Μετά την εποχή Τρικούπη, η Ελλάδα ποτέ δεν θέλησε, ούτε και τώρα θέλει να έχει σοβαρό σιδηροδρομικό δίκτυο, σαν αυτό που έχουν οι άλλες χώρες της Ευρώπης. Για τον ίδιο λόγο, ακόμη και το υποτυπώδες σιδηροδρομικό δίκτυο της, διαρκώς συρρικνούμενο, ήταν και έμεινε ανασφαλές, εν έτει 2020, στην εποχή του TGV, του ιαπωνικού Shinkansen, του γερμανικού ICE3 (360 χιλόμετρα την ώρα, από το 1999) και του Shanghai Maglev (460 χιλ. την ώρα). Σε αντίθεση με τους ελληνικούς οδικούς άξονες. Αυτό είναι το βασικό. Τα λοιπά είναι παράπλευρες συνέπειες και λεπτομέρειες.
Ας το συνηθίσουμε. Κάθε φορά που συμβαίνει σε τούτη τη χώρα μια μεγάλη καταστροφή, είτε δυστύχημα, είτε επακόλουθο συμβάντων που αποκαλούσαμε άλλοτε θεομηνίες, ακούγεται η λέξη παθογένειες. Παθογένειες του κράτους, της χώρας, της κοινωνίας, της πολιτικής. Συνήθως με το επίθετο διαχρονικές μπροστά από το ουσιαστικό. Το ναυάγιο του Σάμινα, η πτώση του φορτίου της νταλίκας πάνω στο πούλμαν με τους μαθητές στα Τέμπη (2003), η πλημμύρα στην Μάνδρα, τα τρομακτικά αποτελέσματα των πυρκαγιών στο Μάτι, αλλά και στην Αρκαδία ή στον Έβρο, η πλημμυρισμένη Θεσσαλία μετά το πέρασμα του κυκλώνα Ντάνιελ, είναι μια συλλογή δειγμάτων από πρόσφατες, ποικίλες τραγικές αφορμές. Έτσι, το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη με τα επακόλουθά του εδώ και δύο χρόνια, εάν ειδωθεί ως ακραία καταστροφική εκδήλωση παθογενειών, μοιάζει μάλλον με καταρράχτη που έπεσε σε ένα ποτήρι ήδη γεμάτο.
Όταν η άμμος ήταν παχιά, το έκρυβε καλά η στρουθοκάμηλος το κεφάλι
Πολλοί δημοσιολογούντες προσπάθησαν να συγκρίνουν την πρόσφατη ενεργοποίηση των πολιτών, μετρημένη με το μέγεθος της συμμετοχής στις διαδηλώσεις, με παλαιότερα μεγέθη κινητοποίησης τους σε εντελώς διαφορετικές περιστάσεις και με εντελώς διαφορετικά κίνητρα. Ποιά ήρθαν στη μνήμη τους; Ας εξαιρέσουμε τους παλιότερους. Αυτοί θυμήθηκαν, δικαιολογημένα, το μέγεθος των πρώτων διαδηλώσεων αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας το έτος 1974. Εκείνες ήταν κινητοποιήσεις γιορταστικές, χαράς. Όχι θυμού, αντίθεσης, λύπης ή απογοήτευσης. Οι πιο νέοι θυμήθηκαν κινητοποιήσεις οργής και αντίθεσης: Τις κωμικοτραγικές «άνω-κάτω πλατείες» την εποχή της χρεωκοπίας 2010-2015, διάφορες εξάρσεις «Μακεδονικών συλλαλητηρίων» και «λαοσυνάξεων» από το 1993 έως το 2018, καθώς και τις κινητοποιήσεις εναντίον της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση (2001). Όμως, από εκείνες τις κινητοποιήσεις οι οποίες ανακλήθηκαν τώρα στη μνήμη ως μέτρα σύγκρισης, καμιά δεν χαρακτηρίστηκε τότε στον δημόσιο λόγο ως αντίδραση σε παθογένειες.
Ούτε ήταν, στο μυαλό των συμμετεχόντων. Αντίθετα, λειτούργησαν ως πρόσθετα φράγματα τα οποία εμπόδισαν να συνειδητοποιηθούν παθογένειες.
Οι συμμετέχοντες στις «Μακεδονικές λαοσυνάξεις», την ώρα που μετακινήθηκαν για πρώτη φορά μετά το 1950 οι τεκτονικές πλάκες στην Ευρώπη, δεν φαντάζονταν ότι υποκινούνταν πολιτικά να στηρίξουν την πολύ διαχρονική παθογένεια της αργόστροφης Ελλάδας σε στιγμές γεωπολιτικών ανατροπών (βλέπε Μικρασιατική Καταστροφή, Εμφύλιος), γιατί οι ίδιοι μέσα τους πείσθηκαν και πίστεψαν ότι κινητοποιούνται εναντίον μιας εξωτερικής απειλής. Οι αντίπαλοι της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2001 πίστευαν ότι απειλείται ένας βατός και διατηρήσιμος εργασιακός και μετα-εργασιακός βίος από μια αχρείαστη, εχθρική προς αυτούς μεταρρύθμιση. Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, βέβαια.
Στην περίπτωση της χρεωκοπίας, το κοινό αμπρακαντάμπρα για βένετους, πράσινους, ρούσιους, φαιούς ή κανελλί με βούλες, ήταν και είναι «τα μνημόνια». Αυτός ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε ως κόκκινο πανί και ως εικόνα του εχθρού σε καμιά από τις άλλες χώρες οι οποίες βρέθηκαν σε ίδια ή παρόμοια κατάσταση με την Ελλάδα και υπέγραψαν δανειακές συμβάσεις με αντίστοιχες προϋποθέσεις και υποχρεώσεις (memoranda). Όμως στην Ελλάδα έκανε καλά την δουλειά του. Συνετέλεσε ώστε να μείνει στο απυρόβλητο ειδικά η κυβέρνηση η οποία, στα προεόρτια και την στιγμή μιας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, έδωσε τις τελευταίες αλλά αποφασιστικές σπρωξιές για να πέσει η χώρα βαθιά στη χαράδρα της χρεωκοπίας. Πιο γενικά, η οπτική γωνία που επικράτησε στην δημόσια συζήτηση με λέξη-οδηγό «τα μνημόνια», έκανε καλή δουλειά για να μην ακουστεί πολύ η λέξη παθογένειες στην αναζήτηση σημαντικών αιτίων της χρεωκοπίας.
Εδώ ταιριάζει να αναφερθεί πάλι ένα αξίωμα που έχει δοκιμαστεί πολλές φορές στην δημόσια σφαίρα: Όποιος έχει την ισχύ ή την εξουσία να ορίζει, με λέξεις και με λόγια, ποιά ατζέντα συζήτησης ταιριάζει σε μια κατάσταση, και να προσδίδει το νόημα που εκείνος θέλει σ' αυτές τις λέξεις, αυτός δυνητικά έχει ισχύ ή και εξουσία με την κυριολεκτική σημασία. Έχει πλεονέκτημα όποιος θέτει την ατζέντα· ακόμη μεγαλύτερο εάν ορίζει και τις λέξεις-κλειδιά της ατζέντας.
Το ακόμη χειρότερο: Στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρονται για το τι λέει κάποιος ή κάποια, αλλά κυρίως για το ποιός το λέει. Έτσι, και όχι μόνον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παγιδεύεται η δημόσια συζήτηση σε έναν αδιέξοδο λαβύρινθο από κοινοτοπίες και στερεότυπα «επώνυμων» και «επιδραστικών», είτε με φιλελεύθερα, είτε με πολύχρωμα «αντισυστημικά», είτε με άλλα πιστοποιητικά ψευδο-εγκυρότητας. Αποτέλεσμα: Όλη η δημόσια σφαίρα, ψηφιακή και συμβατική, κατακερματίζεται σε ηχομονωμένους και αποστειρωμένους θαλάμους αντήχησης (echo chambers), συνεπώς χάνει όλο και περισσότερο την επαφή της με την πραγματικότητα.