Η τελευταία ελληνική κυβέρνηση η οποία τελείωσε ομαλά και σχετικά αξιοπρεπώς την θητεία της ήταν του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, το 2004. Ακολούθησε η κυβέρνηση ΝΔ - Κώστα Καραμανλή· αφού ανανέωσε την εντολή της το 2007, αποχώρησε οικειοθελώς από την εξουσία 2 μόνον χρόνια μετά, μη θέλοντας να προσπαθήσει αυτή να βγάλει το εθνικό μας κάρο από την χαράδρα της χρεοκοπίας, στην οποία αυτή η ίδια το είχε γκρεμίσει δίνοντας του το αποφασιστικό σπρώξιμο.
Το παρατημένο έργο το φορτώθηκε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - Γιώργου Παπανδρέου. Όμως, και αυταπάτες για το βάθος της χαράδρας είχε, αλλά και βαθειά σχίσματα, πολιτικά και κυρίως προσωπικών στρατηγικών, αχρήστευαν εντελώς το επιτελικό προσωπικό τής «γέφυρας» της εν καιρώ θυέλλης. Αναμενόμενη η εκ των έσω κακήν-κακώς ανατροπή της, μετά από δύο χρόνια θητείας. Μετά το ολιγόμηνο διάλειμμα της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου και της υπηρεσιακής του Παναγιώτη Πικραμμένου, ο θριαμβευτής του 2009 συνάντησε την δικομματική «Νέμεσι» του. Ήταν η ώρα της ρεβάνς του Αντώνη Σαμαρά και του Ευάγγελου Βενιζέλου για τις ήττες του 2009 και του 2007, την κομματική του πρώτου, την προσωπική του δεύτερου.
Όμως η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (στην αρχή συν την ΔΗΜΑΡ), ήταν εξαρχής πολλαπλά υπονομευμένη. Είχαν προηγηθεί καταιγιστικές αμφίπλευρες αποχωρήσεις οι οποίες αποδείχτηκαν καταστροφικές και για τα δύο κόμματα· αφενός ο Πάνος Καμμένος και οι συν αυτώ, αφετέρου η φυλλοροή του ΠΑΣΟΚ προς ΣΥΡΙΖΑ αρχικά, αλλά και η επίμονη ψυχολογική προετοιμασία για την μετέπειτα μετοικεσία - α λα Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και Γιώργου Φλωρίδη - προς την ΝΔ Μητσοτάκη. Αλλά εκείνη η κυβέρνηση ήταν εξαρχής υπονομευμένη κυρίως από την εμφατική αποστασιοποίηση της Καραμανλο-Παυλοπουλικής πτέρυγας της ΝΔ και ακόμη πιο πολύ από την ίδια την πολιτική ιδιοσυγκρασία του προϊσταμένου της.
Το τέλος της, μαζί με την εκλογική πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, έφερε και την ανάδυση σε θέσεις συνεξουσίας των «αντιμνημονιακών» που είχαν αποχωρήσει από το ΠΑΣΟΚ, κυρίως όμως των άγριων «αντιμνημονιακών» οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την ΝΔ μη αντέχοντας την κωλοτούμπα του δικού τους, του «παλιού καλού» Σαμαρά των Ζαππείων. Σε πολύ πιο προνομιακή θέση βρέθηκε όμως η αποστασιοποιημένη εθνικολαϊκή πτέρυγα της ΝΔ, η πιο σοβαρή, όχι μόνον με την συμβολική ισχύ της Προεδρίας της Δημοκρατίας, αλλά κυρίως με το να στερεώσει το ακαταδίωκτο της για την (συν)ενοχή στον οικονομικό «φόνο» και να λάβει ως μπόνους την πιο κρίσιμη θέση στον μηχανισμό σύνδεσης της Εκτελεστικής με την Δικαστική Εξουσία.
Αυτός ο μπερδεμένος «αριστερο-δεξιός» αστερισμός με μόνη συγκολλητική ουσία το «αντιμνημονιακό» ιδεολόγημα, εκ φύσεως δεν μπορούσε και μάλλον ούτε ήθελε να έχει πρόγραμμα για το αύριο. Στην μία και μοναδική κίνηση διαφυγής του ΣΥΡΙΖΑ από την ακινησία του πολιτικού βάλτου, και μάλιστα με την συνδρομή εκείνων που αυτός δαιμονοποιούσε λίγο πριν, ο όλος αστερισμός διαλύθηκε. Η Συμφωνία των Πρεσπών, λίγο πριν το τέλος της τετραετίας, ήταν μόνον η αφορμή. Στις εκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ «χαμήλωσε» και ήρθε δεύτερος. Ωστόσο, άν και στερημένος από το εθνικολαϊκό του σωσίβιο, και ακόμη χειρότερα χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, δεν καταβυθίστηκε. Παρέμεινε μεγάλο κόμμα· ο κλασικός ελληνικός κομματικός διπολισμός φάνηκε εκ πρώτης όψεως να παρατείνει την ζωή του με νέο καταληψία της μιας από τις δύο θέσεις. Όμως, έτσι συνάντησε o όλος Καραμανλο-Τσιπρικός αστερισμός την δική του «Νέμεσι», τον «κεντρο-δεξιό» ή «δεξιο-φιλελεύθερο» αστερισμό υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη με την υπόσχεση του της επιστροφής στην «κανονικότητα».
Παρά τον φαινομενικό διπολισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε οριστικά στον βάλτο της αυτοκτονικής πολιτικής - προγραμματικής ακινησίας. Από το 2019 και μετά, η ΝΔ ως όλον κόμμα απολάμβανε πια με την άνεσή της τον θρόνο της μονοκομματικής εξουσίας, τον οποίο είχε απωλέσει πριν από 10 ακριβώς χρόνια, ενώ η εθνικολαϊκή της πτέρυγα περιθωριοποιήθηκε. Αλλά αυτή η πτέρυγα, ως είθισται στο κόμμα τούτο, κάθησε στην άκρη του πάγκου μέχρι νεωτέρας, ελπίζοντας ότι «πάλι με χρόνους, με καιρούς, (το κόμμα) πάλι δικό μας θα ῾ναι».
Η αυτοπαγίδευση με το «επιτελικό κράτος»
Η 6ετής διακυβέρνηση της χώρας από την ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, εκτός από την βασική υπόσχεση της επιστροφής στην προ χρεοκοπίας «κανονικότητα», στηρίχτηκε επίσης από την αρχή σε επαγγελίες καλύτερης οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας, εξορθολογισμού και εξευρωπαïσμού με βελτίωση της καθημερινότητας και με την υπέρβαση διαχρονικών ελληνικών κακοδαιμονιών. Ως πιο ισχυρά εργαλεία για την επίτευξη αυτής της πλειάδας στόχων προβλήθηκαν η ψηφιοποίηση (υποτίθεται ότι έτσι παρακάμπτονται οι προσωπικές ρουσφετολογικές σχέσεις ως πηγή κακοδαιμονιών) και το λεγόμενο επιτελικό κράτος, δηλαδή ο διαχειριστικός, πολιτικο-σχεδιαστικός αλλά και επικοινωνιακός συγκεντρωτισμός με κέντρο το Μέγαρο Μαξίμου. Το παραδοσιακό ελληνικό σκληρά πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο εμπλουτίστηκε και με λειτουργικά, άτυπα χαρακτηριστικά εγγενή Δημοκρατιών με Προεδρικό σύστημα, ακόμη και του αμιγούς ή «ισχυρού» τύπου χωρίς πρωθυπουργό (βλ. ΗΠΑ, Κύπρος, όλες σχεδόν οι χώρες της Νότιας Αμερικής), και όχι μόνον των υβριδικών ή ημι-Προεδρικών συστημάτων με εκτελεστικό Πρόεδρο (τύπου Γαλλίας, Πορτογαλίας ή Ουκρανίας).
Όπως συνήθως συμβαίνει σε κάθε πολιτικό σχεδιασμό, τέτοια εργαλεία, εκτός από επιχειρήματα υποστηρικτικά των υποσχέσεων επιδιώκεται επίσης να είναι «οχυρά» και όπλα των «φυλάκων στις πύλες» (gatekeepers) ώστε να αποτρέπονται εξωτερικοί και εσωτερικοί, δηλαδή εσωκομματικοί, απειλητικοί παράγοντες. Όμως έτσι, η Νέμεσις που απειλεί τον σημερινό «δεξιο-φιλελεύθερο» συνασπισμό στην εξουσία, διεισδύει από την Κερκόπορτα της αποτυχίας των φιλόδοξων πολιτικών του εργαλείων, δηλαδή από την ταυτόχρονη διάψευση τόσο της εφαρμογής των υποσχέσεων, όσο και της αποτελεσματικότητας της εσωτερικής αμυντικής διάταξης. Τα εργαλεία, το ένα μετά το άλλο, αποδεικνύονται δυσλειτουργικά, μη ρεαλιστικά: Αντί να υπηρετούν την εκπλήρωση των υποσχέσεων, κάνουν επιπλέον ζημιά. Και κάθε αποτυχία τους πυροδοτεί έναν «κατακλυσμό παράπλευρων επιπτώσεων» (Niklas Luhmann).
Με τις υποκλοπές και τα επακόλουθα τους, το «επιτελικό» κέντρο του Μεγάρου Μαξίμου, αντί να είναι και να φαίνεται οχυρό περιφρούρησης της θεσμικότητας, αποδείχτηκε εστία αντιθεσμικής συμπεριφοράς. Το δυστύχημα των Τεμπών, άν και αντιμετωπίσθηκε εντελώς επιδερμικά στον εγχώριο πολιτικό και δημόσιο διάλογο, έδειξε ότι το «τρένο Ελλάδα» προχωρά σε αντίθετη κατεύθυνση από το «τρένο λοιπή Ευρώπη». Έδειξε επίσης, ότι στην χώρα τούτη συντηρούνται εμμονικά (διότι είναι κυριολεκτικά επικερδή) και συστηματικά εκ των άνω (διότι ανταποδίδουν την χάρη και συντηρούν αναλλοίωτο αυτό το κομματικό σύστημα), πολυδαίδαλα και σπηλαιώδη άβατα για κάθε ψηφιακή ή άλλου τύπου ορθολογική επανάσταση ή μεταρρύθμιση.
Η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ φαίνεται να δίνει την χαριστική βολή. Το ακριβές (αλλά εργαλειακά και συμψηφιστικά χρησιμοποιούμενο) επιχείρημα για την διαχρονικότητα και διακομματικότητα μιας ακόμη παθογένειας, δεν λειτουργεί, ή μάλλον λειτουργεί αντίστροφα και διαλυτικά. Διότι αυτό το ίδιο επιβεβαιώνει ότι τα επιτελικά και ψηφιακά κυβερνητικά υπερεργαλεία όχι μόνον δεν περιόρισαν το συντροφικό τσιμπούσι πατρώνων και πελατών, αλλά το μετέτρεψαν σε κραιπάλη.
Έτσι, το ακραίο πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο διακυβέρνησης με το «επιτελικό» Μαξίμου, αντί να λειτουργεί ως φυλάκιο στην κεντρική πύλη, μετατρέπεται σε σύντομη οδό επίθεσης απευθείας στον εγγυητή της συνοχής του «δεξιο-φιλελεύθερου» αστερισμού. Και καθιστά πιο ευάλωτη την όλη δομή του. Στην μεγάλη εικόνα της λιμνάζουσας κοινωνικής δυσαρέσκειας, με ολοένα αυξανόμενη ανισότητα εισοδημάτων, με επίμονη ακρίβεια σε βασικά είδη διαβίωσης, παροξυσμό στα ενοίκια και τιμές ακινήτων, πέφτει σαν βαριά πέτρα τούτο εδώ το συντροφικό τσιμπούσι επιδοτήσεων. Αντί να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις εξορθολογισμού και εξευρωπαïσμού, κυβερνητικοί και παρακυβερνητικοί πάτρωνες πιάστηκαν πάλι με τον τράγο στην πλάτη. Πάλι μια αγκαλιά - και όλα καλά μοιρασμένα - με μια από τις πιο χαϊδεμένες ομάδες πελατών (την χαϊδεύουν και αλλού): Με τους δήθεν κατ' επάγγελμα γεωργοκτηνοτρόφους, ονομαστικούς μεγαλοκαλλιεργητές εκτάσεων χωρίς ανάλογα μεγάλη παραγωγή προϊόντων και γεωργοεργολάβους που «αξιοποιούν» φτηνά εγκαταλλειμμένη γεωργική γη και δημόσια γη.
Παρά τις «ιδιομορφίες», η ελληνική πολιτική και η ημεδαπή δημόσια σφαίρα πάσχουν από την ίδια αρρώστεια που βασανίζει την λοιπή Ευρώπη και την Αμερική
Το πιο σημαντικό ερώτημα για το αύριο είναι το εξής: Ποιοί και πώς θα επωφεληθούν από την διαφαινόμενη αποδιάρθρωση του «δεξιο-φιλελεύθερου» αστερισμού; Αυτό μας οδηγεί σε διαφιλονικούμενα πολιτικά εδάφη πολύ πιο πανευρωπαϊκής και διεθνούς έκτασης από τις σπηλιές των Νταβέληδων, στις οποίες συντηρούνται αυτές οι «ελληνικές ιδιομορφίες». Και εντείνει πολιτικές ανησυχίες οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την αγωνία για το τι θα απογίνει αύριο το ελληνικό κομματικό σύστημα. Μεγάλες παραδοσιακές κομματικο-ιδεολογικές οικογένειες, τις οποίες αποκαλούμε συντηρητικές, φιλελεύθερες, σοσιαλιστικές ή άλλες αριστερές, δεξιές και κεντρώες παραπατούν σε πολλές χώρες της Ευρώπης και βεβαίως στις ΗΠΑ, συνήθως διαβρωμένες και εκ των έσω.
Και για μια φορά ακόμη στην ιστορία, δρουν ενεργητικά οι «νέες δομικές αλλαγές της δημόσιας σφαίρας», τώρα και με την κυριαρχική θέση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και εικόνας. Ένας κατακλυσμός πληροφοριακών, παραπληροφοριακών και fake ερεθισμάτων, με μείγματα αλήθειας και post-truth, με διάδοση της επιθετικότητας, της αγριότητας και του μίσους, της ασημαντότητας και της καφρίλας, παράγει αδιαφάνεια και πολιτική συσκότιση. Η δημόσια σφαίρα κατακερματίζεται σε «κουτιά» που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και στο εσωτερικό κάθε κουτιού η αντήχηση ξεκουφαίνει τους έγκλειστους (echo chambers). Συνέπεια είναι πελώριες φυγόκεντρες δυνάμεις και απώλεια δημοκρατικού ελέγχου. Το πολιτικόν ζώον σπρώχνεται να αποσυρθεί στην σκοτεινή γωνία του ιδιώτη. Υπερπροβάλλονται εκείνες οι φωνές που ισχυρίζονται ότι είναι «ο λαός», ενώ στην πραγματικότητα είναι απλά και μόνον η μερίδα της κοινωνίας η επιρρεπής σε εθνικολαϊκιστικές ή και λαϊκοφασιστικές «οπιούχες ουσίες», ανακουφιστικές των φόβων της ή διεγερτικές των επιθυμιών της. Έτσι, όπως άλλοτε, στην εποχή της εικόνας και της εταιρικής ψηφιακής πλατφόρμας, με την στήριξη των χρήσιμων ηλίθιων στηρίζονται άτυπες και εξωθεσμικές κυριαρχίες ολιγαρχικού τύπου.*
Όταν αποσύρεται από την σκηνή ο συνειδητός, ενεργός δημοκρατικός πολίτης, απομένει στο πολιτικό θέατρο η εκ φύσεως παθητική μάζα, ένας χειραγωγούμενος στρατός κομπάρσων, μόνη με τους πολυμήχανους σκηνοθέτες, υποβολείς και σεναριογράφους. Και όπως μας εξήγησε για άλλες εποχές η Χάννα Άρεντ, τότε ακριβώς μπορεί να σημάνει η ώρα του ενεργητικού όχλου και του λαϊκοφασισμού. Ξέρουμε πολύ καλά σε ποιούς «πουλά» ή δανείζει ο όχλος την πολιτική ισχύ την οποία ο ίδιος παράγει. Εδώ, σ' αυτό το παζάρι βρισκόμαστε πάλι, σε Αμερική και Ευρώπη.
Ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Βλέπουμε αλλού τους σημερινούς κυβερνώντες των ΗΠΑ να πολεμούν ως «ακροαριστερά πρακτορεία» το Associated Press, το CNN, την Δημόσια Αμερικανική Ραδιοτηλεόραση. Και εδώ, στην Ευρώπη, βλέπουμε ηγετικά στελέχη της συγκυβερνώσας πια, απο-Μερκελοποιημένης Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης του Μερτς, να δαιμονοποιoύν ως δήθεν «αριστερά» ή «Πράσινα μεγάφωνα» όλη την Δημόσια Γερμανική Ραδιοτηλεόραση (Öffentlich-rechtlicher Rundfunk - ÖRR), ακόμη και την εφημερίδα Die Zeit, εκδότης της οποίας διετέλεσε κάποτε ο Σοσιαλδημοκράτης τέως καγκελλάριος Χέλμουτ Σμιτ. Oι κυβερνώντες στις ΗΠΑ στηρίζουν την επικοινωνιακή στρατηγική τους σε λαϊκοφασιστικά κανάλια τύπου Fox News και Breitbart, οι συγκυβερνώντες στην Γερμανία γονατίζουν υποτακτικά μπροστά στο πετρελαιοκίνητο συγκρότημα Springer SE και στην μητέρα του έντυπου ευρωπαϊκού λαϊκισμού Bild.
Λειτουργικά αντίστοιχα βλέπουμε παντού. Για ό,τι αφορά εμάς εδώ στον Νότο, άς το χωνέψουμε επιτέλους: Τα ιερά τέρατα του Τύπου σαν τον Χρήστο Λαμπράκη, την Ελένη Βλάχου, τον Χρήστο Τεγόπουλο, τους Μπότσηδες, με όλα τα κακά τους και τα καλά τους, δεν είναι πια εδώ. Πέρασε καιρός. Σχεδόν όλοι οι ελληνικοί δημοσιογραφικοί και τηλεοπτικοί οίκοι έγιναν σκωληκοειδείς αποφύσεις ενός στόλου που αποτελεί το 40 % του παγκόσμιου αποθέματος δεξαμενοπλοίων.
Και το πιο βασικό, παντού στον πλανήτη: Στους αλγόριθμους του Facebook, του X, του Tik Tok και των άλλων Μέσων δικτύωσης, ο όρος «δημοσιογραφική δεοντολογία» είναι μη μεταφράσιμος, γιατί πηγαίος κώδικας τους είναι η δεοντολογία του καπιταλισμού της επιτήρησης (Shoshana Zuboff) και το «δίκιο» του ολιγάρχη, Αμερικανού, Κινέζου, Ρώσου ή άλλου.
* European Commission - Competence Centre on Foresight: Digital oligarchy
Hana Ivanhoe (Oxfam): The Rise of the Tech Oligarchy: Part I Degradation of the Digital Civic Space
Κρίση
κυβερνητικής νομιμοποίησης και κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης - Η
ελληνική πολιτική πιο κοντά στην πολιτική της λοιπής Ευρώπης;
Εύστοχα επισήμανε ο Ευάγγελος Βενιζέλος με αφορμή τα κοινοβουλευτικά επακόλουθα του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ, ότι την συσσώρευση γεγονότων και συμπεριφορών στο κοινοβουλευτικό, συνταγματικό και γενικά θεσμικό επίπεδο, στην πλευρά του κυβερνητικού αστερισμού ήδη φαίνεται «κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα». Και «μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης».
Ευτυχώς η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει διαδικασίες ώστε μια κρίση νομιμοποίησης να αίρεται, προσωρινά ή κάπως πιο μόνιμα: Τις εκλογές, κανονικές ή πρόωρες. Όμως σε πιο μακροπρόθεσμη κλίμακα δρα μια άλλη κρίση, πολύ βαθύτερη και διαβρωτική. Την τροφοδοτεί ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε πολιτική στην σημερινή Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Κυρίως την τροφοδοτεί το πως πορεύονται σήμερα, στον καιρό της κλιματικής κρίσης και της χωρίς ιστορικό προηγούμενο συσσώρευσης τεράστιων ποσοτήτων πλούτου σε μια απειροελάχιστη χούφτα ανθρώπων, οι κομματικές οικογένειες οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στον 19ο Αιώνα.
Την τροφοδοτεί εξίσου αυτή η εξελισσόμενη «νέα δομική αλλαγή της δημόσιας σφαίρας». Τα ισχυρά Μέσα μαζικής επικοινωνίας και ολοένα περισσότερο οι ψηφιακές πλατφόρμες και μέσα δικτύωσης, θέτουν την ατζέντα σκληρά και αντι-πλουραλιστικά, είτε κολακεύοντας «τον λαό», είτε με κυνική ευθύτητα σε καταστάσεις ανάγκης: Ορίζουν για ποιά πράγματα συζητούμε δημόσια και για ποιά πράγματα δεν συζητούμε.
Η λανθάνουσα κρίση αντιπροσώπευσης, κυρίως ως επιταχυνόμενη απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική και ως αποχή από εκλογικές διαδικασίες, μαίνεται στην Ελλάδα επί 15 χρόνια και περισότερο, με αρχή από το 2012 το αργότερο. Μέχρι νεωτέρας, αντιστροφή της πτωτικής τάσης δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ωστόσο, και ανεξάρτητα από αυτό, η αποτυχία του «δεξιο-φιλελεύθερου» αστερισμού μπορεί να σημάνει και για την Ελλάδα την ώρα της μετάβασης στην ισχύουσα πια πολιτική «κανονικότητα» της Πορτογαλίας, της Βουλγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας, της Αυστρίας, της Ισπανίας, όλων των Σκανδιναβικών και πολλών άλλων χωρών της ηπείρου μας. Πιο ακραία όλων είναι της Ολλανδίας. Πολλά μικρά και μικρομεσαία κόμματα, πολυκομματικοί κυβερνητικοί συνασπισμοί, πρόσκαιροι και ευάλωτοι. Αναγκαστική ή από επιλογή καθοδηγούμενη από Συντάγματα και εκλογικά συστήματα, είναι και αυτή «μια κάποια λύσις».
Ίσως όμως οι ημεδαποί συντάκτες της ατζέντας, αντί να περιμένουν τους βαρβάρους, να εναποθέσουν τις ελπίδες τους (και τις ελπίδες μας!) για καλύτερη διακυβέρνηση και για πολιτική αναζωογόνηση της χώρας στην οποία αυτοπυρπολούνται μέχρι και δημοσιογράφοι, ελλείψει προνοιακής κάλυψης, φυσικά και ως αντίδωρο για την εν αφθονία εξασφαλισμένη «στέγη, τροφή και προστασία», στους δοκιμασμένους οικείους τους. Λόγου χάρη, σε έναν πολιτικά αποτυχημένο τέως πρωθυπουργό ο οποίος δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αναζωογονήσει το κόμμα του. Ή στους υπομονετικούς ακολούθους δύο άλλων πρώην πρωθυπουργών, οι οποίοι γκρέμισαν σε βαθιές χαράδρες ό,τι κυβερνούσαν ή (υποτίθεται) υπηρετούσαν, ο ένας δυό φορές το κόμμα του και ο άλλος την οικονομία της χώρας ολάκερης. Άν γίνει έτσι και το κόλπο πιάσει, τότε μια τέτοια άλλη διέξοδος, ιδιόμορφα ελληνική, μπορεί και να υπάρχει ακόμη. Και να είναι πολύ, πάρα πολύ χειρότερη από την διέξοδο που προτιμούν οι «βάρβαροι».
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου