Το
δημοψήφισμα αποφασίστηκε γιατί ο πρωθυπουργός ήταν βέβαιος πως
οποιαδήποτε συμφωνία με τους εταίρους, είτε με βάση το σχέδιο των
θεσμών, είτε το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης (άλλωστε μικρές διαφορές
είχαν), δεν θα περνούσε στη Βουλή με πλειοψηφία βουλευτών του
κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Τόσο απλός ήταν ο βασικός λόγος.
Ήταν όμως και κάτι άλλο, σε δεύτερο πλάνο, «κάτι πιο βαθύ που λέρωνε» ήδη την αστραφτερή, δημοφιλή εικόνα του: Ο κ. Τσίπρας ήξερε πως ακόμη και άν περνούσε στη Βουλή κάποια συμφωνία,
στη συνέχεια, αυτός και η κυβέρνησή του έπρεπε κάτι να εφαρμόσουν στην
πράξη - και κυρίως να αποφασίσουν για μερικές κρίσιμες μεταρρυθμίσεις
στον παραγωγικό ιστό της χώρας και στις κοινωνικές της ισορροπίες, είτε
αυτές προβλέπονταν είτε όχι από τη συμφωνία. Αυτή τη φορά, έπρεπε αναγκαστικά να κυβερνήσουν. Αν αποδέχονταν τυπικά τη συμφωνία, χωρίς στη συνέχεια κάτι να πράξει, σε ένα ή δύο χρόνια θα κατατάσσονταν και αυτός στη
σειρά των αποτυχημένων τέως πρωθυπουργών της κρίσης που κυβέρνησαν
κυττώντας άπρακτοι τον καιρό να περνά: Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου, Α,
Σαμαράς, Α. Τσίπρας...
Γνώριζε
επίσης πως με αυτή την κυβερνητική σύνθεση, μ' αυτά τα κυβερνητικά
κόμματα, με αυτό το πολιτικό και υπηρεσιακό προσωπικό, δημιουργικές πολιτικές και διακυβέρνηση για επανεκκίνηση και για κοινωνική συνοχή είναι αδύνατες.
Και
οι εταίροι; Οι εκπρόσωποί τους, δηλαδή η κυβερνώσα σήμερα πολιτική ελίτ
της ΕΕ, στους 5 μήνες της εικονικής διαπραγμάτευσης, συνέχισαν αυτό που
γίνεται ήδη από το 2010. Συνέχισαν να περπατούν στην κρίση σαν
υπνοβάτες, συντηρώντας το βαθύ δημοκρατικό έλλειμμα, χειριζόμενοι την Ευρώπη ως «ένα ελιτίστικο εγχείρημα αποκομμένο από τους πολίτες της» (Χάμπερμας). Πολιτικοί αυτοϋποβαθμισμένοι σε ταμίες, σε αναλυτές δημοσκοπήσεων και σε νομικούς συμβούλους τραπεζών, αυτό μπορούν να κάνουν, τίποτε περισσότερο.
Έτσι, σε μια μακρά διαπραγμάτευση - οπερέττα, είδαμε από τη μια πλευρά το κακό πολιτικό μείγμα, την πολιτική απειρία και ανεπάρκεια των νεοφώτιστων της Αθήνας, με αιθεροβάμονες φαντασιώσεις, κακές ανδρεοπαπανδρεϊκές μιμήσεις (χωρίς έλεγχο του κόμματος) και αδυναμία να εκτιμηθεί η συγκεκριμένη κατάσταση, ενώ από την άλλη τους «πολιτικούς-ζόμπι» στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα της οπερέττας ήταν η ακόμη μεγαλύτερη διάλυση της πραγματικής οικονομίας στην Ελλάδα και η πτώση της αξιοπιστίας της Ένωσης στο βαθύτερο σημείο της: όλος ο πλανήτης σήμερα αναρωτιέται άν και πότε θα συμβεί Grexit και Brexit.
Έτσι, σε μια μακρά διαπραγμάτευση - οπερέττα, είδαμε από τη μια πλευρά το κακό πολιτικό μείγμα, την πολιτική απειρία και ανεπάρκεια των νεοφώτιστων της Αθήνας, με αιθεροβάμονες φαντασιώσεις, κακές ανδρεοπαπανδρεϊκές μιμήσεις (χωρίς έλεγχο του κόμματος) και αδυναμία να εκτιμηθεί η συγκεκριμένη κατάσταση, ενώ από την άλλη τους «πολιτικούς-ζόμπι» στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα της οπερέττας ήταν η ακόμη μεγαλύτερη διάλυση της πραγματικής οικονομίας στην Ελλάδα και η πτώση της αξιοπιστίας της Ένωσης στο βαθύτερο σημείο της: όλος ο πλανήτης σήμερα αναρωτιέται άν και πότε θα συμβεί Grexit και Brexit.
Γι' αυτό το συνονθύλευμα από πολιτικούς χωρίς όραμα και τελικά χωρίς πολιτική στην Βρυξέλλες και από μαθητευόμενους μάγους στην Αθήνα, το δράμα της φτώχειας και της ανεργίας και οι χαμένες γενιές στην «ιδιόμορφη» Ελλάδα, αλλά
και η αποτυχία (μέχρι τώρα) της ευρωπαϊκής παραγωγικής οικονομίας να
επωφεληθεί ουσιαστικά από την προσφορά χρήματος της ΕΚΤ, είναι τόσο λίγο σημαντικά όσο και η ιστορική κοινή μοίρα των ευρωπαϊκών εθνών. Μια αποτυχία σε όλα αυτά τους φαίνεται παράπλευρη απώλεια. Αυτό που υπολογίζουν οι μεν
είναι η ευρωστία της χρηματοπιστωτικής, εικονικής οικονομίας και των
ολιγομελών κοινωνικών στρωμάτων που επωφελούνται από αυτήν. Αυτό που υπολογίζουν οι δε,
είναι να διατηρηθεί το αποτυχημένο μετεμφυλιακό (και κυρίως το
μεταπολιτευτικό) κοινωνικό συμβόλαιο στην Ελλάδα, του πελατειακού
κράτους και των εξασφαλισμένων πελατών του.
Το
δημοψήφισμα ήρθε πολύ αργά. Έπρεπε να είχε αποφασιστεί και να γίνει
έγκαιρα, Φεβρουάριο ή Μάρτιο, και να είχε καθαρό ερώτημα προς τους
Έλληνες πολίτες: Ποιά Ελλάδα θέλουμε; Να συνεχίσουμε, έστω «με δάκρυα και ιδρώτα» (Βαρουφάκης), την επίπονη κοινή πορεία με την κοινή συντροφιά, αλλάζοντας όμως ως κοινωνία τον κρατικό «κακό εαυτό μας», απορρίπτοντας επιτέλους τις κληρονομιές του μακροχρόνιου Οθωμανισμού και φροντίζοντας για κοινωνική συνοχή αντί για εγωϊσμό και για λάϊφ-στάϊλ; Ή ν' ανοίξουμε πανιά για άγνωστες θάλασσες, μοναχικοί, αδιόρθωτοι και πτωχαλαζονικοί;
Ωστόσο ακόμη και τώρα, ακόμη και έτσι που προέκυψε, με τον κ. Τσίπρα την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενον, η απόφασή του είναι στην πράξη σωστή, ανεξάρτητα από τα κίνητρα.
Μετά
τις 5 Ιουλίου η Ελλάδα δεν θα είναι ίδια με πριν. Ούτε η λοιπή Ένωση. Η
κίνηση αυτή, άν και μοιάζει με ζαριά ζαλισμένων απο τους καπνούς
τζογαδόρων, έρχεται σαν μια εξαγνιστική νεροποντή που ταράζει όλο τον
βάλτο, ελληνικό και ευρωπαϊκό, τον πλημμυρίζει και μετατρέπει τα στάσιμα νερά του σε κινούμενα.
Όσοι
πολίτες έχουμε βιώσει και γνωρίζουμε τον τόπο μας και πού ανήκει, τη
θέση μας μέσα στη σκληρότατη ελληνική κοινωνία του όψιμου καπιταλισμού
και την διαδρομή μας, θα επιλέξουμε να συνεχίσουμε «με δάκρυα και ιδρώτα» την επίπονη κοινή πορεία. Μαζί με τους εργαζόμενους της λοιπής Ευρώπης, από κρίση σε κρίση, άν έτσι το θέλει η ιστορία. Είμαστε πολλοί και δεν είμαστε αυτόχειρες.
Ο κ. Τσίπρας μοιάζει εκ πρώτης όψεως με τον βαρώνο Μινχάουζεν
που κόλλησε στο βάλτο και για να μη πνιγεί κέντρισε το άλογο και
πιάστηκε από τα μαλλιά του. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι αυτό που μας
αφηγείται: ο ίδιος δεν θα σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Ομως ο βάλτος κινείται,
κι έτσι ο πρωθυπουργός προσφέρει υπηρεσία και γράφει ιστορία, γιατί αυτή η «απρόβλεπτη» πολιτική επίπτωση είναι που μετράει στην πράξη.
Γιώργος Β. Ριτζούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου