Σύμφωνα με την τοπική παράδοση της Καππαδοκίας,
στα χρόνια που ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος της Καισάρειας (370-379), ήρθε με
τους στρατιώτες του να την καταλάβει ένας τοπικός άπληστος άρχοντας ή
στρατιωτικός διοικητής, έχοντας πρόθεση να τη λεηλατήσει.
Τότε ο Βασίλειος ζήτησε από τις πλούσιες οικογένειες της
πόλης να του φέρουν πολύτιμα κοσμήματα και χρυσά φλουριά, και από τις πιο φτωχές ό,τι νομίσματα αξίας είχαν και μπορούσαν να δώσουν, προκειμένου να τα
παραδώσει ως «λύτρα» στον επιδρομέα πλιατσικολόγο.
Πράγματι
συγκεντρώθηκαν πολλά πολύτιμα και ο Βασίλειος τα πρόσφερε στον άρχοντα
και απάλλαξε την πόλη από την επικείμενη καταστροφή. Κατά μια εκδοχή της
παράδοσης, ο Άγιος γνωρίζοντας το πάθος του άπληστου άρχοντα για τα τυχερά
παιχνίδια, τον δέσμευσε προηγουμένως στο εξής στοίχημα: Άν ο Βασίλειος
νικούσε στον αγώνα της χαρτοπαιξίας, ο άρχοντας θα έδινε πίσω τα χρυσά, άν έχανε, ο
άρχοντας θα έπαιρνε επιπλέον τα πολύτιμα της εκκλησίας και το κάστρο
της πόλης. Ο Βασίλειος κέρδισε και πήρε πίσω τα χρυσά.
Κατ΄
άλλη παραλλαγή του θρύλου, η
ρητορική ικανότητα του Βασιλείου έπεισε τον
επιδρομέα να μην κάνει το έγκλημα που σχεδίαζε. Μετάνοιωσε και έφυγε
χωρίς να πάρει τα λύτρα. Σε μια τρίτη εκδοχή συμβαίνει θαύμα: ο Άγιος
Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων κατέβηκαν από ψηλά, τρόμαξαν τον κακό
άρχοντα και έδιωξαν τους στρατιώτες του.
Μετά τη σωτηρία της Καισάρειας, ο Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε να κάνει και μια αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των φτωχών. Μη γνωρίζοντας άλλωστε, τί από τα χρυσά του δόθηκε από ποιά πλούσια ή φτωχή οικογένεια, έδωσε εντολή να φτιαχτούν μικρές πίττες, μέσα στις οποίες έβαλε από ένα νόμισμα ή κόσμημα και στον εκκλησιασμό της επόμενης ημέρας τις μοίρασε σε όλους τους κατοίκους, πλούσιους και φτωχούς, μικρούς και μεγάλους, γυναίκες και άνδρες. Μία πίττα στον καθένα.
Δεν ξέρουμε πόσο πιστά απεικονίζει αυτή η παραλλαγή του θρύλου τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, γύρω στο έτος 370, στην Καππαδοκία. Όμως τα έθιμα της βασιλόπιττας με το φλουρί και της χαρτοπαιξίας την πρώτη νύχτα του έτους διαδόθηκαν παντού, ζουν και βασιλεύουν χίλια εξακόσια πενήντα χρόνια μετά.
Το βέβαιο είναι ότι ο Βασίλειος, άν και γόνος εύπορης οικογένειας η οποία ανήκε στην ανώτερη κοινωνική ελίτ της εποχής του, όταν πέθανε πρόωρα στα 49 του χρόνια αφήνοντας πίσω του το πιο πλούσιο έργο, ήταν ο ίδιος πάμπτωχος αλλά αγαπητός από όλο το λαό και δοξασμένος· σαν ένας παλαιότερος αδελφός του Φραγκίσκου της Ασσίζης στην «καθ' ημάς Ανατολή». Τα πλούτη του, τα πνευματικά και τα υλικά, ξοδεύτηκαν για να οικοδομηθούν φιλανθρωπικά, μορφωτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα και κυρίως για να ζήσουν οι φτωχοί, οι αδύναμοι, μια ζωή πιο αξιοπρεπή.
Μέγας Βασίλειος. Καθεδρικός Αγ. Σοφίας, Οχρίδα |
Μετά τη σωτηρία της Καισάρειας, ο Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε να κάνει και μια αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των φτωχών. Μη γνωρίζοντας άλλωστε, τί από τα χρυσά του δόθηκε από ποιά πλούσια ή φτωχή οικογένεια, έδωσε εντολή να φτιαχτούν μικρές πίττες, μέσα στις οποίες έβαλε από ένα νόμισμα ή κόσμημα και στον εκκλησιασμό της επόμενης ημέρας τις μοίρασε σε όλους τους κατοίκους, πλούσιους και φτωχούς, μικρούς και μεγάλους, γυναίκες και άνδρες. Μία πίττα στον καθένα.
Δεν ξέρουμε πόσο πιστά απεικονίζει αυτή η παραλλαγή του θρύλου τα γεγονότα που συνέβησαν τότε, γύρω στο έτος 370, στην Καππαδοκία. Όμως τα έθιμα της βασιλόπιττας με το φλουρί και της χαρτοπαιξίας την πρώτη νύχτα του έτους διαδόθηκαν παντού, ζουν και βασιλεύουν χίλια εξακόσια πενήντα χρόνια μετά.
Το βέβαιο είναι ότι ο Βασίλειος, άν και γόνος εύπορης οικογένειας η οποία ανήκε στην ανώτερη κοινωνική ελίτ της εποχής του, όταν πέθανε πρόωρα στα 49 του χρόνια αφήνοντας πίσω του το πιο πλούσιο έργο, ήταν ο ίδιος πάμπτωχος αλλά αγαπητός από όλο το λαό και δοξασμένος· σαν ένας παλαιότερος αδελφός του Φραγκίσκου της Ασσίζης στην «καθ' ημάς Ανατολή». Τα πλούτη του, τα πνευματικά και τα υλικά, ξοδεύτηκαν για να οικοδομηθούν φιλανθρωπικά, μορφωτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα και κυρίως για να ζήσουν οι φτωχοί, οι αδύναμοι, μια ζωή πιο αξιοπρεπή.
Γ. Ρ.
Το σαξόφωνο βυθίστηκε στον ύπνο και σταμάτησε,
ο γερο Βάσια πέταξε τις ριγωτές πιτζάμες
μια κανάτα με νερό στο κομοδίνο άφησε
κι έτριψε να ζεσταθούν τις κρύες του παλάμες.
Ο πάγος σαν ασβέστης στο παράθυρο
και το κερί στο δρόμο προς τη δύση,
είδε τη λάμψη που ερχόταν απ’ το άπειρο
και μια φωνή από ψηλά να ψιθυρίζει:
«Είσαι ο Άγιος των φτωχών, των αδυνάτων,
έχεις τη δύναμη απόψε να κερδίσεις,
να επιστρέψεις τα καλά στα χέρια των θυμάτων
και τον σκληρό το βασιλιά σκληρά να τιμωρήσεις».
Τα σαξόφωνα βυθίστηκαν στον ύπνο και σταμάτησαν,
οι δυο αντίπαλοι μαζί στον τελευταίο γύρο.
Είναι καυτό σαν κεραυνός το πάθος που ανάστησαν
όταν μιλάνε τα χαρτιά, τι να σου πουν οι γύρω.
«Ο γερο Βάσια κέρδισε», ο διαιτητής φωνάζει,
«θα πάρει όλα τα καλά κι ολόκληρο το κάστρο.
Δίκαιος αγώνας ήτανε, κανείς δεν αμφιβάλλει,
αξίζουν όλες οι τιμές στης μοίρας του το άστρο».
Ο Βάσια τότε φώναξε δύο παιδιά απ’ το δρόμο.
«Ξυπνήστε τους φουρνάρηδες, πίττες να ετοιμάσουν,
μέσα θα βάλω τα φλουριά που χάσατε με τρόμο
και οι φαμίλιες σας ποτέ δε θα ξαναπεινάσουν».
Αφού τα πάντα μοίρασε, τα έβαλε στις πίτες
και λίγο πριν τις δώδεκα τις έστειλε στα σπίτια.
Έρχεται η πρώτη της χρονιάς να μπει από τις τρύπες
για να θυμόμαστε όλοι εμείς του Βάσια τη νύχτα.
Γιατί είναι ο Άγιος των φτωχών, των αδυνάτων,
έχει τη δύναμη για πάντα να κερδίζει,
θα επιστρέψει τα καλά στα χέρια των θυμάτων
και τους σκληρούς όλης της γης σκληρά θα βασανίζει.
(στίχοι-μουσική: Μάνος Ξυδούς, 1953 - 2010)
Update, Mάρτιος 2017:
Γιώργος Δουράκης: «Πόθεν σοι ἡ τῶν χρημάτων αὕτη περιουσία;» (Κοίτα τον Ουρανό - από την ομιλία του Αγίου Βασιλείου «Προς τους πλουτούντας» - βλ. εδώ, pdf και την ομιλία του περί πλεονεξίας στο χωρίο του Ευαγγελίου «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω» - βλ. εδώ, pdf)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου