νερού για ψύξη. Σύμφωνα με τις εκθέσεις βιωσιμότητας της εταιρείας, η κατανάλωση νερού της Microsoft από τα σχεδόν 4,8 δισεκατομμύρια λίτρα το 2021 αυξήθηκε σε 5,8 δισεκατομμύρια λίτρα το 2024, αύξηση σχεδόν 21 % μέσα σε τρία χρόνια. Η κατανάλωση νερού της Google είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή: Έφθασε τα 30,8 δισεκατομμύρια λίτρα το 2024. Τρία χρόνια ενωρίτερα, η Google κατανάλωσε 17,3 δισεκατομμύρια λίτρα, δηλαδή αύξηση 78 % από το 2021. Εξωτερικοί ερευνητές αποδίδουν αυτήν την απότομη αύξηση στην έρευνα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Πρόκειται για δραστηριότητα έντασης δεδομένων. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Washington Post και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια 1, για την παραγωγή μόλις 100 λέξεων με την τρέχουσα έκδοση του ChatGPT καταναλώνονται κατά μέσο όρο 519 χιλιοστά του λίτρου νερού. Πράγμα που ισοδυναμεί με ένα μεσαίου μεγέθους μπουκάλι νερού για ένα email μεσαίου μήκους ή για μια σύντομη συνομιλία δημιουργημένη από το chatbot.
Οι σοβαρές συνέπειες της έκρηξης των κέντρων δεδομένων για την κλιματική αλλαγή καταδεικνύονται από το παράδειγμα της Ομάχα ατην Πολιτεία της Νεμπράσκα. Εδώ η Google προωθεί την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων με επενδύσεις 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Γι αυτον τον λόγο, η εταιρεία - πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας Omaha Public Power District (OPPD) καταγράφει την μεγαλύτερη αύξηση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην σχεδόν 80χρονη ιστορία της. Για να καλύψει την ζήτηση, η εταιρεία έλαβε το 2022 έγκριση για να αναβάλει το προγραμματισμένο για το 2023 κλείσιμο ενός από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα έως το 2026. Μέχρι το 2033, η OPPD στοχεύει να αυξήσει την παραγωγή ενέργειας με κατασκευή νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, αυξάνοντας την ισχύ σε πάνω από πέντε γιγαβάτ (GW), δηλαδή σχεδόν διπλασιάζοντας την. Αυτό αντιστοιχεί στην ζήτηση ηλεκτρικής ισχύος της πόλης της Νέας Υόρκης σε μια κανονική ημέρα.
Στην Ιρλανδία το 2022, έφτασαν στο σημείο να σταματήσουν την κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων για την Amazon και την Microsoft, επειδή ο κρατικός φορέας εκμετάλλευσης δικτύου Eirgrid φοβόταν διακοπές ηλεκτροδότησης. Και η Σιγκαπούρη δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιβάλει μορατόριουμ στην κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων το 2019. Αυτά απορροφούν το 7 % εκατό της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της πόλης-κράτους Σιγκαπούρη. Τώρα πια, επιτρέπεται μεν να κατασκευαστούν νέα κέντρα δεδομένων, αλλά μόνον υπό αυστηρούς όρους σχετικούς με τη χρήση γης, νερού και ενέργειας. Στο χωριό Mekaguda της ινδικής Πολιτείας Telangana, οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν το 2024 κατά της κατασκευής ενός τεράστιου κέντρου δεδομένων από την Microsoft. Κατηγόρησαν την εταιρεία ότι έριχνε βιομηχανικά απόβλητα σε μια κοντινή λίμνη.
Η κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων έχει γίνει παγκοσμίως αμφιλεγόμενο ζήτημα, εξαιτίας των απαιτήσεων που επιβάλλουν στις υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας. Με αυτό το γεγονός έρχονται σε έντονη αντίθεση τόσο η ρητορική των τεχνολογικών εταιρειών, όσο και οι πολιτικές που ακολουθούν οι βιομηχανικές χώρες. Και οι δύο, όχι μόνον υπόσχονται ταχεία πρόοδο ως προς την βιωσιμότητα των κέντρων δεδομένων, αλλά επίσης προσπαθούν να διαφημίσουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την τεχνητή νοημοσύνη ως ισχυρές κινητήριες δυνάμεις οι οποίες θα συμβάλλουν για την προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος.
Υποσχέσεις βιωσιμότητας με την βοήθεια του ψηφιακού μετασχηματισμού
«Μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας δημιουργούμε μια πιο αποτελεσματική οικονομία, η οποία θα καταναλώνει λιγότερες πρώτες ύλες και φυσικούς πόρους», είναι η κοινή θέση της πολιτικής και των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, η ΕΕ διακήρυξε ότι το μέλλον της Ευρώπης θα είναι «ψηφιακό και πράσινο». Στην παρουσίαση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, του 2019, ο ψηφιακός μετασχηματισμός θεωρήθηκε κρίσιμος για την οικολογική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής οικονομίας: «Οι ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν κρίσιμη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας της Πράσινης Συμφωνίας σε πολλούς διαφορετικούς τομείς».
Προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος μέσω καινοτόμων τεχνολογιών· η Ευρώπη δεν είναι η μόνη που έχει αυτή την προσδοκία. Τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και πολυμερείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη, βλέπουν την ψηφιακή οικονομία και την οικολογία ως συμβιωτικό ζεύγος. Οι εταιρείες τεχνολογίας τροφοδοτούν αυτές τις προσδοκίες με ξέχειλες υποσχέσεις βιωσιμότητας. Για παράδειγμα η Microsoft διαφημίζει τις τεχνολογίες της ως μοχλούς για τον οικολογικό μετασχηματισμό: «Ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο βρίσκεστε στον δρόμο σας προς τη βιωσιμότητα, οι τεχνολογικές λύσεις της Microsoft οι βασισμένες στο cloud μπορούν να σας βοηθήσουν να προχωρήσετε». Μέχρι το 2030, η εταιρεία στοχεύει όχι απλά να μηδενίσει τις δικές της εκπομπές άνθρακα αλλά και να τις κάνει αρνητικές, πράγμα που σημαίνει ότι αντί να παράγει νέες εκπομπές, θα δεσμεύει εκπομπές που θα παράγουν άλλοι, με ευεργετικό αποτέλεσμα για το συνολικό ισοζύγιο. Εν τω μεταξύ, και η Google θέτει ως στόχο να λειτουργεί «χωρίς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα» έως το 2030 και υπόσχεται: «Θέλουμε για κάθε βίντεο που βλέπετε στο YouTube, για κάθε email που στέλνετε, γοα κάθε τραγούδι που ακούτε στο Spotify, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνον ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές». Για να το πετύχει αυτό, η εταιρεία κατασκευάζει, μεταξύ άλλων, ένα ηλιακό πάρκο με περισσότερα από 10.000 ηλιακά πάνελ στο Βέλγιο.
Ωστόσο, στο ορατό μέλλον, ακόμη και οι μεγάλες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν θα επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της ψηφιακής βιομηχανίας σε ηλεκτρική ενέργεια. Τα κέντρα δεδομένων λειτουργούν μέρα και νύχτα, όλο το εικοσιτετράωρο, ακόμα και όταν δεν λάμπει ο ήλιος και δεν φυσάει ο άνεμος. Μια ολοκληρωμένη ανάλυση από το MIT Technology Review [βλ. και άλλη μελέτη από το ΔΝΤ] κατέληξε πρόσφατα στο συμπέρασμα ότι ο ντόρος για την τεχνητή νοημοσύνη θα ενισχύσει μια «τάση προς πιο βρώμικες και πιο εντατικές σε χρήση άνθρακα μορφές ενέργειας», προκειμένου να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες των κέντρων δεδομένων. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας επενδύουν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και στο φυσικό αέριο, στον άνθρακα και στην πυρηνική ενέργεια. Π.χ. σύμφωνα με περιβαλλοντικούς οργανισμούς, ένα τεράστιο κέντρο δεδομένων της εταιρείας xAI του Έλον Μασκ [εκμεταλλεύτηκε παραθυράκια της νομοθεσίας και έλαβε την άδεια να] τροφοδοτείται από γεννήτριες ρεύματος οι οποίες λειτουργούν με την μέχρι τώρα απαγορευμένη καύση αερίου μεθανίου. Και για να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες των κέντρων δεδομένων της Microsoft, πρόκειται να επανενεργοποιηθεί ο παροπλισμένος πυρηνικός σταθμός παραγωγής ενέργειας στο Three Mile Island της Πενσυλβάνια. Με την σειρά τους, η Amazon, η Google και η Meta δεσμεύτηκαν τον Μάρτιο του 2025 να τριπλασιάσουν την παραγωγή ενέργειας από πυρηνική ενέργεια έως το 2050.
Η έκρηξη κατασκευής κέντρων δεδομένων δεν είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Μολονότι [εκτός από την Βόρεια Αμερική, την Ασία και την Ευρώπη] επηρεάζει επίσης σε μικρότερο βαθμό την Λατινική Αμερική και την Αφρική, όπου ο όγκος των επενδύσεων έχει αναφίβολα αυξηθεί, ωστόσο τα περισσότερα κέντρα δεδομένων υπάρχουν ή κατασκευάζονται σε βιομηχανικές χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία του παρόχου υπηρεσιών υποδομών Enconnex για το 2024, περισσότερο από το ένα τρίτο των κέντρων δεδομένων του κόσμου βρίσκονται στις ΗΠΑ: Περίπου τα 3.000 από τα 8.000 παγκοσμίως. Μόλις στις αρχές του 2024 η Google άνοιξε ένα κέντρο δεδομένων cloud στο Γιοχάνεσμπουργκ, το πρώτο της εταιρείας στην Αφρική. Όσον αφορά την ενημέρωση για το τι ποσότητες ενέργειας καταναλώνουν τα τέτοια κέντρα δεδομένων, οι εταιρείες τεχνολογίας είναι εντυπωσιακά λιγόλογες. Ένα πράγμα είναι σαφές: Παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς αυξάνεται η υπολογιστική ισχύς αυξάνεται και η κατανάλωση ενέργειας. Τα κέντρα δεδομένων αποτελούνται από ένα τεράστιο σύνολο υπολογιστών υψηλής απόδοσης, οι οποίοι πρέπει να λειτουργούν και να ψύχονται διαρκώς, όλο το εικοσιτετράωρο. Για να διασφαλίζεται ότι δεν θα χαθούν δεδομένα, οι εταιρείες τεχνολογίας αποθηκεύουν δεδομένα δύο ή τρεις φορές σε διαφορετικούς servers. Ο εμπειρικός κανόνας για τα Chat videos (αρχεία εικόνας και ήχου με συνομιλίες) είναι ότι αποθηκεύονται επτά φορές από παρόχους cloud σκορπισμένων σε όλο τον κόσμο.
Λόγω ελλειπούς διαφάνειας από τους φορείς εκμετάλλευσης κέντρων δεδομένων, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στην παρακολούθηση της κατανάλωσης ενέργειας. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) εκτιμά ότι η παγκόσμια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για τα κέντρα δεδομένων το 2024 θα ανέλθει σε περίπου 415 τεραβατώρες (TWh). Συγκριτικά, η συνολική ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Γαλλίας, της έβδομης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, ήταν περίπου 449 τεραβατώρες το 2024. Σύμφωνα με την Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), η ζήτηση για χωρητικότητα και υπολογιστική ικανότητα μόνον της εταιρείας Meta, απλά και μόνον για την εκπαίδευση και τη λειτουργία των δικών της μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, πρόσφατα έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 100 % σε διάστημα ενός χρόνου.
Τα κέντρα δεδομένων δεν καταναλώνουν μόνον τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και τεράστιες ποσότητες νερού για ψύξη. Σύμφωνα με τις εκθέσεις βιωσιμότητας της εταιρείας, η κατανάλωση νερού της Microsoft από τα σχεδόν 4,8 δισεκατομμύρια λίτρα το 2021 αυξήθηκε σε 5,8 δισεκατομμύρια λίτρα το 2024, αύξηση σχεδόν 21 % μέσα σε τρία χρόνια. Η κατανάλωση νερού της Google είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή: Έφθασε τα 30,8 δισεκατομμύρια λίτρα το 2024. Τρία χρόνια ενωρίτερα, η Google κατανάλωσε 17,3 δισεκατομμύρια λίτρα, δηλαδή αύξηση 78 % από το 2021. Εξωτερικοί ερευνητές αποδίδουν αυτήν την απότομη αύξηση στην έρευνα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Πρόκειται για δραστηριότητα έντασης δεδομένων. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Washington Post και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια 1, για την παραγωγή μόλις 100 λέξεων με την τρέχουσα έκδοση του ChatGPT καταναλώνονται κατά μέσο όρο 519 χιλιοστά του λίτρου νερού. Πράγμα που ισοδυναμεί με ένα μεσαίου μεγέθους μπουκάλι νερού για ένα email μεσαίου μήκους ή για μια σύντομη συνομιλία δημιουργημένη από το chatbot.
Οι σοβαρές συνέπειες της έκρηξης των κέντρων δεδομένων για την κλιματική αλλαγή καταδεικνύονται από το παράδειγμα της Ομάχα ατην Πολιτεία της Νεμπράσκα. Εδώ η Google προωθεί την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων με επενδύσεις 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Γι αυτον τον λόγο, η εταιρεία - πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας Omaha Public Power District (OPPD) καταγράφει την μεγαλύτερη αύξηση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην σχεδόν 80χρονη ιστορία της. Για να καλύψει την ζήτηση, η εταιρεία έλαβε το 2022 έγκριση για να αναβάλει το προγραμματισμένο για το 2023 κλείσιμο ενός από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα έως το 2026. Μέχρι το 2033, η OPPD στοχεύει να αυξήσει την παραγωγή ενέργειας με κατασκευή νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, αυξάνοντας την ισχύ σε πάνω από πέντε γιγαβάτ (GW), δηλαδή σχεδόν διπλασιάζοντας την. Αυτό αντιστοιχεί στην ζήτηση ηλεκτρικής ισχύος της πόλης της Νέας Υόρκης σε μια κανονική ημέρα.
Στην Ιρλανδία το 2022, έφτασαν στο σημείο να σταματήσουν την κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων για την Amazon και την Microsoft, επειδή ο κρατικός φορέας εκμετάλλευσης δικτύου Eirgrid φοβόταν διακοπές ηλεκτροδότησης. Και η Σιγκαπούρη δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιβάλει μορατόριουμ στην κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων το 2019. Αυτά απορροφούν το 7 % εκατό της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της πόλης-κράτους Σιγκαπούρη. Τώρα πια, επιτρέπεται μεν να κατασκευαστούν νέα κέντρα δεδομένων, αλλά μόνον υπό αυστηρούς όρους σχετικούς με τη χρήση γης, νερού και ενέργειας. Στο χωριό Mekaguda της ινδικής Πολιτείας Telangana, οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν το 2024 κατά της κατασκευής ενός τεράστιου κέντρου δεδομένων από την Microsoft. Κατηγόρησαν την εταιρεία ότι έριχνε βιομηχανικά απόβλητα σε μια κοντινή λίμνη.
Η κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων έχει γίνει παγκοσμίως αμφιλεγόμενο ζήτημα, εξαιτίας των απαιτήσεων που επιβάλλουν στις υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας. Με αυτό το γεγονός έρχονται σε έντονη αντίθεση τόσο η ρητορική των τεχνολογικών εταιρειών, όσο και οι πολιτικές που ακολουθούν οι βιομηχανικές χώρες. Και οι δύο, όχι μόνον υπόσχονται ταχεία πρόοδο ως προς την βιωσιμότητα των κέντρων δεδομένων, αλλά επίσης προσπαθούν να διαφημίσουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την τεχνητή νοημοσύνη ως ισχυρές κινητήριες δυνάμεις οι οποίες θα συμβάλλουν για την προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος.
![]() |
Kέντρο δεδομένων της Meta στην Altoona |
«Μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας δημιουργούμε μια πιο αποτελεσματική οικονομία, η οποία θα καταναλώνει λιγότερες πρώτες ύλες και φυσικούς πόρους», είναι η κοινή θέση της πολιτικής και των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, η ΕΕ διακήρυξε ότι το μέλλον της Ευρώπης θα είναι «ψηφιακό και πράσινο». Στην παρουσίαση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, του 2019, ο ψηφιακός μετασχηματισμός θεωρήθηκε κρίσιμος για την οικολογική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής οικονομίας: «Οι ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν κρίσιμη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας της Πράσινης Συμφωνίας σε πολλούς διαφορετικούς τομείς».
Προστασία του περιβάλλοντος και του κλίματος μέσω καινοτόμων τεχνολογιών· η Ευρώπη δεν είναι η μόνη που έχει αυτή την προσδοκία. Τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και πολυμερείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη, βλέπουν την ψηφιακή οικονομία και την οικολογία ως συμβιωτικό ζεύγος. Οι εταιρείες τεχνολογίας τροφοδοτούν αυτές τις προσδοκίες με ξέχειλες υποσχέσεις βιωσιμότητας. Για παράδειγμα η Microsoft διαφημίζει τις τεχνολογίες της ως μοχλούς για τον οικολογικό μετασχηματισμό: «Ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο βρίσκεστε στον δρόμο σας προς τη βιωσιμότητα, οι τεχνολογικές λύσεις της Microsoft οι βασισμένες στο cloud μπορούν να σας βοηθήσουν να προχωρήσετε». Μέχρι το 2030, η εταιρεία στοχεύει όχι απλά να μηδενίσει τις δικές της εκπομπές άνθρακα αλλά και να τις κάνει αρνητικές, πράγμα που σημαίνει ότι αντί να παράγει νέες εκπομπές, θα δεσμεύει εκπομπές που θα παράγουν άλλοι, με ευεργετικό αποτέλεσμα για το συνολικό ισοζύγιο. Εν τω μεταξύ, και η Google θέτει ως στόχο να λειτουργεί «χωρίς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα» έως το 2030 και υπόσχεται: «Θέλουμε για κάθε βίντεο που βλέπετε στο YouTube, για κάθε email που στέλνετε, γοα κάθε τραγούδι που ακούτε στο Spotify, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνον ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές». Για να το πετύχει αυτό, η εταιρεία κατασκευάζει, μεταξύ άλλων, ένα ηλιακό πάρκο με περισσότερα από 10.000 ηλιακά πάνελ στο Βέλγιο.
Ωστόσο, στο ορατό μέλλον, ακόμη και οι μεγάλες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν θα επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της ψηφιακής βιομηχανίας σε ηλεκτρική ενέργεια. Τα κέντρα δεδομένων λειτουργούν μέρα και νύχτα, όλο το εικοσιτετράωρο, ακόμα και όταν δεν λάμπει ο ήλιος και δεν φυσάει ο άνεμος. Μια ολοκληρωμένη ανάλυση από το MIT Technology Review [βλ. και άλλη μελέτη από το ΔΝΤ] κατέληξε πρόσφατα στο συμπέρασμα ότι ο ντόρος για την τεχνητή νοημοσύνη θα ενισχύσει μια «τάση προς πιο βρώμικες και πιο εντατικές σε χρήση άνθρακα μορφές ενέργειας», προκειμένου να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες των κέντρων δεδομένων. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας επενδύουν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και στο φυσικό αέριο, στον άνθρακα και στην πυρηνική ενέργεια. Π.χ. σύμφωνα με περιβαλλοντικούς οργανισμούς, ένα τεράστιο κέντρο δεδομένων της εταιρείας xAI του Έλον Μασκ [εκμεταλλεύτηκε παραθυράκια της νομοθεσίας και έλαβε την άδεια να] τροφοδοτείται από γεννήτριες ρεύματος οι οποίες λειτουργούν με την μέχρι τώρα απαγορευμένη καύση αερίου μεθανίου. Και για να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες των κέντρων δεδομένων της Microsoft, πρόκειται να επανενεργοποιηθεί ο παροπλισμένος πυρηνικός σταθμός παραγωγής ενέργειας στο Three Mile Island της Πενσυλβάνια. Με την σειρά τους, η Amazon, η Google και η Meta δεσμεύτηκαν τον Μάρτιο του 2025 να τριπλασιάσουν την παραγωγή ενέργειας από πυρηνική ενέργεια έως το 2050.
Η βρώμικη πραγματικότητα της ψηφιακής οικονομίας
Η μεγάλη υπόσχεση του πράσινου ψηφιακού μετασχηματισμού αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό από τις έρευνες για το κλίμα και για την βιωσιμότητα, και όχι μόνον λόγω της μη επάρκειας της προσφοράς ενέργειας προερχόμενης από ανανεώσιμες πηγές σήμερα. Ήδη από το 2019, το Συμβουλευτικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Γερμανίας για τις Πλανητικές Περιβαλλοντικές Αλλαγές (Wissenschaftliche Beirat der Bundesregierung für globale Umweltveränderungen) προειδοποίησε ότι με τα σημερινά δεδομένα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι πιο πιθανό να «επιταχύνει τις υπάρχουσες, μη βιώσιμες τάσεις» παρά να σώσει το κλίμα και το περιβάλλον. Ο Tilman Santarius, Διευθύνων Σύμβουλος της Γερμανικής Κοινοπραξίας για το Κλίμα (Deutsches Klima-Konsortium), καταλήγει επίσης σε ένα ανάμεικτο συμπέρασμα: «Σε πολλές περιπτώσεις, ο ψηφιακός μετασχηματισμός απλώς κατατείνει στο να παρατείνει μια μη βιώσιμη στρατηγική ανάπτυξης».
Σε μια μεγάλης κλίμακας μετα-μελέτη το 2022, ο Santarius και πολυάριθμοι συνάδελφοί του 2 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιδεινώνει προβληματικές εξελίξεις όπως η κατανάλωση πρώτων υλών και η απώλεια βιοποικιλότητας. Ένας βασικός λόγος γι' αυτό είναι ότι «οι παράγοντες οι κυρίαρχοι στην αγορά έχουν οικειοποιηθεί και χρησιμοποιήσει πολλές καινοτομίες» με στόχο «να εξακολουθήσουν να πορεύονται σε μια διαδρομή βασισμένη σε μη βιώσιμους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης». Αυτό που κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, είναι ότι αυτές οι προβληματικές εξελίξεις μέχρι στιγμής είτε παραβλέπονται σχεδόν εντελώς, είτε δεν διορθώνονται από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Ενώ έχουν αναγνωρίσει τις επιπτώσεις στην οικονομία και στην δημοκρατία εξελίξεων όπως οι μεγάλες ποσότητες δεδομένων (big data) και η τεχνητή νοημοσύνη, «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν στρέφουν το βλέμμα στο τί συνεπάγονται αυτές οι εξελίξεις για τις πτυχές της περιβαλλοντικής πολιτικής».
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι το λεγόμενο φαινόμενο αναπήδησης (rebound-effekt) 3: Αντί να χρησιμοποιείται η αύξηση του βαθμού ενεργειακής απόδοσης η οποία επιτυγχάνεται μέσω της τεχνολογικής προόδου για να εξοικονομείται ενέργεια, αυτή χρησιμοποιείται για την διαρκή αύξηση της παραγωγής, της κατανάλωσης και των κερδών. Η γιγαντομανία των κέντρων δεδομένων αντικατοπτρίζεται σε μικρογραφία και στις προσωπικές συσκευές των καταναλωτών: Η χωρητικότητα των μέσων αποθήκευσης και η επεξεργαστική ισχύς των υπολογιστών και των κινητών τηλεφώνων αυξάνονται και αυτές συνεχώς. Ταυτόχρονα, η τάση για streaming μουσικής και ταινιών συνεχίζεται, πράγμα που καταναλώνει σημαντικά περισσότερη ενέργεια από μια απλή λήψη [downloading]. Μια μελέτη του 2021 δείχνει ότι η κατανάλωση ενέργειας στο streaming είναι ιδιαίτερα υψηλή όταν η μουσική και τα βίντεο καταναλώνονται μέσω του δικτύου κινητής τηλεφωνίας και όχι μέσω σταθερού ασύρματου δικτύου (Wi-Fi). Ακόμα και στο πιο σύγχρονο δίκτυο 5G, η παρακολούθηση YouTube για μια ώρα καταναλώνει έξι φορές περισσότερη ενέργεια από ό,τι μέσω μιας σύνδεσης οπτικών ινών. Σ' αυτό επιπροστίθεται η πανταχού παρούσα διαδικτυακή διαφήμιση. Αυτή, δεν κινεί απλά και μόνον την ίδια την κατανάλωση, αλλά και η δική της εμμονή στην συλλογή δεδομένων [των καταναλωτών], συνεισφέρει επίσης σημαντικά στην περιβαλλοντική βλάβη.
Η μεγάλη υπόσχεση του πράσινου ψηφιακού μετασχηματισμού αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό από τις έρευνες για το κλίμα και για την βιωσιμότητα, και όχι μόνον λόγω της μη επάρκειας της προσφοράς ενέργειας προερχόμενης από ανανεώσιμες πηγές σήμερα. Ήδη από το 2019, το Συμβουλευτικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Γερμανίας για τις Πλανητικές Περιβαλλοντικές Αλλαγές (Wissenschaftliche Beirat der Bundesregierung für globale Umweltveränderungen) προειδοποίησε ότι με τα σημερινά δεδομένα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι πιο πιθανό να «επιταχύνει τις υπάρχουσες, μη βιώσιμες τάσεις» παρά να σώσει το κλίμα και το περιβάλλον. Ο Tilman Santarius, Διευθύνων Σύμβουλος της Γερμανικής Κοινοπραξίας για το Κλίμα (Deutsches Klima-Konsortium), καταλήγει επίσης σε ένα ανάμεικτο συμπέρασμα: «Σε πολλές περιπτώσεις, ο ψηφιακός μετασχηματισμός απλώς κατατείνει στο να παρατείνει μια μη βιώσιμη στρατηγική ανάπτυξης».
Σε μια μεγάλης κλίμακας μετα-μελέτη το 2022, ο Santarius και πολυάριθμοι συνάδελφοί του 2 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιδεινώνει προβληματικές εξελίξεις όπως η κατανάλωση πρώτων υλών και η απώλεια βιοποικιλότητας. Ένας βασικός λόγος γι' αυτό είναι ότι «οι παράγοντες οι κυρίαρχοι στην αγορά έχουν οικειοποιηθεί και χρησιμοποιήσει πολλές καινοτομίες» με στόχο «να εξακολουθήσουν να πορεύονται σε μια διαδρομή βασισμένη σε μη βιώσιμους τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης». Αυτό που κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, είναι ότι αυτές οι προβληματικές εξελίξεις μέχρι στιγμής είτε παραβλέπονται σχεδόν εντελώς, είτε δεν διορθώνονται από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Ενώ έχουν αναγνωρίσει τις επιπτώσεις στην οικονομία και στην δημοκρατία εξελίξεων όπως οι μεγάλες ποσότητες δεδομένων (big data) και η τεχνητή νοημοσύνη, «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν στρέφουν το βλέμμα στο τί συνεπάγονται αυτές οι εξελίξεις για τις πτυχές της περιβαλλοντικής πολιτικής».
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι το λεγόμενο φαινόμενο αναπήδησης (rebound-effekt) 3: Αντί να χρησιμοποιείται η αύξηση του βαθμού ενεργειακής απόδοσης η οποία επιτυγχάνεται μέσω της τεχνολογικής προόδου για να εξοικονομείται ενέργεια, αυτή χρησιμοποιείται για την διαρκή αύξηση της παραγωγής, της κατανάλωσης και των κερδών. Η γιγαντομανία των κέντρων δεδομένων αντικατοπτρίζεται σε μικρογραφία και στις προσωπικές συσκευές των καταναλωτών: Η χωρητικότητα των μέσων αποθήκευσης και η επεξεργαστική ισχύς των υπολογιστών και των κινητών τηλεφώνων αυξάνονται και αυτές συνεχώς. Ταυτόχρονα, η τάση για streaming μουσικής και ταινιών συνεχίζεται, πράγμα που καταναλώνει σημαντικά περισσότερη ενέργεια από μια απλή λήψη [downloading]. Μια μελέτη του 2021 δείχνει ότι η κατανάλωση ενέργειας στο streaming είναι ιδιαίτερα υψηλή όταν η μουσική και τα βίντεο καταναλώνονται μέσω του δικτύου κινητής τηλεφωνίας και όχι μέσω σταθερού ασύρματου δικτύου (Wi-Fi). Ακόμα και στο πιο σύγχρονο δίκτυο 5G, η παρακολούθηση YouTube για μια ώρα καταναλώνει έξι φορές περισσότερη ενέργεια από ό,τι μέσω μιας σύνδεσης οπτικών ινών. Σ' αυτό επιπροστίθεται η πανταχού παρούσα διαδικτυακή διαφήμιση. Αυτή, δεν κινεί απλά και μόνον την ίδια την κατανάλωση, αλλά και η δική της εμμονή στην συλλογή δεδομένων [των καταναλωτών], συνεισφέρει επίσης σημαντικά στην περιβαλλοντική βλάβη.
Για παράδειγμα, αναλύσεις του mobilsicher.de από το 2024, δείχνουν ότι κατά μέσο όρο, το ένα τρίτο της κυκλοφορίας δεδομένων που παράγεται από εφαρμογές πρόγνωσης καιρού και παιχνιδιών, δεν είναι απαραίτητο για την κύρια λειτουργία τους, αλλά για τη διαφήμιση. Σε ορισμένες εφαρμογές [Apps], η διαφήμιση αποτελεί ακόμη και το 98 % της όλης κυκλοφορίας που παράγεται μέσω της εφαρμογής, αναφέρει η επικεφαλής αυτής της ερευνητικής εργασίας Miriam Ruhenstroth.
Επιπλέον, η έκρηξη των κρυπτονομισμάτων έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια ένα εξαιρετικά ενεργοβόρο χρηματοοικονομικό προϊόν. Σύμφωνα με την έκθεση της UNCTAD για την ψηφιακή οικονομία, η κατανάλωση ενέργειας μόνον του πιο γνωστού κρυπτονομίσματος, του Bitcoin, αυξήθηκε 34 φορές μεταξύ 2015 και 2023. Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις από τον Δείκτη Κατανάλωσης Ηλεκτρικής Ενέργειας Bitcoin (Bitcoin Electricity Consumption Index) του Πανεπιστημίου του Cambridge, η ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από το Bitcoin υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 186 τεραβατώρες (TWh) [όταν γράφτηκε το άρθρο - σήμερα 12-10-2025 υπολογίζει 209 TWh για το σύνολο του 2025]. Συγκριτικά, ολόκληρο το Πακιστάν με τα 247 εκατομμύρια κατοίκους του, έχει ετήσια κατανάλωση 171 τεραβατώρες, ενώ η βιομηχανικά αναπτυγμένη χώρα της Πολωνίας καταναλώνει 168 τεραβατώρες.
Με την ακόρεστη δίψα για αποθηκευτική χωρητικότητα και υπολογιστική ισχύ, ο ντόρος περί την τεχνητή νοημοσύνη αποδεικνύεται σήμερα ένας ακόμη μεγαλύτερος παράγοντας βλαπτικός για το κλίμα. Η κατανάλωση ενέργειας για την λειτουργία των κέντρων δεδομένων είναι μόνον η μία πτυχή του. Εμπλέκονται επίσης παράγοντες όπως αυτοί που σχετίζονται με την κατασκευή των αναγκαίων τσιπ υψηλής απόδοσης. Στις εφαρμογές γενετικής τεχνητής νοημοσύνης (generatine AI), στην κατανάλωση ενέργειας για την εκπαίδευση των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων ή μοντέλων εικόνας, επιπροστίθεται και η κατανάλωση ενέργειας για την χρήση των εφαρμογών από πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. Μια κοινή μελέτη 4 του Πανεπιστημίου Carnegie Mellon στις ΗΠΑ και της εταιρείας τεχνητής νοημοσύνης Hugging Face 5, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημιουργία μιας και μόνον εικόνας από ένα μεγάλο μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, καταναλώνει ενέργεια περίπου τόση όσο καταναλώνει η πλήρης φόρτιση ενός smartphone. Η μελέτη επιβεβαιώνει επίσης ότι τα σημερινά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης εκπέμπουν σημαντικά περισσότερο CO² από εκείνα που ήταν σε χρήση πριν από δύο έως πέντε χρόνια. Επειδή, τώρα πια, η Google, η Microsoft και άλλοι χρησιμοποιούν και τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης τους για να υποστηρίξουν μηχανές αναζήτησης ή να ολοκληρώσουν αυτόματα τα email, αυξάνεται επίσης η κατανάλωση ενέργειας ακόμη και γι' αυτές τις απλές εργασίες.
Επιπλέον, η έκρηξη των κρυπτονομισμάτων έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια ένα εξαιρετικά ενεργοβόρο χρηματοοικονομικό προϊόν. Σύμφωνα με την έκθεση της UNCTAD για την ψηφιακή οικονομία, η κατανάλωση ενέργειας μόνον του πιο γνωστού κρυπτονομίσματος, του Bitcoin, αυξήθηκε 34 φορές μεταξύ 2015 και 2023. Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις από τον Δείκτη Κατανάλωσης Ηλεκτρικής Ενέργειας Bitcoin (Bitcoin Electricity Consumption Index) του Πανεπιστημίου του Cambridge, η ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από το Bitcoin υπολογίζεται σήμερα σε περίπου 186 τεραβατώρες (TWh) [όταν γράφτηκε το άρθρο - σήμερα 12-10-2025 υπολογίζει 209 TWh για το σύνολο του 2025]. Συγκριτικά, ολόκληρο το Πακιστάν με τα 247 εκατομμύρια κατοίκους του, έχει ετήσια κατανάλωση 171 τεραβατώρες, ενώ η βιομηχανικά αναπτυγμένη χώρα της Πολωνίας καταναλώνει 168 τεραβατώρες.
Με την ακόρεστη δίψα για αποθηκευτική χωρητικότητα και υπολογιστική ισχύ, ο ντόρος περί την τεχνητή νοημοσύνη αποδεικνύεται σήμερα ένας ακόμη μεγαλύτερος παράγοντας βλαπτικός για το κλίμα. Η κατανάλωση ενέργειας για την λειτουργία των κέντρων δεδομένων είναι μόνον η μία πτυχή του. Εμπλέκονται επίσης παράγοντες όπως αυτοί που σχετίζονται με την κατασκευή των αναγκαίων τσιπ υψηλής απόδοσης. Στις εφαρμογές γενετικής τεχνητής νοημοσύνης (generatine AI), στην κατανάλωση ενέργειας για την εκπαίδευση των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων ή μοντέλων εικόνας, επιπροστίθεται και η κατανάλωση ενέργειας για την χρήση των εφαρμογών από πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. Μια κοινή μελέτη 4 του Πανεπιστημίου Carnegie Mellon στις ΗΠΑ και της εταιρείας τεχνητής νοημοσύνης Hugging Face 5, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημιουργία μιας και μόνον εικόνας από ένα μεγάλο μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, καταναλώνει ενέργεια περίπου τόση όσο καταναλώνει η πλήρης φόρτιση ενός smartphone. Η μελέτη επιβεβαιώνει επίσης ότι τα σημερινά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης εκπέμπουν σημαντικά περισσότερο CO² από εκείνα που ήταν σε χρήση πριν από δύο έως πέντε χρόνια. Επειδή, τώρα πια, η Google, η Microsoft και άλλοι χρησιμοποιούν και τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης τους για να υποστηρίξουν μηχανές αναζήτησης ή να ολοκληρώσουν αυτόματα τα email, αυξάνεται επίσης η κατανάλωση ενέργειας ακόμη και γι' αυτές τις απλές εργασίες.
![]() |
Δείκτης Ψηφιακής Διακυβέρνησης 2024 (ΟΗΕ, E-Government Development Index - EGDI) |
Άνιση κατανομή κερδών και κόστους
Ένα πράγμα είναι σαφές: Ποιοί επωφελούνται από την ψηφιακή πρόοδο και ποιοί πρέπει να πληρώσουν το τίμημα γι' αυτήν, είναι εξαιρετικά άνισα κατανεμημένο σε πλανητικό επίπεδο. Αυτό το έχει επισημάνει η Ρεμπέκα Γκρίνσπαν (Rebeca Grynspan), Γενική Γραμματέας της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UN Trade and Development - UNCTAD). «Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι παγκόσμιο πρόβλημα, αλλά οι συνέπειες δεν κατανέμονται ομοιόμορφα», γράφει η Γκρίνσπαν στον πρόλογο της έκθεσης της UNCTAD η οποία δημοσιεύθηκε το 2024. «Οι αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες συχνά είναι πλούσιες στους πόρους που απαιτούνται για τις ψηφιακές τεχνολογίες, επωμίζονται δυσανάλογο βάρος του κόστους, ενώ αποκομίζουν μόνον περιορισμένα οφέλη».
Ως παράδειγμα αυτού του κόστους, η οικονομολόγος από την Κόστα Ρίκα αναφέρει τα τεράστια «βουνά» σκουπιδιών από ηλεκτρονικές συσκευές και εξαρτήματα, το ύψος των οποίων συνεχώς αυξάνει. Για παράδειγμα, η ποσότητα των πεταμένων smartphone, φορητών υπολογιστών, οθονών και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών μεταξύ 2010 και 2022 αυξήθηκε κατά 30 % και έφθασε τα 10,5 εκατομμύρια τόνους παγκοσμίως. «Στις βιομηχανικές χώρες, παράγονται κατά μέσο όρο 3,25 κιλά ηλεκτρονικών σκουπιδιών ανά άτομο ετησίως, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι λιγότερο από ένα κιλό και στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες 0,21 κιλά». Η Γενική Γραμματέας της UNCTAD δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι αυτό οφείλεται επίσης στους [σύντομους] κύκλους κατανάλωσης και χρήσης αυτών των αγαθών στις πλούσιες βιομηχανικές χώρες. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Κίνα ήταν οι μεγαλύτεροι παραγωγοί ηλεκτρονικών αποβλήτων το 2022. «Νέα, μοντέλα υψηλότερης απόδοσης αντικαθιστούν γρήγορα τα υπάρχοντα μοντέλα ή τα καθιστούν απαρχαιωμένα», επικρίνει η Grynspan. Ιδίως η σκόπιμη, προγραμματισμένη ταχύρριθμη απαρχαίωση και απαξίωση των συσκευών, συμβάλλει στο αυξανόμενο πρόβλημα των αποβλήτων.
Ορισμένοι από τον κόσμο των επιχειρήσεων θεωρούν ως «λύση» για το πρόβλημα των όλο και ψηλότερων βουνών ηλεκτρονικών αποβλήτων, απλά την απόρριψη αυτών των αποβλήτων σε χωματερές στον Παγκόσμιο Νότο. Αυτό, άν και παράνομο στις πλείστες περιπτώσεις, είναι εν τούτοις και μια επικερδής επιχείρηση. Εκατομμύρια τόνοι ηλεκτρικών σκουπιδιών (παλιές οθόνες, υπολογιστές, τηλεοράσεις, ψυγεία) καταλήγουν σε τεράστιες χωματερές όπως το Agbogbloshie στα περίχωρα της Άκρα, της πρωτεύουσας της Γκάνας. Αυτοί που εργάζονται εκεί - χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό - προσπαθούν να εξαγάγουν ανακυκλώσιμες πρώτες ύλες, όπως αλουμίνιο και χαλκό, από τα απόβλητα τα προερχόμενα από βιομηχανικές χώρες, συχνά πάνω από φωτιές στο ύπαιθρο και μέσα σε σύννεφα από τα απελευθερούμενα εξαιρετικά τοξικά αέρια. Για τέτοια πράγματα, στην δεκαετία του 1990 η Greenpeace επινόησε τον όρο «τοξική αποικιοκρατία». Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σχεδόν 13 εκατομμύρια γυναίκες και 18 εκατομμύρια παιδιά εργάζονταν το 2021 σε χωματερές ηλεκτρονικών αποβλήτων στον Παγκόσμιο Νότο. Τέτοιοι εργαζόμενοι, προσπαθώντας να ανακτήσουν από παλιές συσκευές χρυσό και χαλκό για ανακύκλωση, σύμφωνα με τον ΠΟΥ εκτίθενται σε έως και 1.000 διαφορετικές τοξικές χημικές ενώσεις.
Εν τω μεταξύ, η υπερθέρμανση του πλανήτη σημειώνει κάθε χρόνο νέα θλιβερά ρεκόρ. Το 2023, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έφτασε για πρώτη φορά τους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι πριν από δύο χρόνια ξεπεράστηκε το όριο θερμοκρασίας, το οποίο, σύμφωνα με την Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα του 2015 δεν έπρεπε να ξεπεραστεί. Δεδομένων των συνεχώς αυξανόμενων κλιματικών επιπτώσεων των τελευταίων ετών και δεκαετιών (τήξη παγετώνων, άνοδος της στάθμης της θάλασσας, πλημμύρες, καύσωνες, καταιγίδες και ξηρασίες), αυτή είναι μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη, ιδιαίτερα για τους ανθρώπους στον Παγκόσμιο Νότο. Η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι φαινόμενο παγκόσμιο, Ωστόσο, ο κίνδυνος να πέσει κανείς θύμα των ακραίων καιρικών φαινομένων και των κλιμακωτών αλλαγών του κλίματος, κατανέμεται άνισα στον πλανήτη. Σύμφωνα με τα λόγια της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή: «Η αύξηση των ακραίων καιρικών και κλιματικών φαινομένων έχει εκθέσει εκατομμύρια ανθρώπους σε οξεία επισιτιστική ανασφάλεια και μειωμένη ασφάλεια νερού, με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις να παρατηρούνται σε περιοχές στην Αφρική, την Ασία, την Κεντρική και Νότια Αμερική και σε μικρά νησιά».
Στις τεράστιες απαιτήσεις για ενέργεια και νερό εξαιτίας της ψηφιακής οικονομίας και στο πρόβλημα των ηλεκτρονικών αποβλήτων, επιπροστίθεται και η τεράστια «δίψα» για πρώτες ύλες. Ενώ ο ρόλος του πετρελαίου, ως της πιο σημαντικής πρώτης ύλης της μέχρι τώρα βιομηχανικής εποχής, εξακολουθεί και σήμερα να είναι απαραίτητος, με την πρόοδο του ψηφιακού μετασχηματισμού τα μέταλλα αρχίζουν να αποκτούν πιο σημαντικό ρόλο από το πετρέλαιο. Η λίστα των εφαρμογών τους είναι μεγάλη. Λόγου χάρη, για να κατασκευαστούν οθόνες αφής χρειάζεται ίνδιο, πυρίτιο και κασσίτερος. Ο χαλκός αποτελεί την βάση για σχεδόν όλες τις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές τεχνολογίες· ένα νέο παράδειγμα είναι οι ετικέτες RFID [Radio Frequency Identification = Αναγνώριση Ραδιοσυχνοτήτων ή γενικότερα αναγνώριση με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δηλαδή ψηφιακές ετικέτες οι πληροφορίες των οποίων μπορούν να διαβαστούν ασύρματα και έτσι να είναι δυνατή η παρακολούθηση αντικειμένων εκ του μακρόθεν], οι οποίες αποτελούν σημαντικό συστατικό της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης («Βιομηχανία 4.0»). Ο χρυσός απαιτείται, μεταξύ άλλων, για υψηλής ποιότητας ηλεκτρικές συνδέσεις, ρελέ, πλακέτες κυκλωμάτων και καλώδια σύνδεσης σε πλακέτες κυκλωμάτων, καθώς και για μικροτσίπ. Συνολικά, η βιομηχανία τεχνολογίας χρησιμοποιεί περίπου το 7 % της παγκόσμιας παραγωγής χρυσού. Ο κασσίτερος είναι αναπόσπαστο συστατικό σε πλακέτες κυκλωμάτων φορητών υπολογιστών, ρομπότ και άλλων συσκευών της «Βιομηχανίας 4.0». Στα μικροτσίπ περιέχονται τα μέταλλα παλλάδιο και λευκόχρυσος (πλατίνα). Για τα τσιπ υψηλής απόδοσης, τα οποία είναι απαραίτητα για τις τελευταίες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και για την αεροδιαστημική τεχνολογία, απαιτούνται επίσης το ορυκτό βωξίτης και τα μέταλλα αλουμίνιο, γερμάνιο και γάλλιο.
Δίψα για πρώτες ύλες
Τα πιο πολλά από αυτά τα μέταλλα είτε είναι αδύνατο να βρεθούν στο έδαφος χωρών της ΕΕ, είτε είναι εξαιρετικά σπάνια στην περιοχή. Γι΄αυτόν τον λόγο ο Νόμος περί Κρίσιμων Πρώτων Υλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Critical Raw Materials Act) ορίζει μέταλλα όπως το νικέλιο, το λίθιο, το κοβάλτιο, το βολφράμιο, το γάλλιο, τον χαλκό, το γερμάνιο και τις σπάνιες γαίες, όχι απλά ως κρίσιμες, αλλά και ως στρατηγικής σημασίας πρώτες ύλες. Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις πρώτες ύλες που απαιτούνται για την κατασκευή επαναφορτιζόμενων μπαταριών ιόντων λιθίου. Το να συμβαδίζουν ο πράσινος και ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μια υπόσχεση, για την οποία η πιο συμβολική υλική εκδήλωση είναι η επαναφορτιζόμενη μπαταρία. Έχει εφευρεθεί πριν από 200 χρόνια και περισσότερο. Από τότε η τεχνολογία της έχει γνωρίσει απίστευτη εξέλιξη. Ξεκίνησε από ένα ασταθές ηλεκτροχημικό πείραμα και έχει καταλήξει σε μια τεράστιας κλίμακας βιομηχανική παραγωγή ισχυρών επαναφορτιζόμενων μπαταριών. Η πράσινη πρόοδος οφείλει ένα σημαντικό μέρος της δυναμικής της στις μπαταρίες. Τα ηλεκτρικά οχήματα κινούνται σε πόλεις και σε αυτοκινητόδρομους αθόρυβα και χωρίς να εκπέμπουν ρύπους, χάρις στις ισχυρές μπαταρίες ιόντων λιθίου. Στον ψηφιακό κόσμο, οι μπαταρίες είναι η αθέατη μηχανή η οποία διατηρεί την όλη υποδομή του σε λειτουργία. Καθιστούν εφικτή μια κοινωνία με κινητικότητα, στην οποία η επικοινωνία και οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Η μικρή συσκευή στην τσέπη μας, η οποία μας συνδέει, μας ενημερώνει και μας ψυχαγωγεί, οφείλει την ύπαρξή της στη σταθερή ισχύ μιας επαναφορτιζόμενης μπαταρίας.
Κάθε χρόνο, οι αγορές των βιομηχανικών χωρών κατακλύζονται από νέα έξυπνα προϊόντα. Μόνον μέσα στο 2023, οι κατασκευαστές πούλησαν 14 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα, 241 εκατομμύρια υπολογιστές και περισσότερα από 1,4 δισεκατομμύρια smartphone και tablet. Σχεδόν όλα περιείχαν μπαταρίες ιόντων λιθίου. Στις πιο σημαντικές πρώτες ύλες για επαναφορτιζόμενες μπαταρίες περιλαμβάνονται τα μέταλλα κοβάλτιο, λίθιο και νικέλιο. Άν και οι ερευνητές εργάζονται για να κατασκευαστούν μπαταρίες οι οποίες θα μπορούν να λειτουργούν χωρίς αυτά τα μέταλλα, προς το παρόν στις περισσότερες ψηφιακές συσκευές και στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα εγκαθίστανται μπαταρίες οι οποίες τα περιέχουν. Η ζήτηση γι' αυτά τα μέταλλα, τα εξαιρετικά σημαντικά για τούτη την χρήση, έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια.
Η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές μεταλλευμάτων από τα οποία εξάγονται τα μέταλλα αυτά, καθώς το μερίδιο της Ευρώπης στα παγκόσμια αποθέματα είναι πολύ μικρό, μιας τάξης κάτω από 1 %. Συνεπώς, στα ισοζύγια η ήπειρος μας είναι καθαρός εισαγωγέας αυτών των βασικών πρώτων υλών και καθαρός εξαγωγέας του περιβαλλοντικού, κοινωνικού και οικονομικού κόστους που προκύπτει από την εξόρυξη και την επεξεργασία αυτών των μετάλλων.
Εξόρυξη κοβαλτίου: Το κόστος της δίψας για πρώτες ύλες. Και η επέλαση της Κίνας
Μία από αυτές τις πρώτες ύλες τις απαραίτητες για τον ψηφιακό κόσμο, είναι ένα ασημί-γκρι μέταλλο, η εμφάνιση του οποίου δεν τραβά ιδιαίτερα την προσοχή: Το κοβάλτιο.
Ένα πράγμα είναι σαφές: Ποιοί επωφελούνται από την ψηφιακή πρόοδο και ποιοί πρέπει να πληρώσουν το τίμημα γι' αυτήν, είναι εξαιρετικά άνισα κατανεμημένο σε πλανητικό επίπεδο. Αυτό το έχει επισημάνει η Ρεμπέκα Γκρίνσπαν (Rebeca Grynspan), Γενική Γραμματέας της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UN Trade and Development - UNCTAD). «Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος του ψηφιακού μετασχηματισμού είναι παγκόσμιο πρόβλημα, αλλά οι συνέπειες δεν κατανέμονται ομοιόμορφα», γράφει η Γκρίνσπαν στον πρόλογο της έκθεσης της UNCTAD η οποία δημοσιεύθηκε το 2024. «Οι αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες συχνά είναι πλούσιες στους πόρους που απαιτούνται για τις ψηφιακές τεχνολογίες, επωμίζονται δυσανάλογο βάρος του κόστους, ενώ αποκομίζουν μόνον περιορισμένα οφέλη».
Ως παράδειγμα αυτού του κόστους, η οικονομολόγος από την Κόστα Ρίκα αναφέρει τα τεράστια «βουνά» σκουπιδιών από ηλεκτρονικές συσκευές και εξαρτήματα, το ύψος των οποίων συνεχώς αυξάνει. Για παράδειγμα, η ποσότητα των πεταμένων smartphone, φορητών υπολογιστών, οθονών και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών μεταξύ 2010 και 2022 αυξήθηκε κατά 30 % και έφθασε τα 10,5 εκατομμύρια τόνους παγκοσμίως. «Στις βιομηχανικές χώρες, παράγονται κατά μέσο όρο 3,25 κιλά ηλεκτρονικών σκουπιδιών ανά άτομο ετησίως, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι λιγότερο από ένα κιλό και στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες 0,21 κιλά». Η Γενική Γραμματέας της UNCTAD δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι αυτό οφείλεται επίσης στους [σύντομους] κύκλους κατανάλωσης και χρήσης αυτών των αγαθών στις πλούσιες βιομηχανικές χώρες. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Κίνα ήταν οι μεγαλύτεροι παραγωγοί ηλεκτρονικών αποβλήτων το 2022. «Νέα, μοντέλα υψηλότερης απόδοσης αντικαθιστούν γρήγορα τα υπάρχοντα μοντέλα ή τα καθιστούν απαρχαιωμένα», επικρίνει η Grynspan. Ιδίως η σκόπιμη, προγραμματισμένη ταχύρριθμη απαρχαίωση και απαξίωση των συσκευών, συμβάλλει στο αυξανόμενο πρόβλημα των αποβλήτων.
Ορισμένοι από τον κόσμο των επιχειρήσεων θεωρούν ως «λύση» για το πρόβλημα των όλο και ψηλότερων βουνών ηλεκτρονικών αποβλήτων, απλά την απόρριψη αυτών των αποβλήτων σε χωματερές στον Παγκόσμιο Νότο. Αυτό, άν και παράνομο στις πλείστες περιπτώσεις, είναι εν τούτοις και μια επικερδής επιχείρηση. Εκατομμύρια τόνοι ηλεκτρικών σκουπιδιών (παλιές οθόνες, υπολογιστές, τηλεοράσεις, ψυγεία) καταλήγουν σε τεράστιες χωματερές όπως το Agbogbloshie στα περίχωρα της Άκρα, της πρωτεύουσας της Γκάνας. Αυτοί που εργάζονται εκεί - χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό - προσπαθούν να εξαγάγουν ανακυκλώσιμες πρώτες ύλες, όπως αλουμίνιο και χαλκό, από τα απόβλητα τα προερχόμενα από βιομηχανικές χώρες, συχνά πάνω από φωτιές στο ύπαιθρο και μέσα σε σύννεφα από τα απελευθερούμενα εξαιρετικά τοξικά αέρια. Για τέτοια πράγματα, στην δεκαετία του 1990 η Greenpeace επινόησε τον όρο «τοξική αποικιοκρατία». Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σχεδόν 13 εκατομμύρια γυναίκες και 18 εκατομμύρια παιδιά εργάζονταν το 2021 σε χωματερές ηλεκτρονικών αποβλήτων στον Παγκόσμιο Νότο. Τέτοιοι εργαζόμενοι, προσπαθώντας να ανακτήσουν από παλιές συσκευές χρυσό και χαλκό για ανακύκλωση, σύμφωνα με τον ΠΟΥ εκτίθενται σε έως και 1.000 διαφορετικές τοξικές χημικές ενώσεις.
Εν τω μεταξύ, η υπερθέρμανση του πλανήτη σημειώνει κάθε χρόνο νέα θλιβερά ρεκόρ. Το 2023, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έφτασε για πρώτη φορά τους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι πριν από δύο χρόνια ξεπεράστηκε το όριο θερμοκρασίας, το οποίο, σύμφωνα με την Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα του 2015 δεν έπρεπε να ξεπεραστεί. Δεδομένων των συνεχώς αυξανόμενων κλιματικών επιπτώσεων των τελευταίων ετών και δεκαετιών (τήξη παγετώνων, άνοδος της στάθμης της θάλασσας, πλημμύρες, καύσωνες, καταιγίδες και ξηρασίες), αυτή είναι μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη, ιδιαίτερα για τους ανθρώπους στον Παγκόσμιο Νότο. Η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι φαινόμενο παγκόσμιο, Ωστόσο, ο κίνδυνος να πέσει κανείς θύμα των ακραίων καιρικών φαινομένων και των κλιμακωτών αλλαγών του κλίματος, κατανέμεται άνισα στον πλανήτη. Σύμφωνα με τα λόγια της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή: «Η αύξηση των ακραίων καιρικών και κλιματικών φαινομένων έχει εκθέσει εκατομμύρια ανθρώπους σε οξεία επισιτιστική ανασφάλεια και μειωμένη ασφάλεια νερού, με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις να παρατηρούνται σε περιοχές στην Αφρική, την Ασία, την Κεντρική και Νότια Αμερική και σε μικρά νησιά».
Στις τεράστιες απαιτήσεις για ενέργεια και νερό εξαιτίας της ψηφιακής οικονομίας και στο πρόβλημα των ηλεκτρονικών αποβλήτων, επιπροστίθεται και η τεράστια «δίψα» για πρώτες ύλες. Ενώ ο ρόλος του πετρελαίου, ως της πιο σημαντικής πρώτης ύλης της μέχρι τώρα βιομηχανικής εποχής, εξακολουθεί και σήμερα να είναι απαραίτητος, με την πρόοδο του ψηφιακού μετασχηματισμού τα μέταλλα αρχίζουν να αποκτούν πιο σημαντικό ρόλο από το πετρέλαιο. Η λίστα των εφαρμογών τους είναι μεγάλη. Λόγου χάρη, για να κατασκευαστούν οθόνες αφής χρειάζεται ίνδιο, πυρίτιο και κασσίτερος. Ο χαλκός αποτελεί την βάση για σχεδόν όλες τις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές τεχνολογίες· ένα νέο παράδειγμα είναι οι ετικέτες RFID [Radio Frequency Identification = Αναγνώριση Ραδιοσυχνοτήτων ή γενικότερα αναγνώριση με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δηλαδή ψηφιακές ετικέτες οι πληροφορίες των οποίων μπορούν να διαβαστούν ασύρματα και έτσι να είναι δυνατή η παρακολούθηση αντικειμένων εκ του μακρόθεν], οι οποίες αποτελούν σημαντικό συστατικό της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης («Βιομηχανία 4.0»). Ο χρυσός απαιτείται, μεταξύ άλλων, για υψηλής ποιότητας ηλεκτρικές συνδέσεις, ρελέ, πλακέτες κυκλωμάτων και καλώδια σύνδεσης σε πλακέτες κυκλωμάτων, καθώς και για μικροτσίπ. Συνολικά, η βιομηχανία τεχνολογίας χρησιμοποιεί περίπου το 7 % της παγκόσμιας παραγωγής χρυσού. Ο κασσίτερος είναι αναπόσπαστο συστατικό σε πλακέτες κυκλωμάτων φορητών υπολογιστών, ρομπότ και άλλων συσκευών της «Βιομηχανίας 4.0». Στα μικροτσίπ περιέχονται τα μέταλλα παλλάδιο και λευκόχρυσος (πλατίνα). Για τα τσιπ υψηλής απόδοσης, τα οποία είναι απαραίτητα για τις τελευταίες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και για την αεροδιαστημική τεχνολογία, απαιτούνται επίσης το ορυκτό βωξίτης και τα μέταλλα αλουμίνιο, γερμάνιο και γάλλιο.
![]() |
Agbogbloshie: Χωματερή ηλεκτρονικών αποβλήτων της Δυτικής Αφρικής © Pure Earth |
Τα πιο πολλά από αυτά τα μέταλλα είτε είναι αδύνατο να βρεθούν στο έδαφος χωρών της ΕΕ, είτε είναι εξαιρετικά σπάνια στην περιοχή. Γι΄αυτόν τον λόγο ο Νόμος περί Κρίσιμων Πρώτων Υλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Critical Raw Materials Act) ορίζει μέταλλα όπως το νικέλιο, το λίθιο, το κοβάλτιο, το βολφράμιο, το γάλλιο, τον χαλκό, το γερμάνιο και τις σπάνιες γαίες, όχι απλά ως κρίσιμες, αλλά και ως στρατηγικής σημασίας πρώτες ύλες. Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις πρώτες ύλες που απαιτούνται για την κατασκευή επαναφορτιζόμενων μπαταριών ιόντων λιθίου. Το να συμβαδίζουν ο πράσινος και ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μια υπόσχεση, για την οποία η πιο συμβολική υλική εκδήλωση είναι η επαναφορτιζόμενη μπαταρία. Έχει εφευρεθεί πριν από 200 χρόνια και περισσότερο. Από τότε η τεχνολογία της έχει γνωρίσει απίστευτη εξέλιξη. Ξεκίνησε από ένα ασταθές ηλεκτροχημικό πείραμα και έχει καταλήξει σε μια τεράστιας κλίμακας βιομηχανική παραγωγή ισχυρών επαναφορτιζόμενων μπαταριών. Η πράσινη πρόοδος οφείλει ένα σημαντικό μέρος της δυναμικής της στις μπαταρίες. Τα ηλεκτρικά οχήματα κινούνται σε πόλεις και σε αυτοκινητόδρομους αθόρυβα και χωρίς να εκπέμπουν ρύπους, χάρις στις ισχυρές μπαταρίες ιόντων λιθίου. Στον ψηφιακό κόσμο, οι μπαταρίες είναι η αθέατη μηχανή η οποία διατηρεί την όλη υποδομή του σε λειτουργία. Καθιστούν εφικτή μια κοινωνία με κινητικότητα, στην οποία η επικοινωνία και οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Η μικρή συσκευή στην τσέπη μας, η οποία μας συνδέει, μας ενημερώνει και μας ψυχαγωγεί, οφείλει την ύπαρξή της στη σταθερή ισχύ μιας επαναφορτιζόμενης μπαταρίας.
Κάθε χρόνο, οι αγορές των βιομηχανικών χωρών κατακλύζονται από νέα έξυπνα προϊόντα. Μόνον μέσα στο 2023, οι κατασκευαστές πούλησαν 14 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα, 241 εκατομμύρια υπολογιστές και περισσότερα από 1,4 δισεκατομμύρια smartphone και tablet. Σχεδόν όλα περιείχαν μπαταρίες ιόντων λιθίου. Στις πιο σημαντικές πρώτες ύλες για επαναφορτιζόμενες μπαταρίες περιλαμβάνονται τα μέταλλα κοβάλτιο, λίθιο και νικέλιο. Άν και οι ερευνητές εργάζονται για να κατασκευαστούν μπαταρίες οι οποίες θα μπορούν να λειτουργούν χωρίς αυτά τα μέταλλα, προς το παρόν στις περισσότερες ψηφιακές συσκευές και στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα εγκαθίστανται μπαταρίες οι οποίες τα περιέχουν. Η ζήτηση γι' αυτά τα μέταλλα, τα εξαιρετικά σημαντικά για τούτη την χρήση, έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια.
Η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές μεταλλευμάτων από τα οποία εξάγονται τα μέταλλα αυτά, καθώς το μερίδιο της Ευρώπης στα παγκόσμια αποθέματα είναι πολύ μικρό, μιας τάξης κάτω από 1 %. Συνεπώς, στα ισοζύγια η ήπειρος μας είναι καθαρός εισαγωγέας αυτών των βασικών πρώτων υλών και καθαρός εξαγωγέας του περιβαλλοντικού, κοινωνικού και οικονομικού κόστους που προκύπτει από την εξόρυξη και την επεξεργασία αυτών των μετάλλων.
![]() |
© Fair Cobalt Alliance |
Μία από αυτές τις πρώτες ύλες τις απαραίτητες για τον ψηφιακό κόσμο, είναι ένα ασημί-γκρι μέταλλο, η εμφάνιση του οποίου δεν τραβά ιδιαίτερα την προσοχή: Το κοβάλτιο.
Συνήθως παράγεται ως υποπροϊόν της εξόρυξης και βιομηχανικής παραγωγής χαλκού και νικελίου. Το κοβάλτιο έχει τεράστια θερμική σταθερότητα [έχει υψηλό σημείο τήξης περίπου 1.495° C και σχηματίζει «υπερκράματα» με σταθερές μηχανικές ιδιότητες σε θερμοκρασίες πάνω από 1.000° C - δηλαδή αντιστέκονται στην μηχανική παραμόρφωση υπό παρατεταμένες συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και βαρέος φορτίου, έχουν χαμηλή
θερμική διαστολή, άρα σταθερότητα διαστάσεων
κατά τη διάρκεια του θερμικού κύκλου, καθώς και ανθεκτικότητα σε θερμικό σοκ, δηλαδή σε γρήγορες αλλαγές θερμοκρασίας]. Εξαιτίας της θερμικής σταθερότητας, το κοβάλτιο είναι απαραίτητο συστατικό πολλών ειδών επαναφορτιζόμενων μπαταριών ιόντων λιθίου. Χωρίς κοβάλτιο, οι περισσότεροι φορητοί υπολογιστές, τα smartphones και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα έπρεπε να φορτίζονται πολύ πιο συχνά. Το κοβάλτιο είναι επίσης απαραίτητο για πολλά υπερκράματα, βασικά δομικά στοιχεία για την ενεργειακή και αεροδιαστημική τεχνολογία. Έτσι, η ζήτηση για το μέταλλο αυτό αυξάνεται έντονα χρόνο με τον χρόνο. Με 210.000 τόνους, η παγκόσμια παραγωγή το 2023 ήταν περισσότερο από 20 % υψηλότερη από το προηγούμενο έτος 2022, και η τάση παραμένει ανοδική. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Κοβαλτίου, η παραγωγή αναμένεται περίπου να διπλασιαστεί έως το 2030, φτάνοντας συνολικά τους 400.000 τόνους.
Λίγες χώρες στον κόσμο είναι τόσο πλούσιες σε φυσικούς πόρους όσο είναι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ). Εκεί υπάρχουν χρυσός και διαμάντια, αλλά επίσης χαλκός, ράδιο, ουράνιο, καθώς και κολτάνιο [συντομογραφία για το ορυκτό κολουμβίτης-τανταλίτης, ένα θαμπό μαύρο μεταλλικό μετάλλευμα από το οποίο εξάγονται τα μεταλλικά στοιχεία νιόβιο και ταντάλιο - το ταντάλιο είναι απαραίτητο στην κατασκευή πυκνωτών τανταλίου για κινητά τηλέφωνα, προσωπικούς υπολογιστές, ηλεκτρονικά αυτοκινήτων και κάμερες, το νιόβιο περιέχεται σε πολλά υπεραγώγιμα κράματα και σε ειδικούς χάλυβες, π.χ. για μηχανές πυραύλων]. Η περιοχή είναι επίσης πολύ πλούσια σε κοβάλτιο. Καμία άλλη χώρα δεν έχει τόσο μεγάλα κοιτάσματα μεταλλευμάτων κοβαλτίου. Συγκεκριμένα, η λεγόμενη ζώνη χαλκού-κοβαλτίου στα νοτιοανατολικά αυτής της χώρας της Κεντρικής Αφρικής περιέχει περισσότερο από το 50 % των γνωστών κοιτασμάτων κοβαλτίου στον κόσμο. Σήμερα, σχεδόν τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας παραγωγής τους προέρχονται από την ΛΔΚ. Ωστόσο, αυτός ο φυσικός πλούτος δεν έχει φέρει ευημερία στην χώρα και στον λαό της.
Ο μεγαλύτερος παγκοσμίως προμηθευτής κοβαλτίου είναι σήμερα μια από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, 62 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΛΔΚ, σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Διαβιώνουν με λιγότερα από 2,15 δολάρια την ημέρα. Στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, το Κονγκό κατατάσσεται στην 180η θέση από τις 193 χώρες παγκοσμίως [2023, η πρόβλεψη για το 2025 το κατατάσσει στην 171η θέση]. Επί δεκαετίες, η ανατολική περιοχή της χώρας πλήττεται από σφοδρές πολεμικές συγκρούσεις. Μόνον από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, περισσότεροι από έξι εκατομμύρια άνθρωποι αναφέρεται ότι έχουν πεθάνει ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων, των εκτοπισμών και της πείνας. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι από τον μεταλλευτικό τομέα εξαρτώνται άμεσα μεταξύ 500.000 και δύο εκατομμυρίων κατοίκων της ΛΔΚ. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι η παιδική εργασία είναι κάτι σύνηθες σ' αυτόν τον εργασιακό τομέα. Δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία, ωστόρο οι επί τόπου παρατηρητές εκτιμούν ότι αρκετές χιλιάδες παιδιά εργάζονται στον μεταλλευτικό τομέα.
Ωστόσο, αυτό δεν ενοχλεί ούτε τις ξένες εταιρείες εξόρυξης, ούτε τους πελάτες τους, δηλαδή τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, αυτοκινήτων και άλλες, οι οποίες έχουν έδρα στην Κίνα, στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική. Ενώ αποκομίζουν σημαντικά κέρδη χάρις σ΄αυτήν την πρώτη ύλη, το κοινωνικό και οικολογικό κόστος που πληρώνουν οι άνθρωποι και η φύση στο Κονγκό είναι δραματικό. Εκτός από την παιδική εργασία και την οικονομική εκμετάλλευση, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις επικρίνουν επίσης τις θανατηφόρες συνθήκες εργασίας, τους τεράστιους κινδύνους για την υγεία, την ρύπανση του περιβάλλοντος και την αρπαγή γης.
Οι ξένες εταιρείες είναι οι κύριοι ωφελημένοι από την αδίστακτη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του Κονγκό. Ένας τόνος μεταλλικού κοβαλτίου κόστιζε τα τελευταία χρόνια έως και 80.000 δολάρια, τον Ιούνιο του 2025 η τιμή είχε πέσει λίγο κάτω από 33.000 δολάρια. Σχεδόν τίποτε από τα κέρδη δεν παραμένει στην χώρα. Από τα 19 ορυχεία χαλκού-κοβαλτίου βιομηχανικής κλίμακας στην ΛΔΚ, κανένα δεν λειτουργεί από κοινοπραξίες στις οποίες πλειοψηφούν εταιρείες του Κονγκό. Αυτές [π.χ. η κρατική της ΛΔΚ La Générale des Carrières et des Mines - Gécamines] κατέχουν το πολύ μειοψηφικές συμμετοχές στην μετοχική σύνθεση.
Λίγες χώρες στον κόσμο είναι τόσο πλούσιες σε φυσικούς πόρους όσο είναι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ). Εκεί υπάρχουν χρυσός και διαμάντια, αλλά επίσης χαλκός, ράδιο, ουράνιο, καθώς και κολτάνιο [συντομογραφία για το ορυκτό κολουμβίτης-τανταλίτης, ένα θαμπό μαύρο μεταλλικό μετάλλευμα από το οποίο εξάγονται τα μεταλλικά στοιχεία νιόβιο και ταντάλιο - το ταντάλιο είναι απαραίτητο στην κατασκευή πυκνωτών τανταλίου για κινητά τηλέφωνα, προσωπικούς υπολογιστές, ηλεκτρονικά αυτοκινήτων και κάμερες, το νιόβιο περιέχεται σε πολλά υπεραγώγιμα κράματα και σε ειδικούς χάλυβες, π.χ. για μηχανές πυραύλων]. Η περιοχή είναι επίσης πολύ πλούσια σε κοβάλτιο. Καμία άλλη χώρα δεν έχει τόσο μεγάλα κοιτάσματα μεταλλευμάτων κοβαλτίου. Συγκεκριμένα, η λεγόμενη ζώνη χαλκού-κοβαλτίου στα νοτιοανατολικά αυτής της χώρας της Κεντρικής Αφρικής περιέχει περισσότερο από το 50 % των γνωστών κοιτασμάτων κοβαλτίου στον κόσμο. Σήμερα, σχεδόν τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας παραγωγής τους προέρχονται από την ΛΔΚ. Ωστόσο, αυτός ο φυσικός πλούτος δεν έχει φέρει ευημερία στην χώρα και στον λαό της.
Ο μεγαλύτερος παγκοσμίως προμηθευτής κοβαλτίου είναι σήμερα μια από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, 62 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΛΔΚ, σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Διαβιώνουν με λιγότερα από 2,15 δολάρια την ημέρα. Στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, το Κονγκό κατατάσσεται στην 180η θέση από τις 193 χώρες παγκοσμίως [2023, η πρόβλεψη για το 2025 το κατατάσσει στην 171η θέση]. Επί δεκαετίες, η ανατολική περιοχή της χώρας πλήττεται από σφοδρές πολεμικές συγκρούσεις. Μόνον από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, περισσότεροι από έξι εκατομμύρια άνθρωποι αναφέρεται ότι έχουν πεθάνει ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων, των εκτοπισμών και της πείνας. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι από τον μεταλλευτικό τομέα εξαρτώνται άμεσα μεταξύ 500.000 και δύο εκατομμυρίων κατοίκων της ΛΔΚ. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι η παιδική εργασία είναι κάτι σύνηθες σ' αυτόν τον εργασιακό τομέα. Δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία, ωστόρο οι επί τόπου παρατηρητές εκτιμούν ότι αρκετές χιλιάδες παιδιά εργάζονται στον μεταλλευτικό τομέα.
Ωστόσο, αυτό δεν ενοχλεί ούτε τις ξένες εταιρείες εξόρυξης, ούτε τους πελάτες τους, δηλαδή τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, αυτοκινήτων και άλλες, οι οποίες έχουν έδρα στην Κίνα, στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική. Ενώ αποκομίζουν σημαντικά κέρδη χάρις σ΄αυτήν την πρώτη ύλη, το κοινωνικό και οικολογικό κόστος που πληρώνουν οι άνθρωποι και η φύση στο Κονγκό είναι δραματικό. Εκτός από την παιδική εργασία και την οικονομική εκμετάλλευση, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις επικρίνουν επίσης τις θανατηφόρες συνθήκες εργασίας, τους τεράστιους κινδύνους για την υγεία, την ρύπανση του περιβάλλοντος και την αρπαγή γης.
Οι ξένες εταιρείες είναι οι κύριοι ωφελημένοι από την αδίστακτη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του Κονγκό. Ένας τόνος μεταλλικού κοβαλτίου κόστιζε τα τελευταία χρόνια έως και 80.000 δολάρια, τον Ιούνιο του 2025 η τιμή είχε πέσει λίγο κάτω από 33.000 δολάρια. Σχεδόν τίποτε από τα κέρδη δεν παραμένει στην χώρα. Από τα 19 ορυχεία χαλκού-κοβαλτίου βιομηχανικής κλίμακας στην ΛΔΚ, κανένα δεν λειτουργεί από κοινοπραξίες στις οποίες πλειοψηφούν εταιρείες του Κονγκό. Αυτές [π.χ. η κρατική της ΛΔΚ La Générale des Carrières et des Mines - Gécamines] κατέχουν το πολύ μειοψηφικές συμμετοχές στην μετοχική σύνθεση.
Δύο από τα μεγαλύτερα ορυχεία ανήκουν κατά πλειοψηφία στον Ελβετικό όμιλο πρώτων υλών Glencore, δύο άλλα στον όμιλο Eurasian Resources Group του Καζαχστάν [40 % των μετοχών ανήκει στην Δημοκρατία του Καζαχστάν και σημαντικοί ιδιώτες μέτοχοι είναι το περιβόητο «τρίο» των Καζάχων και Ουζμπέκων ολιγαρχών Ιμπραγκίμωφ-Κχοντίεφ-Μάσκιεβιτς - ο όμιλος δραστηριοποιείται επίσης σε μεγάλη κλίμακα στον εξορυκτικό τομέα άλλων χωρών της Αφρικής, συγκεκριμένα στην Ζάμπια, Ζιμπάμπουε, Νότια Αφρική, Μοζαμβίκη και Μάλι].
Τα περισσότερα και μεγαλύτερα ορυχεία, συνολικά 15, ανήκουν κατά πλειοψηφία σε Κινεζικές εταιρείες και ομίλους [π.χ. οι κρατικοί όμιλοι China Nonferrous Metal Mining Group, China State Railway Group Co. με τον θυγατρικό China Overseas Engineering Group και ο ημικρατικός όμιλος CMOC Group Limited - China Molybdenum]. Βορειοαμερικανικές εταιρείες εξόρυξης, όπως η Καναδική Ivanhoe, συμμετέχουν επίσης στις επιχειρήσεις εξόρυξης.
Το πιο κερδοφόρο μέρος της εκμετάλλευσης του κοβαλτίου, η επεξεργασία, πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στο εξωτερικό. Κυρίως στην Κίνα, όπου το 2023 πραγματοποιήθηκε περίπου το 65 % της επεξεργασίας. Μικρό μέρος της επεξεργασίας έγινε στην Φινλανδία (10 %), καθώς και στο Βέλγιο, την πρώην αποικιακή χώρα η οποία κατείχε κάποτε την περιοχή που αποτελεί σήμερα την ΛΔΚ (5 %).
Μια βιώσιμη γεωοικονομική στρατηγική για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Ερώτημα είναι, εάν μπορούν να βρεθούν κάποιες λύσεις για την τέποια προβληματική κατάσταση, εντός αυτού του συστήματος με αποικιακά χαρακτηριστικά το οποίο επικρατεί στον σημερινό καπιταλισμό πλανητικής κλίμακας. Όσο δεν θεωρούνται υπεύθυνοι για τις βλάβες ούτε οι τελικοί χρήστες (όπως είναι οι εταιρείες τεχνολογίας), ούτε οι έμποροι, ούτε οι εταιρείες εξόρυξης, ως πιο ευνοϊκή επιλογή για όλους αυτούς παραμένει το να αφήνουν τους τοπικούς πληθυσμούς να επωμίζονται μόνοι τους το κοινωνικό και οικολογικό κόστος της εξόρυξης κοβαλτίου.
Ερώτημα είναι, εάν μπορούν να βρεθούν κάποιες λύσεις για την τέποια προβληματική κατάσταση, εντός αυτού του συστήματος με αποικιακά χαρακτηριστικά το οποίο επικρατεί στον σημερινό καπιταλισμό πλανητικής κλίμακας. Όσο δεν θεωρούνται υπεύθυνοι για τις βλάβες ούτε οι τελικοί χρήστες (όπως είναι οι εταιρείες τεχνολογίας), ούτε οι έμποροι, ούτε οι εταιρείες εξόρυξης, ως πιο ευνοϊκή επιλογή για όλους αυτούς παραμένει το να αφήνουν τους τοπικούς πληθυσμούς να επωμίζονται μόνοι τους το κοινωνικό και οικολογικό κόστος της εξόρυξης κοβαλτίου.
Σε κάθε περίπτωση, κανένα τέλος στο κυνήγι μεταλλικών πρώτων υλών δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Διότι ούτε ο ψηφιακός μετασχηματισμός ούτε η ενεργειακή μετάβαση μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς αυτά. Ωστόσο, πολύ πρόσφατα, ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του κατασκευαστή κινητών τηλεφώνων Fairphone μια «Δίκαιη Συμμαχία για το Κοβάλτιο» (Fair Cobalt Alliance), η οποία υποστηρίζει καλύτερες συνθήκες για την εξόρυξη αυτού του ορυκτού που προκαλεί συγκρούσεις. Η συμμαχία εναποθέτει τις ελπίδες της στην μικρής κλίμακας συνεργατική εξόρυξη. Ελπίζει ότι αυτό μπορεί να γίνει μοχλός για μια δίκαιη διαχείριση των πρώτων υλών και για οικονομική πρόοδο στο Κονγκό. Ωστόσο, για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται η σύμπραξη μεγάλων εταιρειών και αυξημένες πολιτικές προσπάθειες.
Προς το παρόν, με τον δικό της Νόμο περί Κρίσιμων Πρώτων Υλών (Critical Raw Materials Act), η ΕΕ συνεχίζει στην λογική business as usual και σε μια πολιτική πρώτων υλών νεοαποικιακού τύπου, βασισμένη στο σύνθημα «Πρώτα η Ευρώπη». Ωστόσο, η εποχή της απεριόριστης πρόσβασης σε φθηνές πρώτες ύλες από τον Παγκόσμιο Νότο έχει τελειώσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα τώρα, διότι το τεράστιο ενδιαφέρον για τους ορυκτούς πόρους το έχουν όχι μόνον οι ΗΠΑ και οι πρώην αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης, αλλά και άλλοι παγκόσμιοι παίκτες που ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ και την Ευρώπη όπως η Κίνα, η Ρωσία και, πιο πρόσφατα, η Ινδία. Αυτοί οι ανταγωνιστές προβάλλουν ως εναλλακτικοί εταίροι στις χώρες τις πλούσιες σε πρώτες ύλες.
Προς το παρόν, με τον δικό της Νόμο περί Κρίσιμων Πρώτων Υλών (Critical Raw Materials Act), η ΕΕ συνεχίζει στην λογική business as usual και σε μια πολιτική πρώτων υλών νεοαποικιακού τύπου, βασισμένη στο σύνθημα «Πρώτα η Ευρώπη». Ωστόσο, η εποχή της απεριόριστης πρόσβασης σε φθηνές πρώτες ύλες από τον Παγκόσμιο Νότο έχει τελειώσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα τώρα, διότι το τεράστιο ενδιαφέρον για τους ορυκτούς πόρους το έχουν όχι μόνον οι ΗΠΑ και οι πρώην αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης, αλλά και άλλοι παγκόσμιοι παίκτες που ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ και την Ευρώπη όπως η Κίνα, η Ρωσία και, πιο πρόσφατα, η Ινδία. Αυτοί οι ανταγωνιστές προβάλλουν ως εναλλακτικοί εταίροι στις χώρες τις πλούσιες σε πρώτες ύλες.
Η ΕΕ πρέπει να σφυρηλατήσει ισότιμες συνεργασίες
εάν δεν θέλει να βγεί χαμένη στον γεωοικονομικό αγώνα δρόμου για τις πρώτες ύλες.
Ωστόσο, οι συνεργασίες με ίσους όρους έχουν ένα τίμημα. Οι θεμιτές
φιλοδοξίες των χωρών εξόρυξης για την κυριαρχία τους και για συμμετοχή
στα οικονομικά κέρδη θα συμπιέσουν τα περιθώρια κέρδους για τις εταιρείες και οι επενδύσεις σε
μεθόδους εξόρυξης δίκαιες και φιλικές προς το περιβάλλον πρέπει να
χρηματοδοτηθούν. Μόνον εάν επιτευχθούν και τα δύο, ο ψηφιακός
μετασχηματισμός μπορεί να γίνει πραγματική κινητήρια δύναμη αλλαγής. Όχι
μόνον για την πράσινη μετάβαση της Ευρώπης, αλλά και για την ανάπτυξη
του Παγκόσμιου Νότου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [Προστέθηκαν στον ιστοχώρο Κρίση και Κριτική για την μετάφραση]
2 T. Santarius, L. Dencik, T. Diez, H. Ferreboeuf, P. Jankowski, S. Hankey, A. Hilbeck, L.M. Hilty, M. Höjer, D. Kleine, S. Lange, J. Pohl, L. Reisch, M. Ryghaug, T. Schwanen, P. Staab : «Digitalization and Sustainability - A Call for a Digital Green Deal», Environmental Science & Policy, τόμος 147, Σεπτέμβριος 2023, στο ScienceDirect
3 Santarius, Tilman: «Rebound Effects - Blind Spots in the Socio-Ecological Transition of Industrial Societies», GAIA - Ecological Perspectives for Science and Society, τόμος 23, Nr 2, 2024
4 Sasha Luccioni, Yacine Jernite, Emma Strubell: Power Hungry Processing: Watts Driving the Cost of AI Deployment? - ACM Digital Library 5.6. 2024
5 Alexander Johnson: Artificial Intelligence Makes Energy Demand More Complex - And More Achievable, Carnegie Mellon University, 24.3.2025
Ο Ingo Dachwitz σπούδασε Μέσα Ενημέρωσης και Πολιτική Επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Είναι δημοσιογράφος εξειδικευμένος στην πληροφορική. Από το 2016, ο Dachwitz εργάζεται για τον βραβευμένο ιστότοπο ερευνητικών τεχνολογικών ειδήσεων netzpolitik.org. Γράφει για τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, την προστασία δεδομένων. Για την έρευνά του σχετικά με τη θυγατρική της Microsoft, Xandr, και τις συλλογές δεδομένων της διαδικτυακής διαφημιστικής βιομηχανίας, του απονεμήθηκε το Βραβείο Εναλλακτικών Μέσων Ενημέρωσης στην κατηγορία Δικτύωση το 2024. Μετά την δημοσίευση, οι αρχές προστασίας δεδομένων ανακοίνωσαν ότι θα διερευνήσουν τη νομιμότητα αυτής της εμπορίας δεδομένων. Το 2024 συμμετείχε στη δημοσίευση «Databroker Files» από την Netzpolitik.org και την Δημόσια Βαυαρική Ραδιοτηλεόραση (Bayerischer Rundfunk), το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Grimme Online τον Οκτώβριο του 2024. Η έρευνα έδειξε πόσο εύκολο είναι να αποκτηθεί από εμπόρους δεδομένων ένα σύνολο δεδομένων που περιέχει 3,6 δισεκατομμύρια στοιχεία για άτομα στη Γερμανία και ότι αυτό αποτελεί επίσης απειλή για την ασφάλεια της χώρας.
Ο Sven Hilbig είναι δικηγόρος και εργάζεται ως σύμβουλος πολιτικής στον οργανισμό αρωγής της Ευαγγελικής Εκκλησίας (ΕΚD) Brot für die Welt από το 2013. Είναι υπεύθυνος για τα θέματα εμπορικής πολιτικής και παγκόσμιας περιβαλλοντικής πολιτικής, με τρέχουσα έμφαση στον δίκαιο ψηφιακό μετασχηματισμό
Βιβλίο: Ingo Dachwitz και Sven Hilbig: Digitaler Kolonialismus. Wie Tech-Konzerne und Großmächte die Welt unter sich aufteilen, C.H. Beck, Mόναχο 2025
Μάρκο Έβερς: Όχι άλλο κάρβουνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου