Herfried Münkler: Jetzt kommt die zweite, die wirklich große Zeitenwende - Die Zeit, 20.2.2025
Η διατλαντική Δύση φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν. Οι Ευρωπαίοι έχουν δύο επιλογές για το μέλλον
Τις τελευταίες εβδομάδες έγινε σαφές ότι η διατλαντική Δύση ως γεωπολιτικό μοντέλο είναι σε αποδρομή. Οι δυνάμεις στις δύο απέναντι πλευρές του Βόρειου Ατλαντικού δεν μπορούν πια ή δεν θέλουν πια να βασίζονται η μία στην άλλη. Επί Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ παίρνουν τον δικό τους δρόμο και είναι πεπεισμένες ότι δεν χρειάζονται πια τους Ευρωπαίους για να τον πορευτούν.
Και οι Ευρωπαίοι παλεύουν για να βρουν μια κοινή απάντηση σ' αυτό το πρόβλημα και προς το παρόν δεν μπορούν να την βρουν. Στην πραγματικότητα έχουν δύο επιλογές: Είτε να γίνουν ένας πολιτικός παράγοντας που δρα ανεξάρτητα και μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό της στις συγκρούσεις με τις μεγάλες δυνάμεις, είτε να γίνει πρόθυμος αποδέκτης εντολών από την Ουάσιγκτον ή από την Μόσχα. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο αλλαγής των καιρών μετά το πρώτο, εκείνο που έφερε η μεγάλη επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Και ασφαλώς είναι το πιο μεγάλο σημείο αλλαγής των καιρών από τα δύο, αυτό με την πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση. Ήταν προβλέψιμο. Ωστόσο για τους Ευρωπαίους ήρθε σαν έκπληξη. Και αναλόγως αντέδρασαν, σκανδαλισμένοι και κατάπληκτοι. Ειδικά στην Γερμανία. Πώς και γιατί φτάσαμε εδώ;
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, η επικρατούσα άποψη ήταν ότι η εποχή των αυτοκρατοριών είχε λήξει οριστικά: Οι ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες είχαν καταρρεύσει κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα και τώρα η Σοβιετική Ένωση είχε επίσης εξαφανιστεί ως ειδική περίπτωση αυτοκρατορικής δομής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εκλαμβάνονταν ως πραγματική αυτοκρατορία, επειδή σε όλη την Δύση τις θεωρούσαν ως θεματοφύλακα της ελευθερίας. Συνέπεια αυτού ήταν να παραβλεφθούν τα στοιχεία αυτοκρατορικού τύπου, τα οποία ήδη υπήρχαν στις φάσεις της δημιουργίας και διαμόρφωσης των ΗΠΑ ή να παραπεμφθούν σ' ένα μακρινό παρελθόν.
Μόνον περιθωριακά συνειδητοποιούσαμε ότι ανέκαθεν οι αυτοκρατορίες ήταν και δυνάμεις που κατοχύρωναν διεθνείς τάξεις πραγμάτων, και ότι, κατά συνέπεια, η κατάρρευσή τους άφηνε ένα κενό στην διεθνή τάξη πραγμάτων· πόσο μάλλον μετά το 1990 στο ανατολικό τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης. Η προς Ανατολάς διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ ήταν μια προσπάθεια να εξαλειφθεί αυτό το κενό στην διεθνή τάξη πραγμάτων. Και τα δύο ήταν ανάγκη να εφαρμοστούν επειγόντως. Οι εσωτερικές δομές της ΕΕ δεν άλλαξαν για να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτής της διεύρυνσης. Αυτό ήταν ένα σφάλμα, και τώρα μας εκδικείται.
Η νέα κατευθυντήρια γεωπολιτική αρχή ήταν η «διεθνής τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε κανόνες», η οποία, σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, θα αντικαθιστούσε την τάξη πραγμάτων του Ψυχρού Πολέμου η οποία βασιζόταν στην ισχύ. Δεν θα καθόριζαν πλέον την δομή της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων η ισχύς και η στρατιωτική δύναμη, αλλά μάλλον κανόνες τους οποίους θα έπρεπε να τηρούν όλοι. Διεθνή διαιτητικά δικαστήρια θα έπρεπε να επιλύουν τις συγκρούσεις συμφερόντων και να βρίσκουν συμφωνίες που να ικανοποιούν τα διαφωνούντα μέρη. Με την πάροδο του χρόνου, η στρατιωτική ισχύς θα έπρεπε να εξαφανιστεί εντελώς από την εργαλειοθήκη της διεθνούς πολιτικής. Έμελλε, το πολύ, να χρησιμοποιείται σε στρατιωτικές-ανθρωπιστικές επεμβάσεις, και μάλιστα, όχι για να δίνει πλεονεκτήματα στους παρεμβαίνοντες, αλλά για την αποκατάσταση της ειρήνης σε ζώνες εμφυλίων πολέμων. Ο στρατός ως διεθνής αστυνομία. Και τα Ηνωμένα Έθνη θα έπρεπει να επιβλέπουν όλα αυτά. Αυτή θα ήταν μια τάξη πραγμάτων χωρίς εκείνους τους αυτοκρατορικούς εγγυητές οι οποίοι, στο παρελθόν, είχαν δώσει το όνομά τους σε μεγάλες χρονικές περιόδους ειρήνης και σε εκτεταμένες γεωγραφικές περιοχές στις οποίες επικρατούσε ειρήνη. Από την Pax Romana έως την Pax Americana.
Λέγαμε όμορφα λόγια για άσχημα πράγματα
Από την αρχή θα έπρεπε να είχε προκαλέσει σοβαρές υποψίες το γεγονός ότι καμιά από τις μεγάλες δυνάμεις, ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα αλλά ούτε και οι ΗΠΑ δεν προσχώρησε στις κεντρικές έγγραφες Συνθήκες αυτής της τάξης πραγμάτων της βασισμένες σε κανόνες. Κράτησαν αποστάσεις και δεν ήθελαν να δεσμευτούν. Αυτό το γεγονός το εξωραΐσαμε με όμορφα λόγια που δεν τα άξιζε: Είπαμε ότι η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων είναι απλώς ένα work in progress, έργο σε εξέλιξη και, φυσικά, υπάρχουν και οι καθυστερούντες, τους οποίους πρέπει να πείσουμε για τα πλεονεκτήματα της νέας τάξης πραγμάτων. Η τέτοιου είδους εμπιστοσύνη στην κανονιστική πρόοδο των διεθνών σχέσεων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Γερμανία.
Εδώ και μια δεκαετία περίπου, παρατηρούμε την επιστροφή της αυτοκρατορικής σκέψης και δράσης. Η Ρωσία του Πούτιν ήταν η πρωτοπόρος σε αυτό, από τους πολέμους στην Τσετσενία μέχρι τις επιθέσεις στην Γεωργία και στην Ουκρανία. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο Πούτιν βασίστηκε στην στρατιωτική δύναμη για να (επανα)δημιουργήσει αυτοκρατορικές σφαίρες επιρροής. Και θα συνεχίσει να το κάνει. Η Κίνα ανέπτυξε επίσης αυξανόμενο ενδιαφέρον για αυτοκρατορικές σφαίρες επιρροής. Προκειμένου να τις δημιουργήσει, χρησιμοποίησε κυρίως την οικονομική της δύναμη ως μέρος της στρατηγικής της για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού. Ξεκίνησε από χώρες της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ασίας καθώς και από την Νότια Αφρική, επίσης και από χώρες στις παρυφές της Ευρώπης, προχρηματοδοτώντας με δικούς της πόρους έργα υποδομής, τα οποία οι χώρες αυτές δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν, με την προοπτική να τα αποπληρώσουν αυτές οι χώρες σε μικρές δόσεις. Ως αποτέλεσμα, εξαρτώνται όλο και περισσότερο πολιτικά από την Κίνα. Ο Πρόεδρος Xi Jinping δήλωσε στη συνέχεια ότι μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα, η Κίνα θα ήταν η μεγαλύτερη δύναμη στην γη, δηλαδή μια αυτοκρατορία η οποία θα έχει ηγετικό ρόλο μεταξύ των άλλων αυτοκρατοριών.
Και οι ΗΠΑ; Φυσικά, και αυτές πάντα έδιναν μεγάλη σημασία σε σφαίρες επιρροής. Αυτή την επιρροή την εξασφάλιζαν είτε με soft power είτε υποσχόμενες ασφάλεια σε άλλες χώρες. Έχουν Παρουσίαζαν τον εαυτό τους ως empire by invitation, ως δύναμη που δεν υποχρεώνει κανέναν, παρά μόνον προσκαλεί και νοιάζεται για πολλούς. Τώρα, ο Ντόναλντ Τραμπ έβαλε απότομα τέλος σε αυτά: Το έκανε, π.χ., κόβοντας τη χρηματοδότηση της USAID, η οποία ωφελούσε κυρίως τον Παγκόσμιο Νότο, και επίσης δηλώνοντας ευθέως ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να φροντίζουν για την ασφάλειά τους από εδώ και στο εξής.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του, ο Τραμπ είχε θέσει προϋποθέσεις για ισχύει αυτή η απειλή: Εάν τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ δεν ξόδευαν το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, θα καταργούσε την προστατευτική ομπρέλα των ΗΠΑ ενάντια στον πυρηνικό εκβιασμό και στις στρατιωτικές απειλές και έτσι θα άφηνε τους Ευρωπαίους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Τώρα, ουσιαστικά έχει ήδη καταργήσει αυτή την προστατευτική ομπρέλα, αν λάβουμε υπόψη την παρατήρηση της φιλοσοφίας της γλώσσας ότι οι λέξεις είναι πράξεις. Από γεωστρατηγικής άποψης, αυτό ισχύει ιδιαίτερα επειδή η άλλη πλευρά πάντα ακούει και αυτή με μεγάλη προσοχή τέτοιου είδους δηλώσεις και παίρνει αποφάσεις με βάση αυτές. Κανείς πια δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στη δέσμευση του ΝΑΤΟ για βοήθεια στα μέλη του σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης. Οι Ευρωπαίοι προστατευόμενοι έχουν εκδιωχθεί από την ζώνη προστασίας των ΗΠΑ.
Αυτό επηρεάζει εξίσου όλες τις χώρες της Ευρώπης, οι οποίες πρέπει τώρα να σκεφτούν πώς μπορούν να δημιουργήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα δική τους προστατευτική ασπίδα έναντι των πυρηνικών απειλών από την Ρωσία: Είναι επαρκές γι' αυτό το έργο ένα ισχυρό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας; Ή μήπως απαιτεί μια δική τους πυρηνική αποτρεπτική ικανότητα, η οποία θα ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ή για τα ευρωπαικά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και στην οποία θα μπορούν να βασίζονται; Όμως αυτή η αποτροπή θα είναι αξιόπιστη μόνον εάν θα υπάρχει μια κοινή ανώτατη διοίκηση η οποία θα μπορεί να λάβει αποφάσεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για μακροχρόνιες κοινές διαβουλεύσεις στις οποίες μια μικρή μειοψηφία μπορεί να σταματά αυτές τις αποφάσεις. Ή τουλάχιστον να τις καθυστερεί, όπως συνέβη στην σύνοδο του Παρισιού λίγες ημέρες πριν.
Από την αρχή θα έπρεπε να είχε προκαλέσει σοβαρές υποψίες το γεγονός ότι καμιά από τις μεγάλες δυνάμεις, ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα αλλά ούτε και οι ΗΠΑ δεν προσχώρησε στις κεντρικές έγγραφες Συνθήκες αυτής της τάξης πραγμάτων της βασισμένες σε κανόνες. Κράτησαν αποστάσεις και δεν ήθελαν να δεσμευτούν. Αυτό το γεγονός το εξωραΐσαμε με όμορφα λόγια που δεν τα άξιζε: Είπαμε ότι η νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων είναι απλώς ένα work in progress, έργο σε εξέλιξη και, φυσικά, υπάρχουν και οι καθυστερούντες, τους οποίους πρέπει να πείσουμε για τα πλεονεκτήματα της νέας τάξης πραγμάτων. Η τέτοιου είδους εμπιστοσύνη στην κανονιστική πρόοδο των διεθνών σχέσεων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Γερμανία.
Εδώ και μια δεκαετία περίπου, παρατηρούμε την επιστροφή της αυτοκρατορικής σκέψης και δράσης. Η Ρωσία του Πούτιν ήταν η πρωτοπόρος σε αυτό, από τους πολέμους στην Τσετσενία μέχρι τις επιθέσεις στην Γεωργία και στην Ουκρανία. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο Πούτιν βασίστηκε στην στρατιωτική δύναμη για να (επανα)δημιουργήσει αυτοκρατορικές σφαίρες επιρροής. Και θα συνεχίσει να το κάνει. Η Κίνα ανέπτυξε επίσης αυξανόμενο ενδιαφέρον για αυτοκρατορικές σφαίρες επιρροής. Προκειμένου να τις δημιουργήσει, χρησιμοποίησε κυρίως την οικονομική της δύναμη ως μέρος της στρατηγικής της για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού. Ξεκίνησε από χώρες της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ασίας καθώς και από την Νότια Αφρική, επίσης και από χώρες στις παρυφές της Ευρώπης, προχρηματοδοτώντας με δικούς της πόρους έργα υποδομής, τα οποία οι χώρες αυτές δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν, με την προοπτική να τα αποπληρώσουν αυτές οι χώρες σε μικρές δόσεις. Ως αποτέλεσμα, εξαρτώνται όλο και περισσότερο πολιτικά από την Κίνα. Ο Πρόεδρος Xi Jinping δήλωσε στη συνέχεια ότι μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα, η Κίνα θα ήταν η μεγαλύτερη δύναμη στην γη, δηλαδή μια αυτοκρατορία η οποία θα έχει ηγετικό ρόλο μεταξύ των άλλων αυτοκρατοριών.
Και οι ΗΠΑ; Φυσικά, και αυτές πάντα έδιναν μεγάλη σημασία σε σφαίρες επιρροής. Αυτή την επιρροή την εξασφάλιζαν είτε με soft power είτε υποσχόμενες ασφάλεια σε άλλες χώρες. Έχουν Παρουσίαζαν τον εαυτό τους ως empire by invitation, ως δύναμη που δεν υποχρεώνει κανέναν, παρά μόνον προσκαλεί και νοιάζεται για πολλούς. Τώρα, ο Ντόναλντ Τραμπ έβαλε απότομα τέλος σε αυτά: Το έκανε, π.χ., κόβοντας τη χρηματοδότηση της USAID, η οποία ωφελούσε κυρίως τον Παγκόσμιο Νότο, και επίσης δηλώνοντας ευθέως ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να φροντίζουν για την ασφάλειά τους από εδώ και στο εξής.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του, ο Τραμπ είχε θέσει προϋποθέσεις για ισχύει αυτή η απειλή: Εάν τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ δεν ξόδευαν το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, θα καταργούσε την προστατευτική ομπρέλα των ΗΠΑ ενάντια στον πυρηνικό εκβιασμό και στις στρατιωτικές απειλές και έτσι θα άφηνε τους Ευρωπαίους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Τώρα, ουσιαστικά έχει ήδη καταργήσει αυτή την προστατευτική ομπρέλα, αν λάβουμε υπόψη την παρατήρηση της φιλοσοφίας της γλώσσας ότι οι λέξεις είναι πράξεις. Από γεωστρατηγικής άποψης, αυτό ισχύει ιδιαίτερα επειδή η άλλη πλευρά πάντα ακούει και αυτή με μεγάλη προσοχή τέτοιου είδους δηλώσεις και παίρνει αποφάσεις με βάση αυτές. Κανείς πια δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στη δέσμευση του ΝΑΤΟ για βοήθεια στα μέλη του σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης. Οι Ευρωπαίοι προστατευόμενοι έχουν εκδιωχθεί από την ζώνη προστασίας των ΗΠΑ.
Αυτό επηρεάζει εξίσου όλες τις χώρες της Ευρώπης, οι οποίες πρέπει τώρα να σκεφτούν πώς μπορούν να δημιουργήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα δική τους προστατευτική ασπίδα έναντι των πυρηνικών απειλών από την Ρωσία: Είναι επαρκές γι' αυτό το έργο ένα ισχυρό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας; Ή μήπως απαιτεί μια δική τους πυρηνική αποτρεπτική ικανότητα, η οποία θα ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ή για τα ευρωπαικά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και στην οποία θα μπορούν να βασίζονται; Όμως αυτή η αποτροπή θα είναι αξιόπιστη μόνον εάν θα υπάρχει μια κοινή ανώτατη διοίκηση η οποία θα μπορεί να λάβει αποφάσεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για μακροχρόνιες κοινές διαβουλεύσεις στις οποίες μια μικρή μειοψηφία μπορεί να σταματά αυτές τις αποφάσεις. Ή τουλάχιστον να τις καθυστερεί, όπως συνέβη στην σύνοδο του Παρισιού λίγες ημέρες πριν.
Τώρα πια, ο ηγετικός ρόλος στην Ευρώπη ανήκει στην Γαλλία
Η δημιουργία μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας είναι κάτι που θα άλλαζε θεμελιωδώς την ΕΕ. Μία από τις δομικές αρχές του ΝΑΤΟ ήταν και είναι η εξής: Ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής είναι πάντα Αμερικανός στρατηγός. Έτσι, οι Ευρωπαίοι έχουν εκτονώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους για το ποιός θα έχει ηγετικό ρόλο μέσω εξωτερικής ανάθεσης. Στο μέλλον, αυτό δεν θα είναι πια δυνατόν. Πράγμα που με τη σειρά του, θα μας αναγκάσει να καταλήξουμε σε συμφωνία γι' αυτό το ζήτημα. άν δεν το κάνουμε, η Ευρώπη θα μετατραπεί σε αμελητέο παράγοντα στην παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Εδώ και αρκετό καιρό, δεν αποδίδεται πλέον στην οικονομική ισχύ καθοριστικός ρόλος ως παράγοντα διεθνούς τάξης. Ωστόσο, ο ρόλος της παραμένει σημαντικός, ιδιαίτερα ως προϋπόθεση για την οικοδόμηση και την διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος. Ωστόσο, θα χρειαστεί λίγος χρόνος μέχρι να το συνειδητοποιήσουν και οι υπεύθυνοι πολιτικοί.
Χαμένη από τις τελευταίες εξελίξεις είναι προπαντός η Γερμανία, όχι μόνον επειδή η οικονομική δύναμη της δεν έχει πια το [γεωπολιτικό] βάρος που είχε στο παρελθόν, αλλά και επειδή η γερμανική πολιτική μέχρι πρόσφατα στηριζόταν άνευ όρων στις διατλαντικές σχέσεις και απαντούσε ψυχρά στις γαλλικές προσφορές για έναν εντονότερο εξευρωπαϊσμό της πολιτικής για την ασφάλεια. Με την εμφάνιση του J. D. Vance στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, ο ευρωπαϊκός ηγετικός ρόλος έχει μετατοπιστεί προς την Γαλλία, τουλάχιστον προς το παρόν. Το πρόβλημα είναι, ότι το υψηλό δημοσιονομικό χρέος της Γαλλίας της επιτρέπει να κατέχει την πολιτική ηγεσία μόνον συμβολικά, αλλά όχι με λειτουργικούς όρους.
Η επόμενη ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να αποκαταστήσει έναν ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη. Εξάλλου, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη η οποία έχει τους πόρους να ηγηθεί. Βέβαια, γι' αυτό έχει την ανάγκη συμμάχων: Ιδίως την ανάγκη της Γαλλίας και της Πολωνίας, με τις οποίες μπορεί να εκκινήσει μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων η οποία θα στοχεύει στη δημιουργία μιας ιεράρχησης εντός της ΕΕ με τουλάχιστον δύο είδη κρατών-μελών: Εκείνων με μεγαλύτερες υποχρεώσεις και δικαιώματα και εκείνων με μειωμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Μόνον έτσι μπορεί η ΕΕ να γίνει δρων πολιτικός παράγοντας στην σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων αυτοκρατορικών δυνάμεων.
Αν αυτό δεν επιτύχει, οι Ευρωπαίοι θα αναγκασθούν να αποδεχθούν τις αποφάσεις των μεγάλων παικτών και να ακολουθήσουν τους κανόνες που θα θέσουν εκείνοι. Μια πρόγευση του τι θα γίνει τότε σε μόνιμη βάση, είναι η τρέχουσα εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η οποία θυμίζει την Γιάλτα στις αρχές του 1945, όταν οι τρεις προαλειφόμενες νικήτριες δυνάμεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επαναχάραξαν τα σύνορα στην Ευρώπη, σύνορα τα οποία άντεξαν από τότε μέχρι το 1989/90. Μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα για το πώς ενδέχεται να εξελιχθούν αυτές οι διαπραγματεύσεις, αν θυμηθεί τι έγινε στις διαπραγματεύσεις της Ντόχα με τους Ταλιμπάν, δηλαδή στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην αποχώρηση των Δυτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύτηκαν και οι Ευρωπαίοι ενημερώθηκαν για το αποτέλεσμα.
Ο Πούτιν έχει παρουσιάσει πολλές φορές τί ιδέες έχει η σημερινή, η δική του Ρωσία, για την τάξη πραγμάτων της Ευρώπης: Η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη πρέπει να γίνει πάλι ρωσική σφαίρα επιρροής. Η υπόλοιπη Ευρώπη μπορεί να είναι υπό γερμανογαλλική κυριαρχία, υπό την προϋπόθεση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν αποσυρθεί από την Ευρώπη εκ των προτέρων. Τι εννοεί με το τελευταίο, γίνεται πλέον φανερό. Και αυτή η γερμανο-γαλλοκρατούμενη Ευρώπη θα ήταν βέβαια εξαρτημένη από την Ρωσία: Στρατιωτικά εκβιάσιμη ανά πάσα στιγμή, οικονομικά εξαρτημένη από προμήθειες πρώτων υλών από την Ρωσία. Δεν θα ήταν πραγματικά αυτόνομη δύναμη, αλλά μάλλον υποτελής της Ρωσίας. Κατ' αρχήν, ο Πούτιν είχε ήδη αναπτύξει αυτή την ιδέα το 2001, σε ομιλία του στην γερμανική Bundestag. Απλά και μόνον επειδή έδειξε ένα πρόσωπο φιλικό και μίλησε στα γερμανικά, οι περισσότεροι βουλευτές δεν παρατήρησαν την ουσία της ομιλίας και τον χειροκροτούσαν για πολλή ώρα.
Η δημιουργία μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας είναι κάτι που θα άλλαζε θεμελιωδώς την ΕΕ. Μία από τις δομικές αρχές του ΝΑΤΟ ήταν και είναι η εξής: Ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής είναι πάντα Αμερικανός στρατηγός. Έτσι, οι Ευρωπαίοι έχουν εκτονώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους για το ποιός θα έχει ηγετικό ρόλο μέσω εξωτερικής ανάθεσης. Στο μέλλον, αυτό δεν θα είναι πια δυνατόν. Πράγμα που με τη σειρά του, θα μας αναγκάσει να καταλήξουμε σε συμφωνία γι' αυτό το ζήτημα. άν δεν το κάνουμε, η Ευρώπη θα μετατραπεί σε αμελητέο παράγοντα στην παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Εδώ και αρκετό καιρό, δεν αποδίδεται πλέον στην οικονομική ισχύ καθοριστικός ρόλος ως παράγοντα διεθνούς τάξης. Ωστόσο, ο ρόλος της παραμένει σημαντικός, ιδιαίτερα ως προϋπόθεση για την οικοδόμηση και την διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος. Ωστόσο, θα χρειαστεί λίγος χρόνος μέχρι να το συνειδητοποιήσουν και οι υπεύθυνοι πολιτικοί.
Χαμένη από τις τελευταίες εξελίξεις είναι προπαντός η Γερμανία, όχι μόνον επειδή η οικονομική δύναμη της δεν έχει πια το [γεωπολιτικό] βάρος που είχε στο παρελθόν, αλλά και επειδή η γερμανική πολιτική μέχρι πρόσφατα στηριζόταν άνευ όρων στις διατλαντικές σχέσεις και απαντούσε ψυχρά στις γαλλικές προσφορές για έναν εντονότερο εξευρωπαϊσμό της πολιτικής για την ασφάλεια. Με την εμφάνιση του J. D. Vance στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, ο ευρωπαϊκός ηγετικός ρόλος έχει μετατοπιστεί προς την Γαλλία, τουλάχιστον προς το παρόν. Το πρόβλημα είναι, ότι το υψηλό δημοσιονομικό χρέος της Γαλλίας της επιτρέπει να κατέχει την πολιτική ηγεσία μόνον συμβολικά, αλλά όχι με λειτουργικούς όρους.
Η επόμενη ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να αποκαταστήσει έναν ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη. Εξάλλου, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη η οποία έχει τους πόρους να ηγηθεί. Βέβαια, γι' αυτό έχει την ανάγκη συμμάχων: Ιδίως την ανάγκη της Γαλλίας και της Πολωνίας, με τις οποίες μπορεί να εκκινήσει μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων η οποία θα στοχεύει στη δημιουργία μιας ιεράρχησης εντός της ΕΕ με τουλάχιστον δύο είδη κρατών-μελών: Εκείνων με μεγαλύτερες υποχρεώσεις και δικαιώματα και εκείνων με μειωμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Μόνον έτσι μπορεί η ΕΕ να γίνει δρων πολιτικός παράγοντας στην σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων αυτοκρατορικών δυνάμεων.
Αν αυτό δεν επιτύχει, οι Ευρωπαίοι θα αναγκασθούν να αποδεχθούν τις αποφάσεις των μεγάλων παικτών και να ακολουθήσουν τους κανόνες που θα θέσουν εκείνοι. Μια πρόγευση του τι θα γίνει τότε σε μόνιμη βάση, είναι η τρέχουσα εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η οποία θυμίζει την Γιάλτα στις αρχές του 1945, όταν οι τρεις προαλειφόμενες νικήτριες δυνάμεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επαναχάραξαν τα σύνορα στην Ευρώπη, σύνορα τα οποία άντεξαν από τότε μέχρι το 1989/90. Μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα για το πώς ενδέχεται να εξελιχθούν αυτές οι διαπραγματεύσεις, αν θυμηθεί τι έγινε στις διαπραγματεύσεις της Ντόχα με τους Ταλιμπάν, δηλαδή στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην αποχώρηση των Δυτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύτηκαν και οι Ευρωπαίοι ενημερώθηκαν για το αποτέλεσμα.
Ο Πούτιν έχει παρουσιάσει πολλές φορές τί ιδέες έχει η σημερινή, η δική του Ρωσία, για την τάξη πραγμάτων της Ευρώπης: Η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη πρέπει να γίνει πάλι ρωσική σφαίρα επιρροής. Η υπόλοιπη Ευρώπη μπορεί να είναι υπό γερμανογαλλική κυριαρχία, υπό την προϋπόθεση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν αποσυρθεί από την Ευρώπη εκ των προτέρων. Τι εννοεί με το τελευταίο, γίνεται πλέον φανερό. Και αυτή η γερμανο-γαλλοκρατούμενη Ευρώπη θα ήταν βέβαια εξαρτημένη από την Ρωσία: Στρατιωτικά εκβιάσιμη ανά πάσα στιγμή, οικονομικά εξαρτημένη από προμήθειες πρώτων υλών από την Ρωσία. Δεν θα ήταν πραγματικά αυτόνομη δύναμη, αλλά μάλλον υποτελής της Ρωσίας. Κατ' αρχήν, ο Πούτιν είχε ήδη αναπτύξει αυτή την ιδέα το 2001, σε ομιλία του στην γερμανική Bundestag. Απλά και μόνον επειδή έδειξε ένα πρόσωπο φιλικό και μίλησε στα γερμανικά, οι περισσότεροι βουλευτές δεν παρατήρησαν την ουσία της ομιλίας και τον χειροκροτούσαν για πολλή ώρα.
![]() |
Ουΐλλιαμ Μπλέικ: Στυξ |
Το μόνο πράγμα που δεν θα μπορούσε να αντέξει ο Τραμπ
Στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια το 2007, τα είπε όλα αυτά και πάλι, αλλά αυτή τη φορά παρουσιάζοντας πρόσωπο κακού. Σοκαρίστηκαν όλοι, αλλά δεν κατανόησαν τι σε τι πραγματικά στόχευε το ρωσικό εγχείρημα που τους παρουσίασε ο Πούτιν. Οι Ευρωπαίοι, και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, συνέχισαν να υποθέτουν ότι τίποτε θεμελιώδες δεν θα άλλαζε στους συσχετισμούς που είχαν ήδη εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη. Όμως στη συνέχεια ο Πούτιν άρχισε να ενεργεί με ιμπεριαλιστικό αναθεωρητισμό στην Μαύρη Θάλασσα. Και τώρα ο Ντόναλντ Τραμπ θέτει την αποχώρηση των ΗΠΑ από την Ευρώπη στον ορατό πολιτικό ορίζοντα. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απαιτεί από τους Ευρωπαίους να προστατεύσουν με αποκλειστικά ευρωπαϊκά στρατεύματα το status της Ουκρανίας το οποίο διαπραγματεύεται ο ίδιος, μόνος του με τον Πούτιν, χωρίς την Ουκρανία και την λοιπή Ευρώπη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι επικυρίαρχοι υπαγορεύουν στους υποτελείς (Vasallen) τι πρέπει να κάνουν. Και οι στρατιώτες των υποτελών θα χρησιμοποιηθούν ως στρατός ειλώτων.
Φυσικά, οι συνομιλίες μεταξύ Τραμπ και Πούτιν μπορεί και να αποτύχουν. Είτε επειδή αυτοί οι δύο δεν καταφέρνουν να καταλήξουν σε συμφωνία. Είτε επειδή η Ουκρανία θα αρνηθεί να δεχτεί την υπαγορευμένη ειρήνη την οποία αυτοί οι δύο διαπραγματεύτηκαν ερήμην της και αντ' αυτού, βασιστεί στους Ευρωπαίους για να της παράσχουν τέτοια διαρκή στρατιωτική, οικονομική και οικονομική υποστήριξη, ώστε να μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο. Τότε ο Τραμπ θα πρέπει και αυτός να αποφασίσει μήπως θα πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία. Άλλωστε, άν πράξει διαφορετικά, μπορεί τότε να δημιουργηθεί στις ΗΠΑ η εντύπωση ότι αυτός, ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι ο μεγάλος χαμένος της πρωτοβουλίας για το τέλος του πολέμου.
Αν κάτι είναι σίγουρο, είναι ότι αυτό δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Θα ασκήσει λοιπόν τώρα πίεση στην Ουκρανία και στις χώρες της Ευρώπης για να διασφαλίσουν εκ των προτέρων ότι θα αποδεχτούν το αποτέλεσμα που εκείνος θα διαπραγματευτεί με τον Πούτιν, εάν και όταν αυτό επιτευχθεί, και ότι θα υποκύψουν στην βούληση του Τραμπ και του Πούτιν. Αυτό θα καθορίσει μετά και τον ρόλο που θα υποχρεωθεί να διαδραματίσει η Ευρώπη στο μέλλον, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Τραμπ και του Πούτιν: Στην καλύτερη περίπτωση του πληρωτή (payer), αλλά όχι του ενεργού παίκτη (player).
Υπάρχουν λοιπόν καλά επιχειρήματα για τους Ευρωπαίους, ώστε να μην συμμορφωθούν απλώς με το αίτημα του Τραμπ να δηλώσουν εκ των προτέρων πόσους στρατιώτες και με ποιες ικανότητες μπορούν να παράσχουν για την στρατιωτική διασφάλιση των νέων συνόρων της Ουκρανίας τα οποία, υποτίθεται, θα έχουν χαράξει ο Τραμπ και ο Πούτιν. Τουλάχιστον όσο δεν βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει ήδη απορρίψει αυτήν την ιδέα. Θέλει οι διαπραγματεύσεις να διεξαχθούν πάνω από τα κεφάλια των Ευρωπαίων και των Ουκρανών. Φυσικά, οι διαπραγματεύσεις είναι πιο εύκολες μεταξύ δύο μερών παρά με τέσσερα μέρη που κάθονται στο τραπέζι. Αλλά αυτό που θα διαπραγματεύονταν έτσι, θα ήταν πάντα μια υπαγορευμένη ειρήνη.
Σε μια πολυπολική παγκόσμια τάξη, στην οποία η Κίνα και η Ινδία διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο μαζί με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, είναι προφανές ότι οι Ευρωπαίοι θα αναζητήσουν υποστήριξη από αυτούς τους δύο. Ένας μεγαλύτερος ρόλος της Κίνας θα ενοχλούσε πολύ τον Τραμπ και θα ήταν πρόβλημα και για τον Πούτιν, επειδή εξαρτάται οικονομικά από την Κίνα. Στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, ο Κνέζος υπουργός Εξωτερικών άφησε να εννοηθεί ότι η Κίνα μπορεί να ενδιαφέρεται να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία. Αυτό θα άλλαζε απότομα τους διαπραγματευτικούς συσχετισμούς. Σε περίπτωση που και η Ινδία ενδιαφερθεί για το αν πρέπει να είναι επιτρεπτό να αλλάζουν σύνορα με χρήση στρατιωτικής βίας, το πραξικόπημα του Τραμπ θα έχει αποτύχει.
Ωστόσο, ένα είναι σαφές: Η διατλαντική Δύση δεν υπάρχει πια ως πολιτικός παράγοντας και οι Ευρωπαίοι δεν αισθάνονται πλέον υποχρεωμένοι απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά ακολουθούν δικό τους γεωπολιτικό δρόμο [...]
Στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια το 2007, τα είπε όλα αυτά και πάλι, αλλά αυτή τη φορά παρουσιάζοντας πρόσωπο κακού. Σοκαρίστηκαν όλοι, αλλά δεν κατανόησαν τι σε τι πραγματικά στόχευε το ρωσικό εγχείρημα που τους παρουσίασε ο Πούτιν. Οι Ευρωπαίοι, και ιδιαίτερα οι Γερμανοί, συνέχισαν να υποθέτουν ότι τίποτε θεμελιώδες δεν θα άλλαζε στους συσχετισμούς που είχαν ήδη εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη. Όμως στη συνέχεια ο Πούτιν άρχισε να ενεργεί με ιμπεριαλιστικό αναθεωρητισμό στην Μαύρη Θάλασσα. Και τώρα ο Ντόναλντ Τραμπ θέτει την αποχώρηση των ΗΠΑ από την Ευρώπη στον ορατό πολιτικό ορίζοντα. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απαιτεί από τους Ευρωπαίους να προστατεύσουν με αποκλειστικά ευρωπαϊκά στρατεύματα το status της Ουκρανίας το οποίο διαπραγματεύεται ο ίδιος, μόνος του με τον Πούτιν, χωρίς την Ουκρανία και την λοιπή Ευρώπη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι επικυρίαρχοι υπαγορεύουν στους υποτελείς (Vasallen) τι πρέπει να κάνουν. Και οι στρατιώτες των υποτελών θα χρησιμοποιηθούν ως στρατός ειλώτων.
Φυσικά, οι συνομιλίες μεταξύ Τραμπ και Πούτιν μπορεί και να αποτύχουν. Είτε επειδή αυτοί οι δύο δεν καταφέρνουν να καταλήξουν σε συμφωνία. Είτε επειδή η Ουκρανία θα αρνηθεί να δεχτεί την υπαγορευμένη ειρήνη την οποία αυτοί οι δύο διαπραγματεύτηκαν ερήμην της και αντ' αυτού, βασιστεί στους Ευρωπαίους για να της παράσχουν τέτοια διαρκή στρατιωτική, οικονομική και οικονομική υποστήριξη, ώστε να μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο. Τότε ο Τραμπ θα πρέπει και αυτός να αποφασίσει μήπως θα πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία. Άλλωστε, άν πράξει διαφορετικά, μπορεί τότε να δημιουργηθεί στις ΗΠΑ η εντύπωση ότι αυτός, ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι ο μεγάλος χαμένος της πρωτοβουλίας για το τέλος του πολέμου.
Αν κάτι είναι σίγουρο, είναι ότι αυτό δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Θα ασκήσει λοιπόν τώρα πίεση στην Ουκρανία και στις χώρες της Ευρώπης για να διασφαλίσουν εκ των προτέρων ότι θα αποδεχτούν το αποτέλεσμα που εκείνος θα διαπραγματευτεί με τον Πούτιν, εάν και όταν αυτό επιτευχθεί, και ότι θα υποκύψουν στην βούληση του Τραμπ και του Πούτιν. Αυτό θα καθορίσει μετά και τον ρόλο που θα υποχρεωθεί να διαδραματίσει η Ευρώπη στο μέλλον, σύμφωνα με τις επιθυμίες του Τραμπ και του Πούτιν: Στην καλύτερη περίπτωση του πληρωτή (payer), αλλά όχι του ενεργού παίκτη (player).
Υπάρχουν λοιπόν καλά επιχειρήματα για τους Ευρωπαίους, ώστε να μην συμμορφωθούν απλώς με το αίτημα του Τραμπ να δηλώσουν εκ των προτέρων πόσους στρατιώτες και με ποιες ικανότητες μπορούν να παράσχουν για την στρατιωτική διασφάλιση των νέων συνόρων της Ουκρανίας τα οποία, υποτίθεται, θα έχουν χαράξει ο Τραμπ και ο Πούτιν. Τουλάχιστον όσο δεν βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει ήδη απορρίψει αυτήν την ιδέα. Θέλει οι διαπραγματεύσεις να διεξαχθούν πάνω από τα κεφάλια των Ευρωπαίων και των Ουκρανών. Φυσικά, οι διαπραγματεύσεις είναι πιο εύκολες μεταξύ δύο μερών παρά με τέσσερα μέρη που κάθονται στο τραπέζι. Αλλά αυτό που θα διαπραγματεύονταν έτσι, θα ήταν πάντα μια υπαγορευμένη ειρήνη.
Σε μια πολυπολική παγκόσμια τάξη, στην οποία η Κίνα και η Ινδία διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο μαζί με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, είναι προφανές ότι οι Ευρωπαίοι θα αναζητήσουν υποστήριξη από αυτούς τους δύο. Ένας μεγαλύτερος ρόλος της Κίνας θα ενοχλούσε πολύ τον Τραμπ και θα ήταν πρόβλημα και για τον Πούτιν, επειδή εξαρτάται οικονομικά από την Κίνα. Στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, ο Κνέζος υπουργός Εξωτερικών άφησε να εννοηθεί ότι η Κίνα μπορεί να ενδιαφέρεται να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία. Αυτό θα άλλαζε απότομα τους διαπραγματευτικούς συσχετισμούς. Σε περίπτωση που και η Ινδία ενδιαφερθεί για το αν πρέπει να είναι επιτρεπτό να αλλάζουν σύνορα με χρήση στρατιωτικής βίας, το πραξικόπημα του Τραμπ θα έχει αποτύχει.
Ωστόσο, ένα είναι σαφές: Η διατλαντική Δύση δεν υπάρχει πια ως πολιτικός παράγοντας και οι Ευρωπαίοι δεν αισθάνονται πλέον υποχρεωμένοι απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά ακολουθούν δικό τους γεωπολιτικό δρόμο [...]
Ασφαλώς, οι φίλοι του Πούτιν στην Γερμανία, οι οποίοι τώρα είναι και φίλοι του Τραμπ και του Μασκ, θα επιμείνουν ότι πρέπει να υποκλιθούμε στις βουλήσεις του Πούτιν και του Τραμπ για χάρη του τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία.
Το αν οι Ευρωπαίοι τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα στέκονται και θα περπατούν όρθιοι ή θα σκύβουν και θα έρπουν διπλωμένοι στα δυό, θα είναι κρίσιμο για τη μελλοντική πολιτική τους μοίρα.
Το αν οι Ευρωπαίοι τις επόμενες εβδομάδες και μήνες θα στέκονται και θα περπατούν όρθιοι ή θα σκύβουν και θα έρπουν διπλωμένοι στα δυό, θα είναι κρίσιμο για τη μελλοντική πολιτική τους μοίρα.
Ο πολιτικός επιστήμονας Herfried Münkler (1951) είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου. Ο Münkler είναι τακτικός σχολιαστής παγκόσμιων υποθέσεων και συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων για την ιστορία των πολιτικών ιδεών, για την οικοδόμηση κράτους και για την θεωρία του πολέμου, όπως Machiavelli (1982), Gewalt und Ordnung (1992), New Wars (2002), Empires: The Logic of World Domination from Ancient Rome to the United States (2005), Mitte und Maß. Der Kampf um die richtige Ordnung (2010), Der Große Krieg: Die Welt 1914 bis 1918 (2013), Macht in der Mitte: Die neuen Aufgaben Deutschlands in Europa (2015), Der Dreißigjährige Krieg: Europäische Katastrophe, deutsches Trauma 1618-1648 (2017)
Το 2009 ο Münkler τιμήθηκε με το Βραβείο Έκθεσης Βιβλίου της Λειψίας για το βιβλίο Die Deutschen und ihre Mythen (οι Γερμανοί και οι μύθοι τους (2008).
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Goethe της Φρανκφούρτης του Μάιν, το 1982 έγινε βοηθός ερευνητής στο τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης και το 1987 έγινε καθηγητής πολιτικών επιστημών εκεί (διατριβή με θέμα Staatsraison - Ein Leitbegriff der Frühen Neuzeit). Από το 1992 ο Münkler ήταν καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου, ομότιμος από το 2018.
Την εποχή της φοιτητικής του θητείας ο Münkler έγινε μέλος των Jusos (οργάνωση νεολαίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας), στην συνέχεια μέλος του κόμματος διαρκώς, ενεργοποιήθηκε δε στην αυτοδιοικητική πολιτική του SPD στην Ομόσπονδη Χώρα της Έσσης. Μέχρι το 2019, ήταν επί 20 χρόνια πρόεδρος του επιστημονικού δικτύου «Διεθνές Ίδρυμα Μαρξ-Ένγκελς» (Internationale Marx-Engels-Stiftung - IMES), στο Προεδρείο του οποίου εξακολουθεί να συμμετέχει Το 2011 δημοσίευσε στο περιοδικό Der Spiegel το δοκίμιο «Democratization Can't Save Europe - The Need for a Centralization of Power», στο οποίο πρότεινε μια περισσότερο συγκεντροποιημένη δομή της εξουσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Herfried Münkler: «Democratization Can't Save Europe - The Need for a Centralization of Power», Der Spiegel, 8.7.2011
Με τα μυριάδες προβλήματα που αντιμετωπίζει τώρα [2011] η Ευρωπαϊκή Ένωση, για την λύση τους (αλλά και για τον εκδημοκρατισμό της Ένωσης), πρώτη προϋπόθεση είναι η πολιτική ανασύσταση της Ευρώπης. Μόνον με δομικές αλλαγές της Ένωσης, συνταγματικού τύπουμ μπορούν να βελτιωθούν οι ελίτ της ΕΕ. Πρέπει επίσης να αυξηθούν οι εξουσίες στον πυρήνα της.
[...] Στην Ευρώπη, είναι απίθανο να έρθουν στην εξουσία πιο ικανές ελίτ ή οι υπάρχουσες ελίτ να κάνουν λιγότερα λάθη, να είναι πιο αποφασιστικές και να βάλουν στο παιχνίδι με πιο επιδέξιο τρόπο τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, για όσο καιρό το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρουν οι ελίτ (το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ας πούμε), δεν αναδιαρθρώνεται ουσιαστικά. Η τωρινή κρίση [2008-2015] μπορεί να μην είναι καλή προϋπόθεση για εκδημοκρατισμό, αλλά είναι ασφαλώς μια ευκαιρία για τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας. Στο παρελθόν ειπώθηκε ότι πρέπει να λειτουργεί καλά ο άξονας Παρίσι-Βόννη ή Παρίσι-Βερολίνο για να προχωρά η Ευρώπη. Σήμερα, το βάρος που κουβαλάει πάνω του αυτός ο άξονας έχει γίνει πολύ μεγάλο. Όλοι αναμένουν από τους Γερμανούς να δείξουν περισσότερη ηγεσία, αλλά μόλις δείξουν έστω και λίγη ηγεσία, απορρίπτονται, άν δεν καταπολεμούνται ενεργά. Στην Ευρώπη, η περιφέρεια έχει υπερβολικά μεγάλη δύναμη και το κέντρο, ο πυρήνας, πολύ λίγη. Όσο αυτό δεν αλλάζει, η ΕΕ και το ευρώ δεν θα βγουν από την κρίση. Η ανακατανομή του πολιτικού βάρους στην Ευρώπη μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι απαραίτητη.
Πριν από την επέκταση της ΕΕ προς την Ανατολική Ευρώπη, έγινε μια συζήτηση για την μελλοντική εξέλιξη της ΕΕ, αλλά βασιζόταν στο ψευδές δίλλημμα «εμβάθυνση ή επέκταση». Το πραγματικό ερώτημα έπρεπε να ήταν άλλο: Πόσο ισχυρός πρέπει να είναι ο πυρήνας της ΕΕ για να τα βγάλει πέρα με μια μεγαλύτερη περιφέρεια [...] Στην πραγματικότητα, τέτοιες κρίσεις μπορούν να επαναληφθούν ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και μια ομαλή, ρυθμισμένη πτώχευση της Ελλάδας θα ήταν απλά ένα μικροσκοπικό, ασήμαντο βήμα για διάσωση του ευρώ. Το αποφασιστικό βήμα είναι μια πολιτική ανασύσταση της Ευρώπης, μια ανασύσταση στην οποία ο εκδημοκρατισμός της θα γίνει μια πραγματική δυνατότητα και δεν θα εμφανίζεται ως απειλή παρακμής και αποσύνθεσης.
[...] Στην Ευρώπη, είναι απίθανο να έρθουν στην εξουσία πιο ικανές ελίτ ή οι υπάρχουσες ελίτ να κάνουν λιγότερα λάθη, να είναι πιο αποφασιστικές και να βάλουν στο παιχνίδι με πιο επιδέξιο τρόπο τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, για όσο καιρό το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρουν οι ελίτ (το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ας πούμε), δεν αναδιαρθρώνεται ουσιαστικά. Η τωρινή κρίση [2008-2015] μπορεί να μην είναι καλή προϋπόθεση για εκδημοκρατισμό, αλλά είναι ασφαλώς μια ευκαιρία για τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας. Στο παρελθόν ειπώθηκε ότι πρέπει να λειτουργεί καλά ο άξονας Παρίσι-Βόννη ή Παρίσι-Βερολίνο για να προχωρά η Ευρώπη. Σήμερα, το βάρος που κουβαλάει πάνω του αυτός ο άξονας έχει γίνει πολύ μεγάλο. Όλοι αναμένουν από τους Γερμανούς να δείξουν περισσότερη ηγεσία, αλλά μόλις δείξουν έστω και λίγη ηγεσία, απορρίπτονται, άν δεν καταπολεμούνται ενεργά. Στην Ευρώπη, η περιφέρεια έχει υπερβολικά μεγάλη δύναμη και το κέντρο, ο πυρήνας, πολύ λίγη. Όσο αυτό δεν αλλάζει, η ΕΕ και το ευρώ δεν θα βγουν από την κρίση. Η ανακατανομή του πολιτικού βάρους στην Ευρώπη μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι απαραίτητη.
Πριν από την επέκταση της ΕΕ προς την Ανατολική Ευρώπη, έγινε μια συζήτηση για την μελλοντική εξέλιξη της ΕΕ, αλλά βασιζόταν στο ψευδές δίλλημμα «εμβάθυνση ή επέκταση». Το πραγματικό ερώτημα έπρεπε να ήταν άλλο: Πόσο ισχυρός πρέπει να είναι ο πυρήνας της ΕΕ για να τα βγάλει πέρα με μια μεγαλύτερη περιφέρεια [...] Στην πραγματικότητα, τέτοιες κρίσεις μπορούν να επαναληφθούν ανά πάσα στιγμή. Ακόμη και μια ομαλή, ρυθμισμένη πτώχευση της Ελλάδας θα ήταν απλά ένα μικροσκοπικό, ασήμαντο βήμα για διάσωση του ευρώ. Το αποφασιστικό βήμα είναι μια πολιτική ανασύσταση της Ευρώπης, μια ανασύσταση στην οποία ο εκδημοκρατισμός της θα γίνει μια πραγματική δυνατότητα και δεν θα εμφανίζεται ως απειλή παρακμής και αποσύνθεσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου