Η λέξη φιλελεύθερος είναι επίθετο, όχι ουσιαστικό, λέει ο Αμερικανός στοχαστής Μάικλ Ουώλτσερ (Μichael Walzer). Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερος σοσιαλιστής. Κατά την γνώμη του, αυτό το επίθετο ταιριάζει με πολλών λογιών ουσιαστικά. Δεν δηλώνει ιδεολογία ενιαία και συνεκτική. Ως επίθετο προσδίδει και σηματοδοτεί ιδιότητες (attributes), ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ευαισθησίες, οι οποίες προσδιορίζουν επιμέρους μερίδες οπαδών πραγματικών ιδεολογιών, όπως π.χ. κάποιους εθνικιστές, μερικούς σοσιαλιστές, μερίδες συντηρητικών. Επομένως, λέει ο Ουώλτσερ, υπάρχουν φιλελεύθεροι εθνικιστές, φιλελεύθεροι σοσιαλιστές και τα λοιπά, όπως ακριβώς υπάρχουν άλλοι εθνικιστές, σοσιαλιστές και τα λοιπά, οι οποίοι δεν είναι φιλελεύθεροι ή είναι αντι-φιλελεύθεροι.
Αυτή η οπτική γωνία φέρνει στο νου τον φιλελευθερισμό της σπουδαίας καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης στο Χάρβαρντ Τζούντιθ Σκλαρ (Judith Shklar). Έχουν όμως ομοιότητα; Εκείνη υποστήριζε έναν αμυντικό, μινιμαλιστικό πολιτικό φιλελευθερισμό, «από πετσί και κόκαλα» μόνον, στερημένο από τους μύες της ιδεολογίας και της μεγάλης ουτοπίας, ωστόσο απτό και παρεμβατικό. Αφετηρία και κίνητρο του φιλελευθερισμού α λα Σκλαρ είναι ο Φόβος. Δεν εκπηγάζει από φιλοσοφικές και πολιτικές ιδέες ή από μεγάλες αφηγήσεις
περί προόδου, ούτε από αντιλήψεις περί δικαίου, ούτε από κοινωνικές
στοχοθετήσεις για οικονομική μεγέθυνση και υλική ευημερία μέσω χειρισμού
των φυσικών και ανθρώπινων πόρων. Σ΄ αυτό, η Σκλαρ και ο Ουώλτσερ συγγενεύουν. Έτσι, ο φιλελευθερισμός της Σκλαρ είναι ανοίκειος και απεχθής για τα γούστα των ιδεολόγων φιλελεύθερων, των φιλελεύθερων από πεποίθηση (και όχι από ευθύνη, όπως ήταν η ίδια η Σκλαρ), άν επιτρέπεται να εφαρμόσουμε στον φιλελευθερισμό την Βεμπεριανή διάκριση για τα δύο είδη ηθικής. Το ίδιο δεν ισχύει και για τον φιλελευθερισμό του Ουώλτσερ;
Τι συμβαίνει όμως, όταν οι φιλελεύθεροι γίνονται ιδεολόγοι;
Όπως άλλες ιδεολογίες, αυτοί οι φιλελευθερισμοί γίνονται επιθετικοί ή και
«ιμπεριαλιστικοί». Δεν το απέφυγε ο κλασικός φιλοσοφικο-ιδεολογικός. Ούτε βέβαια ο
κοινωνικο-οικονομικός, ιδίως της αγοραίας ριζοσπαστικής μορφής την οποία έλαβε
μετά το 1980. Ο τελευταίος ως ουσιαστικό καθαρής ιδεολογίας, ενώθηκε και γραμματικά εις σάρκαν μίαν με το προσδιοριστικό επίθετο νέος.
Όπως άλλες συγγενείς ή αντίπαλες πολιτικές ιδεολογίες - περιοριζόμαστε εδώ σε ιδεολογίες κινούμενες αυστηρά μέσα στα όρια της δημοκρατίας με ελευθερίες και δικαιώματα, δηλαδή της αντιπροσωπευτικής και φιλελεύθερης -, οι ιδεολογικοποιημένοι φιλελευθερισμοί στον καιρό της κρίσης και αποτυχίας φαίνονται αδύναμοι, ουτοπικοί με την πιο αρνητική σημασία της λέξης. Για να τα λέμε όλα, οι ιδεολογικοποιημένοι φιλελευθερισμοί φαίνονται σήμερα ανίκανοι ή ακατάλληλοι για να δρουν πολιτικά ως αξιόπιστα στηρίγματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στην πράξη, μερικές φορές δεν διαφέρουν από τους εκ προγράμματος υπονομευτές της. Η Τζούντιθ Σκλαρ ίσως θα έλεγε ότι στην δύσκολη ώρα φαίνεται η αξία του δικού της, του φιλελευθερισμού από φόβο, φιλελευθερισμού για δυστοπικές εποχές όπως ήταν και η δική της, ακριβώς επειδή πάλι βιώνουμε μια δυστοπία, στην οποία συνέργησαν τα μέγιστα και οι ιδεολογικοποιημένοι φιλελευθερισμοί.
Όμως οι εποχές αδυναμίας και κενού είναι εποχές των τεράτων. Μέσα στην κρίση και αποτυχία αναδύονται (αυτο)καταστροφικές πολιτικές, ακόμη και τερατογενέσεις, από ποικίλες πολιτικές οικογένειες του δημοκρατικού φάσματος. Η ποικιλόμορφη οικογένεια των ιδεολόγων φιλελεύθερων είχε στην Αμερική τους δικούς της παράδοξους ή τερατόμορφους συγγενείς, τους λεγόμενους ελευθεριακούς (libertarians) και «αναρχοκαπιταλιστές». Απορρίπτουν κάθε ρυθμιστικό ρόλο της πολιτικής και του κράτους. Φαίνεται πως πέρασαν τον Ατλαντικό. Δημιουργούν υβρίδια στην ήπειρο μας. Οι αντι-παρεμβατικές και αντικρατικές αντιδράσεις ιδιόμορφων «δικαιωματιστών» στα χρόνια της πανδημίας συνετέλεσαν πολύ σ΄αυτήν την ριζοσπαστικοποίηση.
Ωστόσο, το υποκείμενο πρόβλημα το γνωρίσαμε καλά στον Μεσοπόλεμο. Στην στιγμή της κρίσης, αδυναμίας και αποτυχίας ποικίλες πολιτικές οικογένειες του δημοκρατικού φάσματος αρχίζουν να καταφεύγουν σε (αυτο)καταστροφικές πολιτικές και να έλκονται από τερατογενέσεις. Νομίζουν πως θα σωθούν κανιβαλίζοντας άλλες δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, αντί να πολεμήσουν τους δηλωμένους εχθρούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Σ΄ αυτό το έργο, οι επίδοξοι κανίβαλοι τώρα έχουν και την αμέριστη παρότρυνση μεγάλων οργανισμών Μέσων Ενημέρωσης, συμβατικών και ψηφιακών, οι οποίοι ενεργώντας και για λογαριασμό γιγαντιαίων πλουτοκρατικών συσσωματώσεων θέτουν τον κανιβαλισμό στην πρώτη σελίδα της ατζέντας τους.
Το είδαμε σε πολλές χώρες. Παράδειγμα οι πρόωρες εκλογές της Γερμανίας (Φεβρουάριος 2023). Οι χαρακτηριζόμενοι ως κεντροδεξιοί ή συντηρητικοί ιδεολόγοι της Ένωσης CDU/CSU, απέφυγαν να αντιμετωπίσουν με συνεκτική πολιτική τους εξτρεμιστές της AfD, άν και εκείνοι τους το φωνάζουν ότι «θα τους κυνηγήσουν», «θα τους διαλύσουν». Οι συντηρητικοί δημοκράτες των Μερτς και Ζέντερ, αγόμενοι και φερόμενοι, επιχείρησαν να κανιβαλίσουν τις άλλες δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις. Δαιμονοποίησαν τους Πράσινους. Έτρεφαν την αυταπάτη, ότι εάν συρρικνώνονταν οι Σοσιαλδημοκράτες, θα γίνονταν εύκολα υποταγμένοι κυβερνητικοί συνεταίροι τους.
Και κάτι χειρότερο: Η Ένωση CDU/CSU παγιδεύτηκε στον εμφύλιο «πολιτισμικό πόλεμο» που εξαπέλυσαν η AfD και τα λαϊκοφασιστικά ΜΜΕ όπως του συγκροτήματος Springer (και όχι μόνον), ανοίγοντας το γερμανικό μέτωπο μιας παγκόσμιας «πολιτιστικής επανάστασης». Χρησιμοποίησαν ως εχθρό του εχθρού τους μέχρι και το νέο «AfD - light» κόμμα BSW της Sahra Wagenknecht, της υπερπροβλημένης από τα γερμανικά ΜΜΕ, την οποία οι ίδιοι αποκαλούσαν λίγο πριν σταλινίστρια ακροαριστερή. Τηρουμένων των αναλογιών, η περίπτωση Βάγκενκνεχτ και ο χειρισμός της από τα ΜΜΕ και την Ένωση CDU/CSU, θυμίζουν την ημεδαπή περίπτωση Ζ. Κωνσταντοπούλου και την δι' ίδιον όφελος χρήση της από ελληνικά ΜΜΕ και από τους υποστηρικτές της ΝΔ, «λαϊκότροπης» και «φιλελεύθερης» κοπής αντάμα.
Στην γερμανική περίπτωση διαστροφής του πολιτικού αγώνα, οι ιδεολόγοι Φιλελεύθεροι του FDP υπό τον Lindner, πέτρα του σκανδάλου για την πτώση της Κοκκινο-Πρασινο-Κίτρινης κυβέρνησης, πλειοδότησαν και μπήκαν τυφλά στο ναρκοπέδιο του «πολιτισμικού πολέμου». Απορρύθμιση (deregulation), «διατάραξη» (disruption)! Ευθυγραμμίστηκαν αυτοκαταστροφικά με τους πέραν του Ατλαντικού libertarians και «σχιζοφρενείς με πριόνια» α λα Μιλέι, ιδίως με τον Elon Musk. Όμως εκείνος παρότρυνε ρητά τους Γερμανούς να ψηφίσουν AfD. Να ψηφίσουν εξτρεμιστικά και εν μέρει φιλο-Ναζιστικά - με την βούλα της Υπηρεσίας Προστασίας τους Συντάγματος
Στις εκλογές οι προσδοκίες της Ένωσης, του FDP και των ΜΜΕ του Spinger διαψεύστηκαν. Το FDP και το BSW της Wagenknecht καταποντίστηκαν κάτω από το 5 %. Έμειναν εκτός Βουλής. Όμως ο επιχορηγούμενος κορυφαίος του «χορού των τεράτων», η AfD, διπλασίασε την δύναμη του. Η εκλογική δύναμη των υβριζόμενων Πρασίνων μειώθηκε ελάχιστα, 15 % λιγότερες ψήφοι από του 2021, ωστόσο σημείωσαν το δεύτερο καλύτερο ποσοστό στην 45 χρόνων ιστορία τους. Το πρώτο είναι του 2021. Θύματα του κανιβαλισμού είναι κυρίως οι μείζονες κυβερνητικοί εταίροι Σοσιαλδημοκράτες : 31,5 % λιγότερες ψήφους από το 2021 με το χειρότερο εκλογικό ποσοστό στην 150χρονη ιστορία τους ως παλαιότερο γερμανικό κόμμα.
Το αυτοκαταστροφικό FDP, με 59,4 % λιγότερες ψήφους και με το χειρότερο ποσοστό της 77χρονης ιστορίας τους, είναι ο πολιτικός αυτόχειρ αυτής της διεστραμμένης εκλογικής μάχης. Αντίθετα, το κόμμα Die Linke, τo οποίo είχε παραμορφώσει και «κάψει» η άλλοτε ηγέτιδα του Wagenknecht και οι «δικοί της», ξαναζωντάνεψε από την τέφρα του, βοηθούμενο και από το διαστροφικό παιχνίδι της Ένωσης και του FDP με την Wagenknecht και την AfD. Τελικά, η αγόμενη και φερόμενη Ένωση CDU/CSU του Μερτς αύξησε την δύναμη της πολύ λιγότερο από όσο προσδοκούσε, λαμβάνοντας 26,6 % περισσότερες ψήφους από το 2021 - σε απόλυτο ποσοστό + 4,4 %. Το ποσοστό ψήφων της Ένωσης είναι το δεύτερο χειρότερο της 76χρονης ιστορίας της· μικρότερο είναι μόνον το προηγούμενο (2021). Και από σαφώς δυσμενή θέση, η Ένωση αναγκάζεται να συγκυβερνήσει με το πληγωμένο πολύ άσχημα SPD, ωστόσο αποδεχόμενη - θέλοντας και μη - πολλές θέσεις του.
Το πιο θεαματικό ήταν η κωλοτούμπα της συνταγματικής μεταρρύθμισης με την ανατροπή του «φρένου χρέους». Η Ένωση CDU/CSU του Μερτς είναι αναγκασμένη να συγκυβερνήσει με βάση τα πραγματικά δεδομένα, εθνικά και ευρωπαϊκά. Θέλει δεν θέλει, πρέπει να λάβει υπόψη την γεωοικονομική και γεωπολιτική αναστάτωση και το τσίρκο στην εξουσία των ΗΠΑ. Θέλει δεν θέλει, η από το 2009 δημοσιονομική ορθοδοξία της αχρηστεύθηκε λόγω ανώτερης βίας. Όλα αυτά τα γνώριζε πολύ καλά πριν τις εκλογές, αλλά έκανε τον Κινέζο. Τώρα, προκειμένου να υπάρξει η πλειοψηφία 2/3 για συνταγματική αναθεώρηση, αναγκάστηκε να ακυρώσει το βασικό εκλογικό της πρόγραμμα και να υποκύψει όχι μόνον στις θελήσεις του SPD αλλά επίσης στις θελήσεις και σε βασικές προγραμματικές θέσεις των αντιπολιτευόμενων, τώρα πια, Πρασίνων, τους οποίους προεκλογικά δαιμονοποιούσε. Όταν οι κανίβαλοι είναι ασυγκράτητοι, συχνά καταλήγουν να κανιβαλίζονται μεταξύ τους ή να τρώνε μέλη από το ίδιο τους το σώμα.
Ο Τόμας Ασσόιερ γράφει για τα παράδοξα και τερατόμορφα σε στιγμές κρίσης και αποτυχίας, κυρίως για το αυτοκαταστροφικό αδιέξοδο των ιδεολόγων Φιλελεύθερων του FDP. Όμως γράφει δυό-τρία πράγματα και για το χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτικές, εξίσου αυτοκαταστροφικό παιχνίδι της τυφλόμυγας των λεγόμενων κεντροδεξιών ή συντηρητικών ιδεολόγων. Όπως π.χ. της Ένωσης CDU/CSU στην περίπτωση της Γερμανίας:
«Δεν είμαι τυφλός, τον βλέπω τον τοίχο, αλλά κάνω πως δεν βλέπω· δεν είμαι κουφός, την ακούω την αρκούδα που έρχεται γρυλλίζοντας καταπάνω μου, αλλά κάνω πως δεν ακούω».
Γ. Ρ.
Τόμας Ασσόιερ: Γιατί απέτυχε ο κυβερνητικός συνασπισμός SPD, Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών; (Μέρος Α΄)
Ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών δεν διαλύθηκε μόνον λόγω προσωπικών ματαιοδοξιών και κομματικών υπολογισμών. Οι βαθύτερες αιτίες δείχνουν προβλήματα τα οποία σύντομα θα επιδεινωθούν με τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό «Χριστανικής Ένωσης» και SPD στην Γερμανία.
Αυτό το πράγμα συμβαίνει μόνον στην πολιτική: Μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να δείχνει σημάδια ζωής, ενώ έχει πεθάνει εδώ και καιρό. Υπουργοί εξακολουθούν να συνομιλούν μεταξύ τους, άν και δεν έχουν πια τίποτε να πουν ο ένας στον άλλο. Ενώνουν τα χέρια τους, άν και είναι άνθρωποι εντελώς ξένοι μεταξύ τους. Είναι δίπλα-δίπλα και μιλάνε· ο ένας είναι υπέρ κάποιου πράγματος και ο άλλος κατά· είναι ταυτόχρονα μέσα και έξω. Πολεμούν ο ένας τον άλλο με το να συνεργάζονται.
Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων της Γερμανίας, ο οποίος ανήκει πια στην ιστορία, ήταν η πιο αντιδημοφιλής κυβέρνηση συνασπισμού της μεταπολεμικής περιόδου. Όταν έχασε την υπομονή του, ο Καγκελάριος Σολτς απέλυσε με συνοπτικές διαδικασίες τον υπουργό του των Οικονομικών. Με την πράξη του αυτή, ο Καγκελάριος επέδειξε ετεροχρονισμένα και καθυστερημένα τον αυτοσεβασμό του. Ο Κρίστιαν Λίντνερ, όπως είπε ο Όλαφ Σολτς στην χαρακτηριστικά στρυφνή γλώσσα του, «έπαιξε μικροκομματικά πολιτικά παιχνίδια» και με αυτόν τον τρόπο, «παρέλυσε για λόγους άσχετους με τα πραγματικά ζητούμενα» το κυβερνητικό έργο. Ο υπουργός Οικονομικών, κατά πως λέγεται, ήταν μάστορας στο να λέει ναι, εννοώντας στην πραγματικότητα όχι. Το μεγάλο του κατόρθωμα ήταν τούτο: Σκηνοθέτησε τον εαυτό του ως αντιπολίτευση μέσα στην κυβέρνηση. Ο ίδιος εργάτης, ο Λίντνερ, δούλευε ταυτόχρονα ως χτίστης και ως κατεδαφιστής. Έστηνε μια προσομοίωση συνεργασίας η οποία φαινομενικά απέβλεπε σε κάποιο αποτέλεσμα, όμως ταυτόχρονα σχεδίαζε το επόμενο νούμερο για να ασκήσει επί σκηνής το βέτο του.
Γιατί ενεργούσε έτσι ο Λίντνερ; Διότι οι διαρκείς επικίνδυνες κωλοτούμπες, του έδιναν την ευκαιρία να παραμένει πιστός στην αντίληψη περί ελευθερίας του FDP, ακόμη και όταν προσωρινά αναγκαζόταν να υποκύπτει στα γραπτά συμφωνημένα της τρικομματικής κυβερνητικής σύμπραξης.
Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων της Γερμανίας, ο οποίος ανήκει πια στην ιστορία, ήταν η πιο αντιδημοφιλής κυβέρνηση συνασπισμού της μεταπολεμικής περιόδου. Όταν έχασε την υπομονή του, ο Καγκελάριος Σολτς απέλυσε με συνοπτικές διαδικασίες τον υπουργό του των Οικονομικών. Με την πράξη του αυτή, ο Καγκελάριος επέδειξε ετεροχρονισμένα και καθυστερημένα τον αυτοσεβασμό του. Ο Κρίστιαν Λίντνερ, όπως είπε ο Όλαφ Σολτς στην χαρακτηριστικά στρυφνή γλώσσα του, «έπαιξε μικροκομματικά πολιτικά παιχνίδια» και με αυτόν τον τρόπο, «παρέλυσε για λόγους άσχετους με τα πραγματικά ζητούμενα» το κυβερνητικό έργο. Ο υπουργός Οικονομικών, κατά πως λέγεται, ήταν μάστορας στο να λέει ναι, εννοώντας στην πραγματικότητα όχι. Το μεγάλο του κατόρθωμα ήταν τούτο: Σκηνοθέτησε τον εαυτό του ως αντιπολίτευση μέσα στην κυβέρνηση. Ο ίδιος εργάτης, ο Λίντνερ, δούλευε ταυτόχρονα ως χτίστης και ως κατεδαφιστής. Έστηνε μια προσομοίωση συνεργασίας η οποία φαινομενικά απέβλεπε σε κάποιο αποτέλεσμα, όμως ταυτόχρονα σχεδίαζε το επόμενο νούμερο για να ασκήσει επί σκηνής το βέτο του.
Γιατί ενεργούσε έτσι ο Λίντνερ; Διότι οι διαρκείς επικίνδυνες κωλοτούμπες, του έδιναν την ευκαιρία να παραμένει πιστός στην αντίληψη περί ελευθερίας του FDP, ακόμη και όταν προσωρινά αναγκαζόταν να υποκύπτει στα γραπτά συμφωνημένα της τρικομματικής κυβερνητικής σύμπραξης.
Στην πιο απλή της μορφή, η φιλελεύθερη αντίληψη περί ελευθερίας συνίσταται στην εξής πεποίθηση: Καθένας πρέπει να επιδιώκει τα δικά του συμφέροντα χωρίς συμβιβασμούς έναντι όλων των άλλων συμφερόντων και να διατηρεί τον χώρο της ελευθερίας του διαρκώς ανοιχτό σε πολλαπλές επιλογές. Για λόγους αρχής, η ελευθερία του φιλελεύθερου είναι υπεύθυνη μόνον για τον εαυτό του. Συνεπώς πρέπει να αποφασίζει μόνος του, δεν είναι επιτρεπτό να δεσμεύεται και πρέπει να παραμένει αδέσμευτος για χάρη της μελλοντικής ελευθερίας του. Ή ακριβέστερα, γι' αυτό που ο ίδιος θεωρεί ελευθερία. Βασικά, η ελευθερία των φιλελεύθερων νοείται ως ένα είδος «προσωπικού περιουσιακού στοιχείου», ως εκ φύσεως δράση κατά βούλησιν εντός ορίων τα οποία τίθενται από ένα ελάχιστο κανόνων.
Για να το θέσω απλά: Η συμπεριφορά του Λίντνερ δεν δείχνει απλά και μόνον το πρόβλημα του κόμματος του, αλλά και του ίδιου του φιλελευθερισμού. Ο φιλελευθερισμός, γράφει ο φιλόσοφος Christoph Menke στο βιβλίο του Am Tag der Krise (Την Ημέρα της Κρίσεως, 2018), δεν μπορεί να διασφαλίσει «ότι από την ελευθερία της αυθαιρεσίας, την οποία ο φιλελευθερισμός επιτρέπει, θα προκύψει η ελευθερία του υπεύθυνου αυτοπροσδιορισμού, την οποία ο φιλελευθερισμός απαιτεί». Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό ακριβώς ήταν το σημείο στο οποίο χώρισαν οι δρόμοι του Christian Lindner με τον Φόλκερ Βίσσινγκ (Volker Wissing), τον υπουργό Μεταφορών και επίσης μέλος του FDP. Ο Wissing κατηγόρησε τον συνάδελφό του και Πρόεδρο του κόμματος που ήταν τότε και δικό του, για έλλειμμα υπεύθυνης ελευθερίας. Θεώρησε ακατανόητο ότι κάποιος αρνείται να «αναλάβει ευθύνη», απλά και μόνον επειδή «δεν έχει την δυνατότητα να αποφασίζει μόνος του». Ο Βίσσινγκ, ο πιστός Προτεστάντης, δεν ήθελε πια να παίζει μαζί με τον Λίντνερ αυτό το παιχνίδι με τις μάσκες και δεν ήθελε πια να πουλά την εγωκεντρική ελευθερία των φιλελεύθερων ως εθνική οικονομική αναγκαιότητα. Τώρα ήταν πια αρκετά ελεύθερος και αποχώρησε από το φιλελεύθερο κόμμα FDP.
Για να το θέσω απλά: Η συμπεριφορά του Λίντνερ δεν δείχνει απλά και μόνον το πρόβλημα του κόμματος του, αλλά και του ίδιου του φιλελευθερισμού. Ο φιλελευθερισμός, γράφει ο φιλόσοφος Christoph Menke στο βιβλίο του Am Tag der Krise (Την Ημέρα της Κρίσεως, 2018), δεν μπορεί να διασφαλίσει «ότι από την ελευθερία της αυθαιρεσίας, την οποία ο φιλελευθερισμός επιτρέπει, θα προκύψει η ελευθερία του υπεύθυνου αυτοπροσδιορισμού, την οποία ο φιλελευθερισμός απαιτεί». Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό ακριβώς ήταν το σημείο στο οποίο χώρισαν οι δρόμοι του Christian Lindner με τον Φόλκερ Βίσσινγκ (Volker Wissing), τον υπουργό Μεταφορών και επίσης μέλος του FDP. Ο Wissing κατηγόρησε τον συνάδελφό του και Πρόεδρο του κόμματος που ήταν τότε και δικό του, για έλλειμμα υπεύθυνης ελευθερίας. Θεώρησε ακατανόητο ότι κάποιος αρνείται να «αναλάβει ευθύνη», απλά και μόνον επειδή «δεν έχει την δυνατότητα να αποφασίζει μόνος του». Ο Βίσσινγκ, ο πιστός Προτεστάντης, δεν ήθελε πια να παίζει μαζί με τον Λίντνερ αυτό το παιχνίδι με τις μάσκες και δεν ήθελε πια να πουλά την εγωκεντρική ελευθερία των φιλελεύθερων ως εθνική οικονομική αναγκαιότητα. Τώρα ήταν πια αρκετά ελεύθερος και αποχώρησε από το φιλελεύθερο κόμμα FDP.
Οι Πράσινοι «δυναμιτιστές»
Όποιος κοιτάξει προσεκτικά την έννοια της ελευθερίας α λα Λίντνερ, την επιμονή του στην απόλυτη αυτονομία, καταλαβαίνει αμέσως γιατί ο Λίντνερ δεν μπορεί να αντέξει τους Πράσινους. Αυτοί ρίχνουν συνεχώς νερό στο άκρατο κρασί αυτού του τρόπου σκέψης, ο οποίος κινείται με απροϋπόθετη ελευθερία. Φέρνουν τον Λίντνερ αντιμέτωπο ενός γεγονότος, το οποίο αυτός είναι αναγκασμένος να το εκλαμβάνει ως προσωπική προσβολή της κοσμοθεωρίας του: Η ωραία ελευθερία των Φιλελεύθερων, του εξηγούν οι Πράσινοι πολιτικοί, δεν είναι καθόλου ελεύθερη, αλλά βαθύτατα εξαρτημένη. Σε πρώτη ματιά, οι ελεύθερες αγορές φαίνονται απείρως εφευρετικές, αλλά στην πραγματικότητα τρέφονται και ζουν από προϋποθέσεις τις οποίες δεν μπορούν οι ίδιες να αναπαραγάγουν, πόσο μάλλον να τις δημιουργήσουν: Τρέφονται με τα δωρεάν δώρα της φύσης, τα οποία ονομάζονται πόροι. Χωρίς αυτές τις οικολογικές υπηρεσίες, όλοι θα ήταν άποροι και το επίγειο βασίλειο της φιλελεύθερης οικονομικής ελευθερίας δεν θα είχε ούτε καν αρκετό αέρα για να αναπνεύσει. Από αυτή την άποψη, οι Πράσινοι είναι όντως «δυναμιτιστές», ακριβώς όπως τους κατηγορούν οι πολιτικοί του FDP. Ανατινάζουν το Άγαλμα της Ελευθερίας του Λίντνερ και πριονίζουν τα στηρίγματα της κοσμοθεωρίας του.
Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε ότι τα περισσότερα από τα προβλήματα που είχε η τρικομματική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελεύθερων δεν τα επέλεξε η ίδια. Τόσο η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία όσο και αυτό που αποκλήθηκε κατάσταση έλλειψης φυσικού αερίου, ήταν εξωτερικά σοκ, εξ αιτίας των οποίων το αρχικά συμφωνημένο κυβερνητικό πρόγραμμα κατέστη ξεπερασμένο. Επιπλέον, αυτές είναι κρίσεις που θέτουν υπό δοκιμασία όλες τις κυβερνήσεις σε όλες τις χώρες, ειδικά εάν αυτές οι κρίσεις δεν αντιμετωπίζονται και δεν μετριάζονται σε υπερεθνικό επίπεδο: Πυρετός της Γης, ξηρασίες, πλημμύρες, καθώς επίσης φοροδιαφυγή, πληθωρισμός και μετανάστευση. Όταν στην συνέχεια το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευσε στον κυβερνητικό συνασπισμό να συγκεντρώσει χρήματα με δημιουργική λογιστική, τα περιθώρια για οικολογικές επενδύσεις συρρικνώθηκαν σχεδόν στο μηδέν, ενώ από την πλευρά του ο Κρίστιαν Λίντνερ προσκολλήθηκε στο φρένο του χρέους σαν τον ναυαγό σε μια σανίδα. Ήταν λοιπόν η Κοκκινο-Πρασινο-Κίτρινη κυβερνητική συμμαχία μια εσφαλμένη ιδέα, με λάθος ανθρώπους σε μια λάθος στιγμή;
Όχι, καθόλου, έγραψε πριν από δύο χρόνια ο κοινωνιολόγος Uwe Schimank σε ένα αξιόλογο άρθρο στο περιοδικό Merkur [«Die drei Integrationsprobleme moderner Gesellschaften», Ιούλιος 2023]. Μετά την παραπλανητική αρμονία των χρόνων της Άνγκελα Μέρκελ, αυτός ήταν πράγματι ο σωστός κυβερνητικός συνασπισμός. Με την λέξη «σωστός», ο Schimank εννοεί ότι ταίριαζε απόλυτα με το πλαίσιο της κρίσης που βιώναμε και βιώνουμε τώρα: Ο Κοκκινο-Πρασινο-Κίτρινος κυβερνητικός συνασπισμός τερμάτισε την τελετουργική πολιτική άρνησης και απώθησης της κρίσης, έφερε τις «αντικειμενικές προβληματικές καταστάσεις» από την λανθάνουσα κατάσταση τους στο φως. Επιχείρησε να συγκυβερνήσει έχοντας ως βάση έναν «αστερισμό πολιτικών θέσεων ο οποίος απαντούσε τα αντικειμενικά προβλήματα της σημερινής στιγμής και των επόμενων δεκαετιών - με την προϋπόθεση ότι θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε ως δημοκρατική κοινωνία μέχρι τότε». Για να το θέσω πιο απλά: Εκείνη η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντιμετώπισε όχι δύο, αλλά τρεις «αντικειμενικές προβληματικές καταστάσεις» και ζητούμενα ή καθήκοντα ένταξης και ενσωμάτωσης.
Όποιος κοιτάξει προσεκτικά την έννοια της ελευθερίας α λα Λίντνερ, την επιμονή του στην απόλυτη αυτονομία, καταλαβαίνει αμέσως γιατί ο Λίντνερ δεν μπορεί να αντέξει τους Πράσινους. Αυτοί ρίχνουν συνεχώς νερό στο άκρατο κρασί αυτού του τρόπου σκέψης, ο οποίος κινείται με απροϋπόθετη ελευθερία. Φέρνουν τον Λίντνερ αντιμέτωπο ενός γεγονότος, το οποίο αυτός είναι αναγκασμένος να το εκλαμβάνει ως προσωπική προσβολή της κοσμοθεωρίας του: Η ωραία ελευθερία των Φιλελεύθερων, του εξηγούν οι Πράσινοι πολιτικοί, δεν είναι καθόλου ελεύθερη, αλλά βαθύτατα εξαρτημένη. Σε πρώτη ματιά, οι ελεύθερες αγορές φαίνονται απείρως εφευρετικές, αλλά στην πραγματικότητα τρέφονται και ζουν από προϋποθέσεις τις οποίες δεν μπορούν οι ίδιες να αναπαραγάγουν, πόσο μάλλον να τις δημιουργήσουν: Τρέφονται με τα δωρεάν δώρα της φύσης, τα οποία ονομάζονται πόροι. Χωρίς αυτές τις οικολογικές υπηρεσίες, όλοι θα ήταν άποροι και το επίγειο βασίλειο της φιλελεύθερης οικονομικής ελευθερίας δεν θα είχε ούτε καν αρκετό αέρα για να αναπνεύσει. Από αυτή την άποψη, οι Πράσινοι είναι όντως «δυναμιτιστές», ακριβώς όπως τους κατηγορούν οι πολιτικοί του FDP. Ανατινάζουν το Άγαλμα της Ελευθερίας του Λίντνερ και πριονίζουν τα στηρίγματα της κοσμοθεωρίας του.
Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε ότι τα περισσότερα από τα προβλήματα που είχε η τρικομματική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελεύθερων δεν τα επέλεξε η ίδια. Τόσο η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία όσο και αυτό που αποκλήθηκε κατάσταση έλλειψης φυσικού αερίου, ήταν εξωτερικά σοκ, εξ αιτίας των οποίων το αρχικά συμφωνημένο κυβερνητικό πρόγραμμα κατέστη ξεπερασμένο. Επιπλέον, αυτές είναι κρίσεις που θέτουν υπό δοκιμασία όλες τις κυβερνήσεις σε όλες τις χώρες, ειδικά εάν αυτές οι κρίσεις δεν αντιμετωπίζονται και δεν μετριάζονται σε υπερεθνικό επίπεδο: Πυρετός της Γης, ξηρασίες, πλημμύρες, καθώς επίσης φοροδιαφυγή, πληθωρισμός και μετανάστευση. Όταν στην συνέχεια το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευσε στον κυβερνητικό συνασπισμό να συγκεντρώσει χρήματα με δημιουργική λογιστική, τα περιθώρια για οικολογικές επενδύσεις συρρικνώθηκαν σχεδόν στο μηδέν, ενώ από την πλευρά του ο Κρίστιαν Λίντνερ προσκολλήθηκε στο φρένο του χρέους σαν τον ναυαγό σε μια σανίδα. Ήταν λοιπόν η Κοκκινο-Πρασινο-Κίτρινη κυβερνητική συμμαχία μια εσφαλμένη ιδέα, με λάθος ανθρώπους σε μια λάθος στιγμή;
Όχι, καθόλου, έγραψε πριν από δύο χρόνια ο κοινωνιολόγος Uwe Schimank σε ένα αξιόλογο άρθρο στο περιοδικό Merkur [«Die drei Integrationsprobleme moderner Gesellschaften», Ιούλιος 2023]. Μετά την παραπλανητική αρμονία των χρόνων της Άνγκελα Μέρκελ, αυτός ήταν πράγματι ο σωστός κυβερνητικός συνασπισμός. Με την λέξη «σωστός», ο Schimank εννοεί ότι ταίριαζε απόλυτα με το πλαίσιο της κρίσης που βιώναμε και βιώνουμε τώρα: Ο Κοκκινο-Πρασινο-Κίτρινος κυβερνητικός συνασπισμός τερμάτισε την τελετουργική πολιτική άρνησης και απώθησης της κρίσης, έφερε τις «αντικειμενικές προβληματικές καταστάσεις» από την λανθάνουσα κατάσταση τους στο φως. Επιχείρησε να συγκυβερνήσει έχοντας ως βάση έναν «αστερισμό πολιτικών θέσεων ο οποίος απαντούσε τα αντικειμενικά προβλήματα της σημερινής στιγμής και των επόμενων δεκαετιών - με την προϋπόθεση ότι θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε ως δημοκρατική κοινωνία μέχρι τότε». Για να το θέσω πιο απλά: Εκείνη η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντιμετώπισε όχι δύο, αλλά τρεις «αντικειμενικές προβληματικές καταστάσεις» και ζητούμενα ή καθήκοντα ένταξης και ενσωμάτωσης.
Άλμπρεχτ φον Λούκε: Ο καιρός των τεράτων και η εποχή της καταστροφής
«Όπως ο Γκαίτε, μετά την Μάχη του Βαλμύ το 1792, όταν ο Πρωσικός στρατός υποχώρησε μπροστά στον Γαλλικό επαναστατικό στρατό, έτσι και εμείς γινόμαστε μάρτυρες της έναρξης μιας νέας εποχής στην παγκόσμια ιστορία. Από εδώ και πέρα, ο πόνος, η σκληρότητα και η αδικία διαρκώς θα επιδεινώνονται» (Joschka Fischer, «American Suicide», Project Syndicate, 8.4.2025)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου